KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Όταν οι Έλληνες πρόσφυγες έβρισκαν καταφύγιο στη Συρία

«Η φωτογραφία δεν έχει ημερομηνία, έχει τίτλο ''Έλληνες πρόσφυγες στο Χαλέπι'', και δείχνει μια ομάδα ανθρώπων με κουρελιασμένα ρούχα, ανάμεσά τους μικρά αγόρια, που περιμένουν να φάνε. Σε πρώτο πλάνο, μια γυναίκα, με ένα τενεκεδάκι στα πόδια της, στέκεται δίπλα σε ένα πρότυπο ''μαγειρείο''. Κάτω από τη φωτογραφία ως λεζάντα γράφει: ''Δόθηκε φαγητό σε 12.000 Ελληνες από τους Αμερικανούς''.»


Προς τη Συρία και από τη Συρία. Τουλάχιστον τέσσερις φορές σημειώνεται στα χρονικά το φαινόμενο, έχοντας μαζικό χαρακτήρα:
§       Το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
§        Το 1939 όταν η περιοχή της Αλεξανδρέττας, μέρος της Μεγάλης Συρίας, προσαρτήθηκε στις επαρχίες της Τουρκίας.
§        Το 1860 όταν ξεκίνησαν σφαγές και διώξεις χριστιανών στη Β. Αφρική.
§         Το 1882 στη διάρκεια της αιγυπτιακής επανάστασης.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες Έλληνες πρόσφυγες βρέθηκαν στη Συρία και Έλληνες πρόσφυγες ήρθαν από την ευρύτερη περιοχή στην Ελλάδα διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Κοινός, όμως, παρονομαστής ήταν ο πόλεμος και ο φόβος για τη ζωή τους. Αλλά και η ομοιότητα των προσφυγικών τραγωδιών ανεξαρτήτως εποχών, προέλευσης και προορισμού των θυμάτων.

Από το 1922

Η πιο μαζική περίπτωση Ελλήνων προσφύγων, που αναζητούν άσυλο στη Συρία, καταγράφεται αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μερικές χιλιάδες, από τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που ξεριζώνονται από τη Μικρασία το δεύτερο εξάμηνο του 1922 και τις αρχές του 1923 και ενώ συνεχίζονται στη Λοζάνη οι διαπραγματεύσεις για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, καταφεύγουν στη Συρία.
Η οθωμανοκρατούμενη περιοχή της φυσικής Συρίας (περιλάμβανε, εκτός από τη σημερινή, δηλ. τη γεωγραφική Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και την Υπεριορδονία) είχε καταληφθεί ως εχθρικό έδαφος, ενώ διαρκούσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος από αγγλογαλλικά στρατεύματα (ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης είχε ταχθεί με την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων).
Μετά τη λήξη του πολέμου οι Γάλλοι, προλαβαίνοντας και καταστέλλοντας με στρατιωτικά μέσα την «αραβική αφύπνιση», έγιναν κύριοι της Δαμασκού, αντικαθιστώντας τους Άγγλους (είχαν αποχωρήσει λίγο νωρίτερα ύστερα από γαλλοαγγλική διανομή εδαφών περιοριζόμενοι σε Παλαιστίνη και Υπεριορδανία). Με τη συμφωνία του Σαν Ρέμο (1920) νομιμοποιείται η γαλλική στρατιωτική παρουσία σε Συρία - Λίβανο στο όνομα της Κοινωνίας των Εθνών. Τυπικά, για την προστασία των μειονοτήτων και μέχρι να ανεξαρτητοποιηθεί η περιοχή. Ουσιαστικά η «εντολή» σήμανε μετατροπή σε γαλλική αποικία. Εκεί καταφεύγουν για προστασία χιλιάδες Έλληνες. Είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός για μετάβαση σε ελληνικά εδάφη ή αλλού.
Μια περιγραφή της κατάστασης παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χάρολντ Σπένσερ, ο οποίος αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Ελλάδα και αρθρογραφεί για την προσφυγική τραγωδία. Γράφει αρχές Μαρτίου του 1923: «Η κατάστασις εχειροτέρευσεν, ιδίως λόγω της πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως... Μέγας αριθμός προσφύγων της Μικράς Ασίας επί των πλοίων εις τους Γαλλικούς λιμένας της Συρίας, οι δε Γάλλοι ουχί μόνον αρνούνται να επιτρέψουν εις αυτούς να παραμείνουν τουλάχιστον εις Συρίαν, αλλά αρνούνται και να τους δώσουν τροφήν... Ο εκεί Έλλην πρόξενος ζητεί εσπευσμένως χρήματα διά να σώση τους πληθυσμούς αυτούς εκ πείνης θανάτου, παρίσταται δε ανάγκη να μεταφερθούν και οι πρόσφυγες ούτοι της Συρίας εις την Ελλάδα εφ' όσον οι Γάλλοι τους εκδιώκουν...» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 3/3/1923).
Για τους Γάλλους αυτή την περίοδο το τελευταίο που ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη ζωή και η προστασία των μειονοτήτων. Δεν θα διστάσουν, άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα να βομβαρδίσουν την ίδια τη Δαμασκό, όταν ξέσπασε αραβική επανάσταση (Μεγάλη Επανάσταση του 1925 στη συριακή ιστορία).
Η στάση της Γαλλίας στιγματίζεται ως «απάνθρωπος», ενώ γίνονται εκκλήσεις προς Αμερικανούς και Βρετανούς για βοήθεια. Οι πρώτοι ανταποκρίνονται στο πλαίσιο της ευρύτερης βοήθειας προς τους Έλληνες πρόσφυγες. Αμερικανικές πηγές (Ερυθρός Σταυρός) κάνουν λόγο για διάθεση ενός συνολικού ποσού 30 εκ. δολαρίων, από τα οποία τα 2-3 διατίθενται για τους πρόσφυγες στη Συρία μέχρι τον Αύγουστο του 1923.
Είναι δυσδιάκριτο ποια ακριβώς είναι η συνέχεια του δράματος των 15.000 -ίσως και παραπάνω- προσφύγων στη Συρία. Ελάχιστες πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Πολλοί απ' αυτούς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν αλλού. Πάντως, προς το τέλος Ιουνίου του 1923 μερικές χιλιάδες βρίσκονταν ακόμη στην περιοχή, προσμένοντας τη μεταφορά τους (πηγές της ελληνικής κυβέρνησης εκείνη τη χρονική περίοδο κάνουν λόγο για 2.000-3.000 μόνο στη Βηρυτό). Αυτοί είχαν μεταφερθεί εκεί από τις συριακές ακτές με ελληνικά μέσα, ύστερα από απαίτηση των Γάλλων της Συρίας.
Αρκετοί απ' αυτούς, πάντως, παρέμειναν στη Συρία, όπου προφανώς το κλίμα δεν ήταν εχθρικό τότε. Ούτε λίγο αργότερα με την έκρηξη της επανάστασης, όταν οι συνθήκες έγιναν πολεμικές και οι συγκρούσεις πήραν επιπλέον και θρησκευτικό χαρακτήρα.
Για την ιστορία ας σημειωθεί ότι στη Δαμασκό προϋπήρχε από το 1917 σύλλογος Ελλήνων, αλλά τότε δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας της κατοπινής ελληνικής χριστιανικής κοινότητας. Έπειτα την πρωτεύουσα θα ακολουθήσει αμέσως μετά δημιουργία κοινότητας στο Χαλέπι. Αυτή θα εξελιχθεί στη μεγαλύτερη της Συρίας , ενώ θα «τροφοδοτεί» με μέλη και την ελληνική κοινότητα της Βηρυτού.

ΣΤΟ ΧΑΛΕΠΙ
Πείνα και εξαθλίωση για 12.000 Μικρασιάτες
Με αφορμή την πρόσφατη απεργία πείνας Σύρων προσφύγων στην πλατεία Συντάγματος, ο δημοσιογράφος Νταμιάν Μακόν Ουλάντ (ανταποκριτής της εφημερίδας «Irish Times» στην Αθήνα) δημοσιοποίησε από την ιστοσελίδα του (https://damomac.wordpress.com ) ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο που δείχνει Έλληνες «Πρόσφυγες στο Χαλέπι», όπως αναγράφεται στην κορυφή της εικόνας. Οπως γράφει ο Ουλάντ ένας Σύρος πρόσφυγας- απεργός πείνας του υπέδειξε ότι στην ίδια θέση που βρίσκεται αυτός σήμερα, βρέθηκαν άλλοτε Έλληνες στη Συρία. Ο δημοσιογράφος ερεύνησε το θέμα, εντόπισε σχετική φωτογραφία στο αρχείο της αμερικανικής Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και τη δημοσίευσε με το ακόλουθο κείμενο: «Η φωτογραφία δεν έχει ημερομηνία, έχει τίτλο ''Έλληνες πρόσφυγες στο Χαλέπι'', και δείχνει μια ομάδα ανθρώπων με κουρελιασμένα ρούχα, ανάμεσά τους μικρά αγόρια, που περιμένουν να φάνε. Σε πρώτο πλάνο, μια γυναίκα, με ένα τενεκεδάκι στα πόδια της, στέκεται δίπλα σε ένα πρότυπο ''μαγειρείο''. Κάτω από τη φωτογραφία ως λεζάντα γράφει: ''Δόθηκε φαγητό σε 12.000 Ελληνες από τους Αμερικανούς''.»


«Τραγική και αβέβαιη κατάσταση»

Σύμφωνα με τα στοιχεία για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως συμφωνήθηκε με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923, περίπου 17.000 Ελληνες από τη Μικρά Ασία βρέθηκαν πρόσφυγες σε διάφορες πόλεις της Συρίας. Τόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση που τον Αύγουστο του 1923 ο υπεύθυνος των Ελλήνων προσφύγων στο Χαλέπι έστειλε τηλεγράφημα στο υπουργείο Εξωτερικών της Αθήνας ζητώντας να αποτρέψει άλλους Έλληνες να φτάσουν στην πόλη, γιατί ''ήταν αδύνατο να δεχτούν άλλους πρόσφυγες''. Η γενικότερη κατάσταση για τους Ελληνες πρόσφυγες το καλοκαίρι του 1923 περιγράφεται ως ''τραγική και αβέβαιη'', όπως σήμερα των Σύρων προσφύγων...». Ας προστεθεί ότι η φωτογραφία χρονικά ανήκει, κατά πάσα πιθανότητα, στις μέρες του Μαΐου-Ιουνίου 1923.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟ 1939
Ελληνοαρμενικά καραβάνια από την Αλεξανδρέττα
Ενα δεύτερο κύμα Ελλήνων προσφύγων στη Συρία σημειώνεται με την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία.
Η επαρχία (σαντζάκι) της Αλεξανδρέττας (κοντά στην αρχαία Αλεξάνδρεια, που ιδρύθηκε μετά τη μάχη στην Ισσό το 333 π.Χ.) από τον 16ο αιώνα μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτελούσε μέρος της επαρχίας Χαλεπίου της Μεγάλης Συρίας, αλλά το 1918 ανεξαρτητοποιήθηκε και τέθηκε, όπως η υπόλοιπη Συρία και ο Λίβανος, υπό γαλλική κατοχή. Το στρατηγικό λιμάνι ήταν ένας από τους πρώτους επεκτατικούς στόχους του νέου τουρκικού κράτους. Όπως και έγινε με την ανοχή και υποστήριξη της Γαλλίας, ενώ ξεσπούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1938 τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν εκεί, ενώ το επόμενη χρονιά προκηρύχθηκε ένα νόθο δημοψήφισμα (για την ένωση ή όχι με την Τουρκία).
Από τότε η επαρχία Χατάι προστέθηκε στην τουρκική επικράτεια. Ιστορικά η περιοχή κατοικούνταν από Άραβες, αλλά και άλλες μειονότητες. Οι Τούρκοι ακολουθώντας τακτική εθνοκάθαρσης άλλαξαν την πληθυσμιακή σύνθεση. Το 1939-1940 υπολογίζεται ότι ένας πληθυσμός περίπου 50.000 ανθρώπων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Απ' αυτούς 11.000-12.000 ήταν Έλληνες και 26.000-27.000 Αρμένιοι.
Οι περισσότεροι Έλληνες κατέφυγαν τότε στη Δαμασκό και στο Χαλέπι, ενισχύοντας τις υπάρχουσες ελληνικές κοινότητες.
Από τα δύο βασικά ελληνικά προσφυγικά ρεύματα (1923 και 1939) προέρχονταν και οι 1.200 περίπου κάτοικοι της Συρίας, που είχαν ελληνικά διαβατήρια κατά την έναρξη του σημερινού. (κακή διατύπωση του άρθρου)

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Οι επεμβάσεις στη Β. Αφρική έδιωξαν τους χριστιανούς
Έλληνες πρόσφυγες θα καταφύγουν κυρίως στη Δαμασκό και στο Χαλέπι δύο φορές κατά τον 19ο αιώνα. Μάλιστα, θα προκύψει ταυτοχρόνως και στη χώρα μας ζήτημα με Έλληνες πρόσφυγες από την ευρύτερη περιοχή. Η πρώτη διαδραματίζεται στην οθωνική Ελλάδα το 1860.
Η τότε βασιλική κυβέρνηση Μιαούλη μετέχει με ναυτική δύναμη σε γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην οθωμανοκρατούμενη περιοχή, σε μία από τις πρώτες διεθνείς «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» για την προστασία χριστιανών από «ιθαγενείς». Προσχηματικοί, βεβαίως, ήταν οι λόγοι και πραγματική αιτία ο έλεγχος της περιοχής και ο καθορισμός γαλλοβρετανικών ζωνών.
Πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί, απειλούμενοι πραγματικά ή όχι, εγκαταλείπουν τις ακτές της Β. Αφρικής και καταφεύγουν σε άλλα μέρη. Ανάμεσά στους πρόσφυγες και Έλληνες που κατευθύνονται προς τη Δαμασκό και το Χαλέπι. Αρκετοί απ' αυτούς θα μεταφερθούν και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις σύγχρονες πηγές μετά το τέλος της επιχείρησης (Οκτώβριος 1860) τα ελληνικά πλοία μετέφεραν στη χώρα «τους εις αυτά προσφεύγοντες... Ουκ ολίγοι τότε ήλθον εις Αθήνας και άλλας Ελληνικάς πόλεις... Πλήθος προσφύγων μετήγαγον εις την Ελλάδα και τα Ρωσικά πλοία, τους ενταύθα γενικώς κληθέντες Βερουτιανούς (κατοίκους της Βηρυτού), όπερ όνομα απέκτησε έκτοτε εν Ελλάδι την σημασίαν του πρόσφυξ...».

Στην επαναστατημένη Αλεξάνδρεια

Η δεύτερη περίπτωση εξελίσσεται το 1882 (κυβέρνηση Τρικούπη). Όταν πάλι η Ελλάδα παίρνει μέρος με στρατιωτικές δυνάμεις στη γαλλοβρετανική επέμβαση, με επίκεντρο την επαναστατημένη Αλεξάνδρεια (επανάσταση του Ουράμπι στην Αίγυπτο).
Αρκετοί από τους δεκάδες χιλιάδες Έλληνες (υπολογίζονται σε 40.000-50.000), οι οποίοι εγκαταλείπουν την Αλεξάνδρεια και γενικότερα την Αίγυπτο, όπου υπάρχει έντονη ελληνική παρουσία, καταφεύγουν σε άλλες περιοχές (Κωνσταντινούπολη, Δαμασκό, Χαλέπι κ.α.). Κατά τη διάρκεια της κρίσης (Μάιος - Ιούλιος 1882) και μέχρι το βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας από τα αγγλικά πολεμικά (11 Ιουλίου) τα ελληνικά πλοία συμμετέχουν στην εκκένωση.
Οι περισσότεροι Έλληνες μεταφέρονται σε διάφορες πόλεις ελληνικές πόλεις με εμπορικά πλοία που πηγαινοέρχονται. Η κατάσταση περιγράφεται ως εξής σε ένα χρονικό της εποχής: «Απειράριθμοι οι συσσωρευθέντες εκ των προσφύγων εν Αθήναις και εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος Ελληνες (της Αιγύπτου)... Η Κυβέρνησις και αυτός ο Ελληνικός λαός διά συνεισφορών τους συντηρούσι? Καίτοι εγείρονται υπόνοιαι και φόβοι περί επιδηματικών ασθενειών και υπό των επιτροπών υγείας γνωματεύεται η αραίωσις, η συμπάθεια του κοινού άκαμπτος...».
Οι Έλληνες της Αιγύπτου θα επιστρέψουν αργότερα από τα σημεία όπου έχουν διασκορπιστεί στην ισοπεδωμένη σχεδόν Αλεξάνδρεια και στην αγγλοκρατούμενη, πλέον, Αίγυπτο. Θα ξεκινήσει τότε η λεγόμενη δεύτερη άνθηση της «Αλεξάνδρειας των Ελλήνων» και γενικότερα των ελληνικών κοινοτήτων στην Αίγυπτο.

Τ. Κατσιμάρδος


http://www.kathimerini.gr/835391/article/epikairothta/ellada/otan-oi-ellhnes-efeygan-gia-syria-ws-prosfyges


Όταν οι Έλληνες έφευγαν για Συρία ως πρόσφυγες


Ήταν πέντε χρόνων ο Γιώργος Τακτικός, όταν μια νύχτα οι γονείς του τον επιβίβασαν στα παράλια της Χίου σε μια βάρκα για να καταλήξουν όλοι μαζί πρόσφυγες στην έρημο του Σινά...

Σήμερα, στα 78 του παρακολουθεί την ιστορία να γράφεται αντιστρόφως. Με πόνο ψυχής βλέπει τα καραβάνια των κατατρεγμένων από τη Μέση Ανατολή να αποβιβάζονται στα παραλία των νησιών και ο νους του πάει πίσω, στο δικό του μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς το άγνωστο. Ο κ. Τακτικός, από το χωριό Κουρούνια της Χίου, ήταν ένας από τις 30.000 και πλέον Ελλήνων από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που στην Κατοχή έφυγαν, άλλοι πρόσφυγες στη Συρία ενώ άλλοι έφτασαν μέχρι και τη νότια Αφρική, για να γλιτώσουν από την πείνα και τον πόλεμο. Όπως και τώρα, έτσι και τότε: βάρκες, πνιγμοί στη θάλασσα, βαγόνια τρένων ασφυκτικά γεμάτα, καταυλισμοί, στερήσεις. Μόνο η κατεύθυνση της διαδρομής άλλαξε. Τότε οι ανθρώπινες ροές κατευθύνονταν από την Ελλάδα προς τη Συρία, τώρα κινούνται από εκεί προς τα εδώ. «Η πείνα και ο φόβος δεν παλεύονται, ο πόνος του πρόσφυγα είναι μεγάλος», λέει καθώς ξεδιπλώνει στην «Κ» τις δικές του αναμνήσεις από την «οδύσσεια» των ξεριζωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Φθινόπωρο του 1942. Η Ελλάδα έχει υποδουλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη, η πείνα θερίζει τα μεγάλα αστικά κέντρα και στα νησιά τα πράγματα κάνει ακόμα χειρότερα ο ναυτικός αποκλεισμός στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο γενικότερα από το βρετανικό ναυτικό.

Η φυγή καθίσταται μονόδρομος για όσους μπορούσαν και για τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Ικαρία, Χίος, Λέσβος, Λήμνος κ.ά.) ήταν πιο εύκολη, λόγω της γειτνίασης με τα παράλια της Τουρκίας.
«Ήμουν πέντε χρόνων. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και πείνα στο νησί. Ηταν Νοέμβριος του 1942 και τα πράγματα χειροτέρευαν. Ο πατέρας αποφάσισε να φύγουμε για να σωθούμε. Κλέψαμε μαζί με άλλους δύο νεαρούς μια βάρκα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και μια νύχτα η οικογένειά μου, πατέρας, μητέρα και η μικρότερη αδελφή μου, μαζί με άλλες δύο οικογένειες συγχωριανών περάσαμε με δυσκολία απέναντι στο Τσεσμέ. Στην ακτή που βγήκαμε, μας μάζεψε ένας ορθόδοξος ιερέας, ο παπα-Ξενάκης, που συγκέντρωνε τους πρόσφυγες και τους πήγαινε σ’ ένα άσυλο όπου τους φρόντιζαν ανθρωπιστικές οργανώσεις. Πρώτα ο ιερέας έκανε κομμάτια τη βάρκα για να μην τη βρει η τουρκική ακτοφυλακή και μας στείλουν πίσω με το ίδιο σκάφος...».

Έπειτα από παραμονή τριών μηνών στο Τσεσμέ και τη Σμύρνη, με ευθύνη του Γενικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, μεταφέρθηκαν –αυτό γινόταν με όλους του πρόσφυγες που αποβιβάζονταν από την Ελλάδα στην Τουρκία– στο ισοπεδωμένο σήμερα Χαλέπι της Συρίας, απ’ όπου γινόταν η διασπορά προς την Παλαιστίνη, τον Λίβανο, τη χερσόνησο Σινά, αλλά και χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής.

«Μείναμε στο Χαλέπι εννέα μήνες σε καταυλισμούς και εκεί πήγα πρώτη φορά στο σχολείο. Τρώγαμε καλά, μας φρόντιζαν οι Βρετανοί. Μετά μας μετέφεραν μέσω Σουέζ στην έρημο του Σινά. Εκεί ήταν τέσσερις καταυλισμοί με Έλληνες πρόσφυγες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Μείναμε σε καλές συνθήκες διαβίωσης ενάμιση χρόνο και επιστρέψαμε όταν τελείωσε ο πόλεμος...».

Τη ίδια, περίπου, διαδρομή ακολούθησε και η 84χρονη σήμερα Δέσποινα Σιταρά από το χωριό Καλλιμασιά της Χίου. Μόνο που εκείνη και η οικογένειά της, όπως αφηγείται στην «Κ», από το Χαλέπι πήγαν στον Λίβανο και στην Αίγυπτο και όταν ο Ρόμελ πλησίαζε στο Κάιρο τους φόρτωσαν, 1.200 άτομα, σε πλοίο και μέσω του Αντεν έφτασαν στο Βελγικό Κογκό, απ’ όπου επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Χαλέπι, Λωρίδα της Γαζας, Σινά, αλλά και Αφρική, ήταν οι βασικοί προορισμοί των Ελλήνων προσφύγων τότε, ενώ ένας σημαντικός αριθμός εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Αλλά δεν ήταν μόνο Έλληνες στην Κατοχή που από το Αιγαίο έφθαναν στη Μέση Ανατολή για να σωθούν. Πολωνοί, Σέρβοι και πολλοί Εβραίοι της Ευρώπης διέσχιζαν τον «ελληνικό άξονα», προς τη σωτηρία. «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, τους νιώθουμε και τους πονάμε», τονίζουν στην «Κ» η Δέσποινα Σιταρά και ο Γιώργος Τακτικός. «Εκ πείρας», όπως λένε...

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Taxi Tehran- Ταξί στην Τεχεράνη


Το Ταξί στην Τεχεράνη του Jafar Panahi απέσπασε την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2015. Η βράβευση είναι εμφανές, μετά τη θέαση της ταινίας, πως δεν έγινε τόσο για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όσο για να ενισχύσει τον σκηνοθέτη να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες.  Εξάλλου, τα φεστιβαλικά διαπιστευτήρια ενός κορυφαίου βραβείου ασκούν πίεση στο ιρανικό καθεστώς να χαλαρώσει τους περιορισμούς που έχει βάλει στον Jafar Panahi. Από το 2009 που αμφισβήτησε το αποτέλεσμα των εκλογών και έγινε από τους πρωταγωνιστές στην συγκρούσεις που επακολούθησαν, του έχει απαγορευτεί να γυρίζει ταινίες και φυλακίστηκε δύο  φορές το 2009 και το 2010. Οπότε κάθε ταινία του μετά την απαγόρευση είναι   ένα απονενοημένο διάβημα ελευθερίας  της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το Ταξί στην Τεχεράνη είναι η τρίτη προσπάθεια υπό ασφυκτικές συνθήκες αφού έχουν μεσολαβήσει το «This is not a film», 2011  και το «Closed Curtain»,2013.

Στην ταινία ο ίδιος ο Jafar Panahi υποδύεται τον ταξιτζή της Τεχεράνης σε διάφορα μικροστιγμιότυπα της ιρανικής πρωτεύουσας: Ένας διαξιφισμός μεταξύ ενός άντρα και μιας δασκάλας για την εφαρμογή της θανατικής ποινής σε πλημμέλημα, η βιντεο-διαθήκη ενός  βαριά τραυματισμένου που συνοδεύεται από τη γυναίκα του στο νοσοκομείο, τα χρυσόψαρα ως τάμα δυο ηλικιωμένων κυριών, προτάσεις για την αγορά απαγορευμένων DVD, η μικρή ανιψιά του σκηνοθέτη, Χάνα Σαεϊντί  και οι απίθανοι περιορισμοί που επιβάλλονται από το ιρανικό καθεστώς σε μια σχολική κινηματογράφηση της, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τη γνωστή ακτιβίστρια δικηγόρο Νασρίν Σοτουντέχ για τα πολιτικά δικαιώματα στο Ιραν.

Η ταινία καλλιτεχνικά δεν είναι κάτι σπουδαίο ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη τους περιορισμούς με τους οποίους στήθηκε. Τα διάφορα επεισόδια συνήθως  δεν αναπτύσσονται επαρκώς παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών και των πρόσωπων που υποδύονται τον εαυτό τους και ο σκηνοθέτης κυκλοφορεί με ένα διαρκές χαμόγελο που σε κάποιες δραματικές καταστάσεις, όπως με τον αιμόφυρτο άντρα, φαντάζει στα μάτια μας ακατάλληλο. Ωστόσο μπλέκει έντεχνα τον ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό με τη σεναριογραφημένη μυθοπλασία και τα πρόσωπα που παρελαύνουν στο ταξί του μας φαίνονται κανονικοί πελάτες, έστω κι αν μερικοί τον αναγνωρίζουν και τον φωνάζουν με το όνομα του. Παρόλα αυτά δεν θα ήταν βέβηλο να αναφέρω πως κατά διαστήματα ο σκηνοθέτης σου φέρνει στο μυαλό τον Μάρκο Σεφερλή και το ομώνυμο ταξί του. Πάντως σοφά ο Jafar Panahi  έχει περιορίσει τη διάρκεια της ταινίας στα 82 λεπτά και έτσι, αν μη τι άλλο, δεν κουραζόμαστε από την περιπλάνηση του κινηματογραφικού ταξίμετρού του στους δρόμους της Τεχεράνης.    

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Don Delillo-Mao II (απόσπασμα)


Το μυθιστόρημα «Mao II», του σημαντικού αμερικάνου συγγραφέα Don Delillo είναι έμμεσα επηρεασμένο από την περίφημη φετβά που εξέδωσε το 1989 ο Αγιατολάχ Χομεϊνί κατά του Σαλμάν Ρουσντί. Στην καρδιά του μυθιστορήματος βρίσκεται ένας ερημίτης συγγραφέας, ο Μπίλ Γκρέι, ο οποίος ξεφεύγει από το αποτυχημένο μυθιστόρημα στο οποίο εργάζεται για πολλά χρόνια και περνάει στον κόσμο της πολιτικής βίας. Το απόσπασμα που παραθέτω  είναι κομμάτι μια συνομιλίας του Μπιλ με την Μπρίτα που ασχολείται με φωτογραφικά πορτραίτα συγγραφέων. Νομίζω ότι ο μεταξύ τους διάλογος σκιαγραφεί αναλογίες με το σήμερα, αλλά και υπαινίσσεται γεγονότα που συνέβησαν πολύ μετά την έκδοση του βιβλίου.  Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1991 και στην Ελλάδα το 1996 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.  Ο συγγραφέας παρεμπιπτόντως βρέθηκε πριν λίγες μέρες στην Αθήνα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Κύκλου «Λέξεις και Σκέψεις». 
          
-Πες μου για την Νέα Υόρκη, της είπε ο Μπιλ. Δεν πάω ποτέ πια εκεί. Όταν σκέφτομαι τις πόλεις που έζησα, βλέπω μεγάλους πίνακες κυβιστικής τεχνοτροπίας.
 -Θα σου πω τι βλέπω.
 -Αυτή την ένταση και τη θαμπάδα κι αυτούς τους παλιούς καφετί τόνους και πως οι πόλεις γερνούν και κηλιδώνονται στη σκέψη, σαν ρωμαϊκά τείχη.
-Εκεί  που ζω, εντάξει, υπάρχει χάος από στέγες, κυκεώνας, τέσσερα,  πέντε, έξι, ακόμα και εφτά πατώματα και από δίπλα τα ντεπόζιτα, τα συρματόσχοινα για τη μπουγάδα, οι κεραίες της τηλεόρασης, τα καμπαναριά, οι περιστερώνες, οι καμινάδες, οτιδήποτε ανθρώπινο υπάρχει στο κάτω τμήμα του νησιού-μικροί συρρικνωμένοι κήποι, αγάλματα ζωγραφισμένα πανό. Και ξυπνώ μέσα σ’ αυτή την κατάσταση και τη λατρεύω και εξαρτιέμαι απ’ αυτήν. Όλα όμως τα ισοπεδώνουν και τα γκρεμίζουν για να χτίσουν τους πύργους τους.
- Τελικά οι πύργοι θα φτάσουν να φαίνονται ανθρώπινοι, ιδιόμορφοι, με τοπικό χρώμα. Λίγο χρόνο χρειάζονται μόνο.
- Θα πάω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Πες μου πότε να σταματήσω.
- Θα απορείς για το τι σε εκνευρίζει.
-Ήδη έχω μια αιτία: είναι οι δίδυμοι πύργοι του Κέντρου Διεθνούς Εμπορίου.
-Μα είναι ακίνδυνοι και χωρίς ηλικία. Μοιάζουν ξεχασμένοι. Σκέψου μάλιστα πόσο χειρότερα θα μπορούσε να είναι.
-Πως γίνεται αυτό; αντέτεινε εκείνη.
-Αν υπήρχε μόνο ένας πύργος.
- Θες να πεις πως υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Ένα παιχνίδι του φωτός.
- Ένας μόνο πύργος δεν θα ήταν πολύ χειρότερα;
- Όχι, γιατί το μέγεθος αποτελεί μέρος μόνο της βασικής μου αντίρρησης. Το μέγεθος είναι ολέθριο. Όταν όμως έχεις δυο τέτοιους πύργους, είναι σα σχόλιο, σαν διάλογος, μόνο που δεν ξέρω τι ακριβώς λένε.
  -Λένε «Καλή σου μέρα»
-Αν πας κάποια μέρα να περπατήσεις σ’ αυτούς τους δρόμους είπε εκείνη, Θα δεις από τη μια ανθρώπους άρρωστους κι ετοιμοθάνατους, που δεν έχουν που την κεφαλήν κλίναι  κι από την άλλη, να ξεφυτρώνουν όλο και ψηλότεροι πύργοι, απίθανα κτίρια με χιλιάδες τετραγωνικά εκμεταλλεύσιμου χώρου. Όλος ο χώρος είναι μέσα. Μήπως υπερβάλλω;
-Εγώ υπερβάλλω
-Είναι περίεργο, αλλά νιώθω ότι σε ξέρω.
-Είναι περίεργο, ε; Πασχίζοντας να μιλήσουμε σοβαρά ενώ εσύ χοροπηδάς και στριφογυρίζεις με μια μηχανή στο χέρι κι εγώ στέκομαι εδώ δείχνοντας άκαμπτος και ανόητος.
-Συνήθως, βλέπεις δε συζητώ. Κάνω μια ερώτηση και αφήνω το συγγραφέα να μιλήσει, να πέσει λίγο η ένταση.
- Άσε το χαζό να φλυαρεί, δηλαδή.
-Εντάξει, αν το θέτεις έτσι. Κατά βάση, πολύ λίγο προσέχω τα λεγόμενα γιατί δουλεύω εκείνη τη στιγμή. Είμαι ανεπηρέαστη, εργάζομαι, προσέχω το παραμικρό.
-Και ταξιδεύεις όλη την ώρα, και μας ψάχνεις.
-Χαμήλωσε το σαγόνι του είπε εκείνη.
-Διασχίζεις ηπείρους και ωκεανούς για να φωτογραφήσεις συνηθισμένα πρόσωπα, να καταγράψεις χιλιάδες πρόσωπα, δεκάδες χιλιάδες πρόσωπα.
-Είναι τρελό. Αφιερώνω τη ζωή μου σε μια χειρονομία. Ναι, ταξιδεύω. Πράγμα που σημαίνει πως μερικές μέρες σκέφτομαι αδιάκοπα την τρομοκρατία. Μας έχουν στην εξουσία τους. Σε χώρους επιβίβασης δεν κάθομαι ποτέ κοντά σε παράθυρα, μήπως εξακοντιστούν τίποτα γυαλιά. Έχω σουηδικό διαβατήριο και έτσι όλα είναι εντάξει, εκτός κι αν πιστεύεις πως τον πρωθυπουργό τους τον σκότωσαν τρομοκράτες. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι όλα εντάξει. Χρησιμοποιώ κωδικούς στην ατζέντα μου για ονόματα και διευθύνσεις συγγραφέων, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν το όνομα κάποιου συγγραφέα είναι ή όχι επικίνδυνο να το έχεις στα χαρτιά σου, αν έχεις πέσει σε κανένα αντιφρονούντα, κανένα Εβραίο, ή κανένα υβριστή. Προσέχω πολύ τι διαβάζω. Δεν κουβαλάω μαζί μου τίποτα που να ’χει σχέση με θρησκείες, κανένα βιβλίο με θρησκευτικά σύμβολα στο εξώφυλλο ούτε με εικόνες όπλων ή σέξι γυναικών. Αυτά από τη μια. Από την άλλη, Ξέρω μέσα μου πως θα πεθάνω από μια φοβερή, αργή αρρώστια κι επομένως μπορώ να ταξιδεύω με το αεροπλάνο χωρίς να φοβάμαι.
Έβαλε στη μηχανή καινούριο φιλμ. Ήταν σίγουρη πως είχε αποκτήσει αυτό για το οποίο είχε έρθει ως εκεί αλλά στη ζωή της πίστεψε χιλιάδες φορές πως είχε πετύχει τα πάντα που επιθυμούσε κι ύστερα έβρισκε πως έκανε καλύτερη δουλειά με το κόντακτ. Της άρεσε να δουλεύει πέρα από την αίσθηση του «να το, αυτό είναι» Ήταν σημαντικό γι’ αυτήν να συνεχίζει, να εξαφανίζει το βέβαιο και να φτάνει σε μια στιγμή μυστικής ευλογίας.
-Ρωτάς καθόλου τους συγγραφείς πως τους φαίνεται να είναι ζωγραφισμένοι κλόουν;
-Τι εννοείς;
-Μ’ έκανες να μιλήσω, Μπρίτα.
-Λατρεύω καθετί που ’χει ζωντάνια.
-Αδιαφορείς για αυτά που λέω.
-Μίλα σουαχίλι.
-Υπάρχει ένας περίεργος δεσμός ανάμεσα στους μυθιστοριογράφους και τους τρομοκράτες. Στη Δύση γινόμαστε διάσημα ανδρείκελα καθώς τα βιβλία μας χάνουν τη δύναμη να διαμορφώσουν και να επηρεάσουν. Ρωτάς καθόλου τους συγγραφείς πως νοιώθουν για αυτό; Εδώ και είκοσι χρόνια πίστευα πως ένας συγγραφέας θα μπορούσε να αλλάξει το εσωτερικό γίγνεσθαι του πολιτισμού. Το χώρο αυτό τον έχουν καταλάβει τώρα οι κατασκευαστές όπλων και οι πιστολάδες. Κάνουν επιδρομές στην ανθρώπινη συνείδηση. Αυτό που έκαναν οι συγγραφείς, προτού γίνουμε όλοι ένα.
-Συνέχισε μου αρέσει ο θυμός σου.
- Μα τα ξέρεις όλα αυτά. Για αυτό ταξιδεύεις χιλιάδες χιλιόμετρα φωτογραφίζοντας συγγραφείς. Γιατί εμείς υποχωρούμε μπροστά στη τρομοκρατία, στις ειδήσεις περί τρομοκρατίας, στα μαγνητόφωνα και στις φωτογραφικές μηχανές, στα ραδιόφωνα, στις βόμβες που κρύβονται στα ραδιόφωνα. Ο κόσμος το μόνο που χρειάζεται είναι ειδήσεις για καταστροφές. Όσο πιο αόριστη είναι η είδηση, τόσο πιο μεγαλειώδης η αφήγηση. Η πληροφόρηση είναι η τελευταία εξάρτηση πριν-από τι; Δεν ξέρω. Εσύ όμως πολύ έξυπνα μας παγιδεύεις στη μηχανή σου, προτού εξαφανιστούμε

(σελ.50-53)   

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Anomalisa


Mετά την αποτυχία, σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς  του σκηνοθετικού ντεμπούτου του, «Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008), ταινία που παρεμπιπτόντως δεν έχω δει,  ο βραβευμένος με Όσκαρ σεναρίου Τσάρλι Κάουφμαν («Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation», «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού») επιστρέφει, έχοντας την καθοριστική τεχνική βοήθεια του Ντιουκ Τζόνσον, με ένα ενήλικο stop motion animation. Οι τρεις  «ηχητικοί» πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Ντέιβιντ Θιούλις,  η Τζένιφερ Τζέισον Λι και ο Τομ Νούναν που  δίνει φωνή σε όλα τα πρόσωπα που παρελαύνουν  στην ταινία εκτός από το βασικό ήρωα, Μάικλ Στόουν, συγγραφέα εγχειριδίων αυτοβοήθειας και επαγγελματικής επιτυχίας ο οποίος ταξιδεύει ως το Σινσινάτι για μια διάλεξή του και τη Λίζα που συναντά εκεί. Το ξενοδοχείο ονομάζεται  «Φρεγκόλι» και δηλώνει υπαινικτικά  το ιατρικά υπαρκτό σύνδρομο από το οποίο πάσχει ο ήρωάς του, αναγνωρίζοντας όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους ως ένα και το αυτό πρόσωπο, για αυτό και οι φωνές τους, αντρικές ή γυναικείες παρουσιάζονται ίδιες.

Εσωστρεφής και καταθλιπτικός, θα γνωρίσει στο ξενοδοχείο μια συνεσταλμένη θαυμάστριά του που, παρά το σημάδι στο πρόσωπο της,  θα τον γοητεύσει με την φωνή της που επιτέλους την διακρίνει ως ξεχωριστή μέσα στις πανομοιότυπες άλλες που ακούει καθημερινά. Θα ακολουθήσει μια υπέροχη ερωτική σκηνή, ένας εξίσου έξοχα σκηνοθετημένος εφιάλτης και μετά τους όρκους αιώνιας πίστης προς την Λίζα του, την Anomalisa του, από τον συγκερασμό της ελληνικής λέξης ανωμαλία, που έμαθε η Λίζα σε ένα εγχειρίδιο του, με το όνομα της, που δεν θα κρατήσουν πολύ, δεν θα κρατήσει και η ταινία το δραματουργικό κρεσέντο της και θα τελειώσει μάλλον γρήγορα και απότομα, αφήνοντας μας, μάλλον ανικανοποίητους.


Τεχνικά η ταινία είναι πολύ καλή καθώς οι animators μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Τζο Πασαρέλι κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν αληθινό κόσμο με όλες τις μονότονες λεπτομέρειες του και μια σειρά πλήρως αναγνωρίσιμων χαρακτήρων. Ο Ντιουκ Τζόνσον αναφέρει πως ήθελε τα σώματα τους να μοιάζουν αληθινά και ότι οι κούκλες ήταν μικρές και χρειάζονταν ακριβείς κινήσεις με πινέζες για να ζωντανεύσουν τα μάτια τους. Υπογραμμίζει ότι ο στόχος τους ήταν να κάνουν τους χαρακτήρες να μοιάζουν εκφραστικοί σαν να έχουν ψυχή. Για αυτό το λόγο οι συντελεστές της ταινίας αποφάσισαν να μην σβήσουν ψηφιακά τις «ραφές» που φαίνονται στις κούκλες, για να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες stop motion ταινίες. Η ταινία εξακολουθεί να παίζεται στις αθηναϊκές κινηματογραφικές αίθουσες σε περιορισμένες πια προβολές.            

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Mogwai -Atomic




Το ανωτέρω σπουδαίο μουσικό κομμάτι «Ether», με το εμπνευσμένο video clip, που θυμίζει το Κογιανισκάτσι (ταινία,1982, του Ρέτζιο με μουσική του Φίλιπ Γκλας), είναι από το επερχόμενο άλμπουμ των Mogwai «Atomic» που κυκλοφορεί επίσημα την 1η Απριλίου 2016 αλλά ήδη έχει διαρρεύσει στο διαδίκτυο και μπορώ να πω, πως είναι πολύ καλό.

Οι Mogwai δημιουργήθηκαν από τον Stuart Braithwaite και τον Dominic Aitchison το 1995 και έλκουν την καταγωγή τους από τη Γλασκώβη της Σκωτίας. Δεν χρησιμοποιούν επί το πλείστον φωνητικά και στίχους στα κομμάτια τους και ο post rock ήχος τους βασίζεται κυρίως σε παραμορφωμένες κιθάρες και στο μελωδικό μπάσο. Τα οργανικά κομμάτια τους είναι συνήθως μεγάλα σε διάρκεια αλλά καταφέρνουν με την ποιότητά τους και την μουσική πρωτοτυπία τους να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Δεν είναι κανένα ιδιαίτερα εμπορικό συγκρότημα αλλά το άλμπουμ τους «Rave Tapes» του 2014 κατάφερε να φτάσει μέχρι το νούμερο 10 των τσαρτς του Ηνωμένου Βασιλείου και μέχρι το νούμερο 55 των τσαρτς των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έχω παρακολουθήσει συναυλία τους στις 30 Σεπτεμβρίου 2005, με φίλους μεταξύ των οποίων και ο lemonostiftis, στο φεστιβάλ νεολαίας του τότε Συνασπισμού, αφού προηγήθηκε ο Γιάννης Αγγελάκας στα πρώτα του φλερτ με τον τσελίστα Νίκο Βελιώτη, και παρά το ψιλόβροχο ήταν εξαιρετικοί.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Victoria- Ένα κινηματογραφικό επίτευγμα


Η γερμανική ταινία Victoria, όνομα και της βασικής ηρωίδας που είναι ισπανίδα και ζει εδώ και λίγους μήνες στο Βερολίνο, δεν έχει κάποιο πρωτότυπο σενάριο, αντίθετα μπορεί να χαρακτηριστεί μια τυπική νεανική  περιπέτεια με δράση και έντονο ρυθμό. Ανεβαίνει όμως αυτόχρημα κατηγορία, όταν συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα είναι ένα μονοπλάνο 134 λεπτών στο νυχτερινό  Βερολίνο μέχρι το ξημέρωμα, όπου η ταινία θα βρει την κάθαρση της. Ταινίες γυρισμένες με μονοπλάνα υπάρχουν αρκετές στην ιστορία του κινηματογράφου. Η «Ρωσική κιβωτός» του Αλεξάντρ Σοκούροφ, για παράδειγμα, ήταν μια τεράστια βόλτα στο μουσείο Ερμιτάζ μέσα από το ίδιο πλάνο. Πάντως η περισσότερο συναφής ταινία με το Victoria είναι το κινηματογραφικό ντεμπούτο PVC-1(2007) του ελληνοκολομβιανού Σπύρου Σταθουλόπουλου. Το Victoria όμως, του γερμανού σκηνοθέτη Sebastian Schipper,  είναι πολύ πιο πετυχημένο. Καταρχήν κρατά αμείωτη την ένταση για σχεδόν 140 λεπτά και έχει έξοχες ερμηνείες ιδιαίτερα από την πρωταγωνίστρια Laia Costa και τον Frederick Lau, οι οποίοι αποδίδουν με φυσικότητα έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όλο το συνεργείο από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς μέχρι τον ακούραστο cameraman  σκαρφάλωσαν σε ταράτσες, μπήκαν σε ασανσέρ, κατέβηκαν δεκάδες σκαλιά και όρμησαν σε τράπεζα χωρίς τη βοήθεια του μοντάζ ή των εφέ με το αποτέλεσμα να αποτυπώνεται φρέσκο, νευρώδες και απόλυτα πετυχημένο.


Η ιστορία της ταινίας είναι σχετικά απλή. Η Victoria μετά την έξοδο της από κάποιο club γνωρίζει μια παρέα νεαρών που την φλερτάρουν. Σμίγει με την παρέα αν και καταλαβαίνει εξ αρχής ότι η παραβατικότητα είναι στο αίμα τους ίσως γιατί θέλει να νοιώσει κάποιο άρωμα ελευθερίας και βαθμιαία αναπτύσσει μια πιο στενή σχέση με τον Sonne. Προοδευτικά, χωρίς σχεδόν να το καταλάβει,  βρίσκεται παγιδευμένη,  σε μια ληστεία που είναι αναγκασμένη να κάνει η ομάδα για να καταλήξει σε ένα ξενοδοχείο με τον Sonne αιμόφυρτο. Πάντως εξαρχής για την ηρωίδα, επειδή το όνομα της… είναι νικητήριο, είχα το προαίσθημα ότι θα καταφέρει να ανταπεξέλθει των καταστάσεων και επιβεβαιώθηκα από το τέλος της ταινίας.


Η ταινία πήρε την αργυρή άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου του 2015 και έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 3 Μαρτίου 2016. Ωστόσο δεν πρέπει να πήγε καλά εισπρακτικά γιατί ήδη δεν παίζεται πια στις αθηναϊκές αίθουσες. Μπορεί βέβαια να συντέλεσε σε αυτό και ότι είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο ήδη από της αρχές Νοεμβρίου.          


Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Το soundtrack του Brown Bunny

Το Brown Bunny είναι μια ταινία του 2003, σκηνοθετημένη από τον άνισο ηθοποιό Vincent Gallo, που εκτός από την ηθοποιία και την σκηνοθεσία έχει ασχοληθεί εκτεταμένα και με τη μουσική. Για παράδειγμα, εκτός από το να συμμετέχει στα νιάτα του σε garage μπάντες, έχει γράψει τραγούδια για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, Buffalo 66 (1998), το οποίο δεν το έχω δει, άλλα είχε λάβει εξαιρετικές κριτικές στην εποχή του. Επίσης πρωταγωνιστούσε και ήταν σπουδαίος στο αγαπημένο μου, πολιτικό θρίλερ, Essential Killing (2010) του σημαντικού πολωνού σκηνοθέτη, Jerzy Skolimowski. Το Brown Bunny συμμετείχε στις Κάννες το 2003, στο διαγωνιστικό τμήμα μάλιστα, και έτσι, όταν ξεκίνησα να το βλέπω πριν μερικές μέρες, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα παρακολουθούσα μια από τις χειρότερες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου. Με δυο λόγια, η ταινία είναι ένα προσχηματικό road movie, που αφορά έναν επαγγελματία  μοτοσικλετιστή στο ταξίδι του με ένα φορτηγάκι στην επόμενη πόλη που θα συμμετέχει σε αγώνες. Βέβαια από το New Hampshire μέχρι την  California είναι πολύς δρόμος και εμείς θα παρακολουθήσουμε τον αυτάρεσκο ηθοποιό, μέσα σε ατελείωτα πλάνα δρόμου που δεν προσθέτουν τίποτα στην ταινία, να ψαρεύει κοριτσάκια και μετά από λίγο να τα αφήνει, μέχρι στο τέλος να συναντήσει ξανά την γυναίκα που αγάπησε, την  Cloe Sevigny. Αντί όμως έστω στο τέλος της ταινίας να δούμε κάποια συναισθηματική ένταση που να δίνει νόημα στο απλανές, και καλά βαθυστόχαστο βλέμμα του Gallo στα προηγούμενα βασανιστικά λεπτά, η ταινία τελειώνει με μια προβοκατόρικη… πεολειχία που, όταν κυκλοφόρησε η ταινία, είχε προκαλέσει το σχετικό σούσουρο. Η πραγματική όμως έκπληξη είναι τα  τραγούδια από το soundtrack της ταινίας, που ασφαλώς δεν σώζουν με τίποτα τα άνοστα πλάνα της ταινίας, αλλά αυτά καθ’ αυτά είναι πραγματικά διαμάντια.



Το συγκεκριμένο κομμάτι έχει χρησιμοποιηθεί και στο Θεώρημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ας απολαύσουμε άλλο ένα κομμάτι του σπουδαίου αμερικάνου τρομπετίστα που είχε παίξει επανειλημμένα μαζί με τον Charles Mingus:

 Η τραγουδίστρια είναι η Bonnie Beecher και το τραγούδι είχε ακουστεί σε ένα επεισόδιο του Twilight Zone.

 Εξαιρετικός ο Jackson C. Frank. Εγώ ήξερα τη διασκευή του Nick Drake.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Μανόλης Αναγνωστάκης- Η σιωπή είναι κι αυτή μια πράξη


Διατηρώ τον τίτλο της συνέντευξης του Μανόλη Αναγνωστάκη στην δημοσιογράφο και συγγραφέα Κατερίνα Ζαρόκωστα, μάλλον το 1995, στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Δεν έχω αναπαραγάγει όλο τον, ενδιάμεσο της συνέντευξης σχετικό με τον Αναγνωστάκη, λόγο της Κατερίνας Ζαρόκωστα. Θέλω να ακουστεί ο λόγος του ποιητή σχεδόν γυμνός. 

-Πως τα βγάλατε πέρα;

Να σου πω, η σύγκρουση βοηθάει την τέχνη. Η καταστολή, επίσης. Γιατί ψάχνει να βρει δρόμους. Η πολλή ελευθερία δεν βοήθησε ποτέ την τέχνη. Αλλά δεν μ’ αρέσει να το λέω αυτό γιατί θα νομίζουν ότι είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Και δεν είναι καθόλου αυτό που εννοώ, φυσικά.

-«Σε τι βοηθάει η ποίηση;» γράφεται κάπου.

Ρωτάω πραγματικά. Σε τι βοηθάει;

-Εσάς σε τι σας βοήθησε;

Σε τίποτα.

-Σήμερα μπορεί να ακουστεί ο ποιητής;

Ο καθένας ακούγεται μέχρι εκεί που έχει απήχηση στην κοινή γνώμη. Τώρα εγώ έχω απήχηση σε 5.000 ανθρώπους. Ένας τραγουδιστής, πολύ μέτριος έχει απήχηση σε 100.000 ανθρώπους. Διότι είναι το είδος τέτοιο. Ένας ποδοσφαιριστής…

-Μα αυτός δεν είναι καλλιτέχνης.

-Ο τραγουδιστής όμως βγαίνει κάθε μέρα στην τηλεόραση τραγουδάει… Ο ποιητής δεν βγαίνει στην τηλεόραση. Δε μπορεί να βγει. Είναι βαρετό αν βγει. Αν διαβάσεις ποιήματα στην τηλεόραση, μισή ώρα ποιήματα θα κοιμηθούν όλοι. Δεν γίνεται. Τέτοια ήταν πάντα η απήχηση του ποιητή. Κάποτε στον Παρνασσό γινόντουσαν διαλέξεις ποιητών. Πόσος κόσμος πήγαινες; Όταν κηδεύτηκε ο Παλαμάς κι έγινε αυτό το κακό, ήταν λόγω εποχής. Το ίδιο και με τον Σεφέρη. Ο κόσμος δεν είχε ιδέα περί Σεφέρη και περί Παλαμά. Ήρθε μια γριά σπίτι, τότε στην Κατοχή και έλεγε «Πέθανε κι ο Κωστής ο Παλαμάς, τον καημένο» «Και που τον ξέρεις τον Παλαμά;» της λέω. Η ποίηση δεν φτάνει στον πολύ κόσμο. Η πεζογραφία μπορεί. Ιδίως το μυθιστόρημα.

- Και το παλιό όνειρο της Αριστεράς: να φτάσει η τέχνη στον κόσμο;

Το υπερτίμησε αυτό η Αριστερά. Δεν είναι όλος ο κόσμος πλασμένος για τέχνη. Δεν είναι. Τι να κάνουμε. Κι αυτό δεν το λέω υποτιμητικά. Απλώς δεν είναι πλασμένος.

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα  κουβεντιάζει με τον ποιητή σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με φωτεινά μπαλκόνια, στο σπίτι του ποιητή, στην Πεύκη.

«Μαγκουφάνα λεγόταν παλιότερα και ήταν μονοκατοικία. Το δώσαμε αντιπαροχή» λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης που στη συνέχεια μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του: « Πολλά λουλούδια, πολλά λουλούδια, με προφανή στόχο τη σύζυγο του. Η Νόρα Αναγνωστάκη, σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα, είναι μια όμορφη γυναίκα με σπινθηροβόλο πνεύμα. Δοκιμιογράφος η ίδια, μοιράστηκε τη ζωή του ποιητή για πάνω από σαράντα χρόνια. Και δεν ήταν εύκολη αυτή η ζωή.

«Με την Νόρα γνωριστήκαμε το ΄51,μόλις είχα βγει από την φυλακή.»

-Πως σας φαίνεται που ζήσατε τόσα χρόνια μαζί:

Είναι το μόνο, είναι το μόνο…

Από 14 χρονών άρχισα να γράφω. Το σπίτι ήταν αστικό, είχα άνεση να διαβάζω, πάντα κρυφά βέβαια λόγω σχολείου. Μορφωμένοι υπήρχαν στο σπίτι, λόγιοι όχι.

Ο πατέρας του Μανώλη Αναγνωστάκη ήταν γιατρός, σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Εκεί γεννήθηκε ο ποιητής το 1925. Σπούδασε κι αυτός ιατρική και εξάσκησε το επάγγελμα στη συμπρωτεύουσα και αργότερα στην Αθήνα.

«Βιβλιοθήκη δεν υπήρχε στο σπίτι παρά μόνο επιστημονική. Τα βιβλία εγώ τα αγόραζα. Στην Κατοχή βγήκαν στην φόρα όλα τα βιβλία του Μεταξά. Δηλαδή όσα βιβλία ήταν παράνομα πριν, κυκλοφορούσαν τώρα ελεύθερα. Το καλοκαίρι του ΄40 ήταν για μένα η αποκάλυψη. Είχε έρθει το Βασιλικό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, μ’όλους τους μεγάλους της εποχής, τον Βεάκη, την Παπαδάκη, τη Μανωλίδου, το Γληνό κι έδωσαν παραστάσεις εξαιρετικές. Το σχολείο μου επίσης είχε καλούς δάσκαλους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θέμελης.»

Το 1945, δάσκαλος και μαθητής εκδίδουν από μια ποιητική συλλογή. Ο Θέμελης είναι ήδη δόκιμος ποιητής, ο Αναγνωστάκης μόλις αρχίζει. Είναι μόνο 20 χρονών και η συλλογή φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Εποχές», σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Και συνεχίζει: Το φθινόπωρο του 1942 ο Αναγνωστάκης είχε γραφτεί στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (τον επόμενο χρόνο περνάει στην Ιατρική Σχολή).

Στη διάρκεια της κατοχής δραστηριοποιείται στην ΕΠΟΝ.

«Μέσα από την ΕΠΟΝ έκανα καινούργιες παρέες, γνώρισα ανθρώπους, τότε μπήκα κι εγώ στη διανόηση. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα. Το ’45 περίπου, επειδή έτρωγα πολύ ξύλο στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα, μήπως φάω λιγότερο ξύλο. Αλλά έφαγα κι εδώ και γύρισα πίσω. Ήταν χειρότερη η Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη τότε»

-Δεν νομίζεται, τον ρώτησα, ότι η σιωπή κρύβει κι ένα είδος έπαρσης;

Δεν το αρνήθηκε… Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμός για να γραφτεί ένα ποίημα, χρειάζονται αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα ’χουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου, γίνεσαι τεχνίτης. Αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό.

-Σας απασχολεί τι θα μείνει μετά από σας;

Άκουσε να δεις. Εγώ είμαι εβδομήντα χρονών. Ακριβώς εβδομήντα. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω. Ούτε γράφω, ούτε διαβάζω, τίποτα δεν κάνω.

-Ζείτε.

Κι επειδή ζω, τι κάνω; Βλέπω τηλεόραση; Βλέπω τη φύση; Τι κάνω; Μετά από μένα θα γράψουν μερικά άρθρα οι εφημερίδες, δεν μπορεί να μην γράψουν, κι ύστερα θα σταματήσει εντελώς.

-Θα μείνει το έργο.

Αν μείνει, θα μείνει σε μερικούς φιλόλογους.

-Τι σας ευχαριστεί;

Τίποτα.

-Οι φίλοι;

Οι φίλοι ήταν το ’52, ’53 μέχρι και το  ’56. Ο Αργυρίου, ο Δάλλας, ο Σαχτούρης, η Ελένη Βακαλό. Ο Παπαδίτσας πέθανε, ο Λειβαδίτης πέθανε, ο Δούκαρης πέθανε, ο Σινόπουλος πέθανε… Αυτοί ήμασταν οι φίλοι. Τώρα ζουν στη Θεσσαλονίκη ο Κύρου και ο Θασίτης. Πήγα τους είδα… Πήγα τώρα τελευταία στη Θεσσαλονίκη. Έκανα δυο συγκεντρώσεις, εκτός από την εκδήλωση που έγινε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Είδα την κατοχική μου παρέα. Ένα μεσημέρι φάγαμε μαζί. Το ευχαριστήθηκα! Τι ίδιο βράδυ βγήκαμε με την παρέα των νεότερων, την παρέα του πανεπιστημίου, τον Κοκόλη, το Μουλλά… Δεν μου λείπει τίποτα άλλο από τη Θεσσαλονίκη. Μόνο μερικοί άνθρωποι.

-Δηλαδή παίζει μεγάλο ρόλο η ηλικία;

Παίζει πολύ, πάρα πολύ… Παλιά κατέβαινα, πήγαινα στην Ομόνοια, τσακωνόμουνα, σε σώζανε… Μια φορά ήρθε ο Λιοντάκης. «Μην τον πειράζεται, είναι ο Αναγνωστάκης» φώναξε. Κάποτε ήμουν τοπ. Εκεί γύρω στο ’60-’65. Δεν μ’ έπιανε κανείς. Δηλαδή οτιδήποτε έβγαινε, περιοδικό, βιβλίο, εγώ το ’ξερα. Το παρακολουθούσα. Μετά σιγά σιγά παρατηρείς ότι οι νεότεροι σε προσπερνούν. Διαβάζουν πιο πολύ, ακούνε πιο πολύ, ταξιδεύουν πιο πολύ… Ως το ’74, ως τη μεταπολίτευση, ήταν τα πράγματα λίγο πολύ άγνωστα. Η εποχή μου ήταν άγνωστη, κρυμμένη, δεν την  ήξεραν πολλοί. Εγώ τα ήξερα όλα αυτά, τα είχα ζήσει. Μετά έγινε η μεταπολίτευση, όλα έγιναν πλέον δημόσια. Τι μένει; Σε ινστιτούτα πας κι όλα τα ξέρουν.

-Αυτό δεν αντικαθιστά το βίωμα, την προσωπική μαρτυρία.

Αυτό το λάθος κάνουν μερικοί. Τα παλαιότερα πράγματα τα τοποθετούν σήμερα και λένε: «Πως τότε δεν σκεφτότανε έτσι και έτσι;» Ε, μα τότε σκεφτότανε διαφορετικά. Σκεφτότανε αλλιώς. Ε, ωραία, θα πεθάνω αύριο, λοιπόν ποίος έζησε; Ποιος θα τα ξέρει αυτά τα πράγματα; Μπορούσα να κάνω παραπάνω. Δεν θέλησα να κάνω παραπάνω. Είχα ένα μυθιστόρημα της φυλακής. Δεν το  ’βγαλα. Τώρα ξεπεράστηκε.

-Γιατί δεν το βγάλατε τότε;

Λογοκρισία. Τότε θα ’λεγα μερικά πράματα που δεν έπρεπε να πω.

-Σας καθόρισε η εποχή σας…

Βεβαίως απόλυτα!(σκέφτεται λίγο). Ο Σαλάς ξέρεις ποιος είναι;

-Όχι.

Εκεί που γράφω: «Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης Σαλάς»;… Είναι αυτός που λέει ο Τσίρκας στο βιβλίο του ο «Φάνης». Ήταν αντάρτης. Τότε ήταν στη Μέση Ανατολή. Μετά πήγε στη Σάμο. Και στον εμφύλιο τον έβαλαν στη Σάμο αρχηγό. Λοιπόν τον σκότωσαν και τον σέρνανε με το κάρο. Είναι ήρωας ο Σαλάς. Εγώ γνώρισα στη φυλακή Ικαριώτες που τραγουδούσαν τραγούδια που είχαν γραφτεί για το Σαλά. Δημοτικά τραγούδια. Αυτός έμεινε άγνωστος.

-Αισθάνεστε ότι λίγα κάνατε;

Ελάχιστα.    




                                              

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...