KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Η μεγάλη πολιτιστική αηδία


 Υπάρχει μια συναίνεση γύρω από το θέμα της κουλτούρας: υποτίθεται πως πρόκειται για μία απυρόβλητη έννοια, επειδή είναι κατ' ανάγκην προοδευτική. Την ομοφωνία αυτή θέλησα να αντικρούσω. Και αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που το βιβλίο κατάφερε να ενδιαφέρει κάποιους που συνήθιζαν να αναπαύονται σε χλιαρά νερά, όντας πεπεισμένοι πως η κουλτούρα μάς εκπαιδεύει, μας εκπολιτίζει, ώσπου στο τέλος μας σώζει κιόλας.

Υπήρξαν κατά το παρελθόν διαστήματα περιόδων που η κουλτούρα ήταν σε θέση να υποστηρίζει μαζικές δυνατότητες χειραφέτησης. Διαλέγω συχνά για παράδειγμα το πρόσωπο του Ζακ του μοιρολάτρη του Ντιντερό ή τον Φιγκαρό του Μπωμαρσαί: πρόκειται για αυτοδίδακτα άτομα που απαλλάσσουν τον εαυτό τους από την ιδιότητα του υπηρέτη επειδή έχουν διαβάσει βιβλία και μπορούν να κατατροπώνουν το αφεντικό τους. Ο Ρανσιέρ έχει δουλέψει πολύ πάνω σ' αυτό το ζήτημα πέρα από τη λογοτεχνική προσέγγιση, και ειδικότερα πάνω στη συγκρότηση μιας αυτοδίδακτης εργατικής νοημοσύνης που στρέφεται στη χειραφέτηση. Η νοημοσύνη αυτή επέτρεπε στους εργάτες να αντιλαμβάνονται την ισότητα με τους δικούς τους όρους.

Πράγματι, σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες είδαμε να πραγματοποιείται μια συνεργία μεταξύ της κουλτούρας και μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στη χειραφέτηση. Αλλά τρέφει ψευδαισθήσεις όποιος νομίζει πως πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κουλτούρας, ένα δομικό στοιχείο της στο διηνεκές. Με το που αρχίζει η εποχή των πολιτιστικών βιομηχανιών, της κρατικοποίησης της κουλτούρας, αυτό χάνεται τελείως. Πόσο μάλλον μετά το 1981 και το κύμα Λανγκ (πρώην υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις Μιτεράν). Έκτοτε, η κουλτούρα γίνεται ένα είδος ρευστής επιφάνειας που δεν έχει καμία διακριτή άκρη: όλα είναι κουλτούρα. Και η κουλτούρα γίνεται τότε ένας τρόπος διακυβέρνησης μεταξύ άλλων.

Το γεγονός αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις. Από τη στιγμή που εισέρχεται κανείς στον κόσμο της κουλτούρας είναι ήδη εγκλωβισμένος σε έναν μηχανισμό που διαχωρίζει τους παραγωγούς από τους καταναλωτές. Ακόμη κι όταν υπάρχει η διάθεση να καταπολεμηθεί ο ελιτισμός της κουλτούρας, αυτοί οι φραγμοί παραμένουν. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του "εκδημοκρατισμού της κουλτούρας", θεατές μεταφέρονται με πούλμαν από τα προάστια στο Θέατρο της Κομμούνας του Ομπερβιγιέ. Είναι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, εργάτες κ.λπ. Γιατί όχι; Μόνο που θεωρούμε πως εφόσον η κουλτούρα φεύγει από το παραδοσιακό αστικό κοινό της, το συμβόλαιο τηρείται. Δεν είναι όμως έτσι. Για να αλλάξει κάτι, για να ενταχθούν τα αντικείμενα της τέχνης σε πολιτικές συνεργίες, δεν αρκεί να διευρυνθεί το κοινό. Όσο διατηρείται αυτό το παιχνίδι του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγών και δημιουργών στο πεδίο της τέχνης από τη μια κι ενός κοινού που καταναλώνει από την άλλη, διαιωνίζεται ένας φραγμός. Γι' αυτόν το λόγο πρέπει να σκεφτούμε τους όρους μιας οικειοποίησης της τέχνης από τα ίδια τα υποκείμενα, να προβάλουμε το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του καθενός. Αυτό κι αν είναι δύσκολο! Είναι όμως κάτι που βλέπουμε να εμφανίζεται σε όλα τα χειραφετικά γεγονότα. Ακόμη και μια απλή απεργία με κατάληψη αρκεί για να δημιουργήσει τις συνθήκες: ο κόσμος αρχίζει να κατασκευάζει πράγματα, να οργανώνεται ο ίδιος... Όταν η κοινότητα αφυπνίζεται, υπάρχουν νέες ελπίδες για την τέχνη. Είναι οι δυναμικές που ωθούν τους ανθρώπους να εφευρίσκουν άλλα προφίλ, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Δημιουργούνται ρήγματα στον συνηθισμένο χρόνο, στιγμές παύσης. Και στις ρωγμές αυτές μπορούν να εισχωρήσουν πρακτικές που θα επιτρέψουν νέες προοπτικές.

Για μένα φυσικά –είναι θέμα γενιάς– ο Μάης του '68 αντιστοιχεί σε μια παραδειγματική στιγμή αυτής της διαδικασίας. Είχε εφευρεθεί τότε αυθόρμητα μια ποίηση του δρόμου: εκφραζόταν στους τοίχους, στις προκηρύξεις, στις αφίσες κ.λπ. Δεν είναι παράξενο που ο καταστασιασμός γνώρισε την πλήρη ακμή του στον αστερισμό του Μάη: τοποθετήθηκε ακριβώς στο σημείο ζεύξης ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές και τις καλλιτεχνικές πρακτικές.

Δεν είναι μόνο το ζήτημα του κράτους, των μηχανισμών εξουσίας. Υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Σήμερα όλα οδεύουν προς μία συρρίκνωση των δυνατοτήτων χειραφέτησης των υποκειμένων. Και στη διαδικασία αυτή, η κουλτούρα παίζει καθοριστικό ρόλο, επειδή είναι ένα απόλυτα αποτελεσματικό κέλυφος για ανοσοποιημένα υποκείμενα.

Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, πολλών ειδών κελύφη: υγειονομικά, αστυνομικά... και πολιτιστικά. Αυτά τα τελευταία ιδίως είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Το κοινό πολιτιστικό κέλυφος γίνεται ένα είδος κλειστού σάκου που κουβαλάμε παντού. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διασχίσει μία πόλη χωρίς να έχει ακούσει έναν θόρυβο, χωρίς να διασταυρωθεί με ένα βλέμμα ή να έχει την παραμικρή εμπειρία του αστικού χώρου. Το υποκείμενο αναδιπλώνεται στον εαυτό του με τα προσθετικά μέλη του –το κινητό, το MP3 player– μέσω των οποίων μετακινείται όπως μέσα σε μια φούσκα.

Είναι βέβαιο πως η τεχνολογία συμβάλλει σ' αυτό το ρεύμα μέσα από διάφορους μηχανισμούς. Η καινοτομία έχει γίνει νοσηρή, βοηθάει την εξημέρωση. Δεν είναι όμως η τεχνολογία καθαυτή που ευθύνεται γι' αυτό, είναι η όλη συνδεσμολογία. Κατασκευάζεται έτσι μία ανθρωπότητα μέσα σε σελοφάν, η οποία αποστρέφεται την επαφή και κινείται διαρκώς στο πλαίσιο της κοινωνικής προσποίησης. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται αφορά την εκπληκτική ζωτικότητα και εμμονή όλων αυτών που εργάζονται για την απόκτηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος, όπου οι καινοτομίες οδηγούν συχνά σε μια ακόμα χειρότερη χρήση. Ο εμπνευσμένος από τον Φλωμπέρ λόγος της δεκαετίας του '60 που σάρκαζε την ηλιθιότητα της αστικής τάξης είναι πια ξεπερασμένος. Κι αυτό επειδή η κυρίαρχη τάξη έδειξε μια εντυπωσιακή αντοχή και μια διαρκή ικανότητα να καινοτομεί ώστε να ανακάμπτει, να ορθοποδίζει, να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, κάτι που προϋποθέτει την κατοχή της τεχνολογίας. Μόνο το Ίντερνετ ξεφεύγει λίγο από τoν απόλυτο έλεγχο, αλλά κι αυτό μάλλον δεν θα κρατήσει για πολύ.

Δεν μπορούμε, βέβαια, να χαρακτηρίσουμε μια δεδομένη περίοδο ως την περίοδο όπου η πολιτιστική σφαίρα έρχεται να υπερκεράσει την πολιτική σφαίρα: υπήρξαν αλληλοκαλύψεις, μία στρωματοποίηση με διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Η αλλαγή που σημειώθηκε την περίοδο Μιτεράν ήταν καίρια. Είναι μια θεμελιακή στιγμή της πολιτικής ιστορίας της σύγχρονης Γαλλίας, επειδή, εκτός των άλλων, η έλευση της αριστεράς στην εξουσία έδωσε αφορμή για μια παρεξήγηση: ένα μέρος του λαϊκού πληθυσμού πίστεψε ότι η κοινωνία θα άλλαζε εφεξής πραγματικά. Δεν συνέβη όμως: μπήκαμε σε μια ατελείωτη περίοδο, δεκατέσσερα χρόνια μονοκρατορίας, όπου μόνο το περιτύλιγμα άλλαξε. Και το χειρότερο, η κατάσταση επιδεινώθηκε: όλα άρχισαν πλέον να λειτουργούν στο μοτίβο των χαμένων προσδοκιών, της απάτης, κάτι που δημιούργησε μια πραγματική συλλογική πολιτική κατάπτωση. Τότε είναι που εξαφανίζονται τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, που το πολιτικό παύει να νοείται με όρους συγκρουσιακούς. Με τις δύο επταετίες Μιτεράν, οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται θολές και η κοινωνία κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά προς την πολιτιστική δημοκρατία: όλα ισοδυναμούν με όλα, οι πολιτικές θέσεις παύουν να λογαριάζονται. Μια πολύ δυνατή στιγμή της καταστροφής της πολιτικής.

Alain Brossat

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Ενα επίκαιρο βιβλίο που χάθηκε το 1926


 Γιάννης Σιώτος*

Στις 19 Μαρτίου 2015, η «Le Monde» δημοσίευσε ένα άρθρο της Virginia Bart, με τίτλο η «Ιστορία ενός βιβλίου». Το άρθρο επικεντρωνόταν σε ένα «Χαμένο» βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία το 1918 και εξαφανίστηκε το 1926, που αφορούσε την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, που έγινε από τους Γερμανούς στη γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, τη σημερινή Ναμίμπια.

Εναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2016, η γερμανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει την εξόντωση των 90.000 Χερέρο και Νάμα Χερέρο και των Νάμα ως γενοκτονία. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, πραγματοποιείται σχετική έκθεση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου του Βερολίνου.

Τον Μάιο 2021, η γερμανική κυβέρνηση της Μέρκελ αποδέχτηκε το αίτημα της Ναμίμπια για την πληρωμή αποζημιώσεων. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, ανακοίνωσε πως «ως μια χειρονομία αναγνώρισης για τα αμέτρητα δεινά που υπέστησαν τα θύματα», η Γερμανία «θα στηρίξει τη Ναμίμπια και τους απογόνους των θυμάτων με ένα ουσιώδες πρόγραμμα ύψους 1,1 δισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη». Το επινοητικό Βερολίνο που για χρόνια απέρριπτε το αίτημα αποζημιώσεων, επειδή θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο για αξιώσεις άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Ελλάδας, ανακάλυψε το «ταμείο» για να παρακάμψει τα «προηγούμενα».

Αν μελετήσει κανείς τη γερμανική δραστηριότητα στη Νοτιοδυτική Αφρική, θα διαπιστώσει ότι πολλά από αυτά που χαρακτηρίζονταν ως ναζιστικές «καινοτομίες» είχαν δοκιμαστεί σ' αυτήν τη γωνιά της Αφρικής από το 1884. Θα ανακαλύψει τον Χάινριχ Γκέρινγκ, πατέρα του Χέρμαν Γκέρινγκ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, όπως το περίφημο νησί του Καρχαρία (Shark Island), τη συστηματική εξόντωση ανθρώπων με την ασιτία και τη δίψα, τη συστηματική αρπαγή γης (από το 1882 η γερμανική κυβέρνηση έχει οικειοποιηθεί σχεδόν 46 εκατομμύρια εκτάρια), τα βασανιστήρια...

Θα βρει νόμους για τη φυλετική ανισότητα και την απαγόρευση των μικτών γάμων. Θα μάθει για τις ανθρωπολογικές θεωρίες που βασίζονταν σε φυλετικούς διαχωρισμούς και για τις ιατρικές μελέτες του Παθολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου που επιστήμονες ανέλαβαν να αποδείξουν την ιεραρχική διαφορά μεταξύ Ευρωπαίων και Αφρικανών, μελετώντας κρανία Nama και Herero. Συγκλονίζει η συστηματική καταναγκαστική εργασία.

Από το 1907, όλοι οι Αφρικανοί άνω των επτά ετών έπρεπε να φορούν αριθμημένα πάσο που συνδέονται με την καταναγκαστική εργασία. Οι Χερέρο δίδονταν ως εργάτες στους αποίκους. Οι κρατούμενοι στο νησί του Καρχαρία διατέθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες που είχαν αναλάβει την κατασκευή σιδηροδρόμων και του λιμανιού, καθώς και την ισοπέδωσή του με εκρηκτικά. Οι περισσότεροι πέθαναν από αρρώστιες, πείνα και κακουχία. Υπάρχουν έγγραφες αναφορές Γερμανού τεχνικού, που παραπονιόταν ότι από τους 1.600 εργάτες Nama είχαν απομείνει μόλις 30-40 διαθέσιμοι για εργασία. Υπολογίζεται ότι στο συγκεκριμένο στρατόπεδο καθημερινά καταγράφονταν 7 - 8 θάνατοι σκλάβων εργατών.

Αυτό όμως που είναι εξαιρετικά διδακτικό και επίκαιρο αφορά τον κυνισμό των υπερδυνάμεων της εποχής και την ευκολία με την οποία ευνουχίζουν την ιστορία, αποκρύπτοντας, διαστρεβλώνοντας και συσκοτίζοντας. Το «Χαμένο βιβλίο» στο οποίο αναφερόταν η Le Monde ήταν η «Εκθεση για τους ιθαγενείς της Νοτιοδυτικής Αφρικής και τη μεταχείρισή τους από τη Γερμανία», που συντάχθηκε από τον ταγματάρχη Thomas Leslie O'Reilly, στα τέλη του 1917. Μια έρευνα 212 σελίδων, που χωρίζεται σε δύο ενότητες: Η πρώτη είχε τίτλο «Natives and German Administration» και η δεύτερη «Natives and the Criminal Law». Περιέχει 47 μαρτυρίες, ιατρική έκθεση για τις γερμανικές μεθόδους τιμωρίας, έγγραφα, επιστολές διαμαρτυρίας και δικαστικούς φακέλους. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στο βρετανικό Κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1918.

Το 1919, το Γερμανικό Αποικιακό Γραφείο δημοσίευσε επίσημη απάντηση, στην οποία υποστήριζε ότι «ένας αμόρφωτος μαύρος» δεν έχει ιδέα για τη διαφορά μεταξύ γεγονότος και φαντασίας, ακυρώνοντας τις μαρτυρίες του. Οι 51 μάρτυρες, κατά τους Γερμανούς, ήταν... φαντασιόπληκτοι.

Το 1926, η Μεγάλη Βρετανία και η Νότια Αφρική διέταξαν την «ολική καταστροφή» του βιβλίου, ως πράξη μεταπολεμικής συμφιλίωσης. Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή συνδέεται με την εισδοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, που ολοκληρώθηκε την ίδια χρονιά.

Οι αλήθειες αυτές είναι εξαιρετικά επίκαιρες αλλά και χρήσιμες για όποιον θέλει να ανακαλύψει τον ρόλο και τα όρια της σκοπιμότητας στην πολιτική. Η ηθική, η αρετή, η δικαιοσύνη και όλα όσα επικαλούνται οι ηγεσίες για να αιτιολογήσουν τη δράση τους, είναι τόσο εύπλαστες και προσαρμοστικές όσο αυτές των πρωταγωνιστών της ιστορίας των Χερέρο και των Νάμα. Και αυτό ισχύει τόσο για τη διαχείριση των εσωτερικών προβλημάτων όσο και για τα ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα.

* δημοσιογράφος, συγγραφέας

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/332381_ena-epikairo-biblio-poy-hathike-1926

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...