Είσοδος
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα
εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο• στην τσέπη μου έναν Οδηγό• τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
...
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
Ι
Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού
που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί
στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων.
.Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα
στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει
τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου
αρέσουν.
…
XXVII
Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί
που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας.
Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να
την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ' έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη
θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα
μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.
Το 'κοψα και το 'φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα
ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ' αυτή τη στυφή από αλήθεια
ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ' ελαφρύ
βήμα και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου
έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο,
μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
XXVIII
Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα
«θάλασσα». Θ' αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους
θ' αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα 'ναι χαραγμένη πάνω
στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μέσ' απ'
αυτήν, όταν σκύβουμε όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του
νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και
κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια
που ακουμπάνε το 'να στ' άλλο, και τ' αμπέλια που κοιμούνται
σαν μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.
Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες
κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη
κατεύθυνση την ύλη• τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις
προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο
αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και
πραγματικός ηθικός μας ήλιος.
Έξοδος
ΑΛΛ' ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ
ακούει κανένας. Πάει ψηλά
ολοένα καιούμενο του Παραδείσου το πουλί. Κι όλες οι Παναγίες οι
ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα
έμειναν τα μάτια.
Έρμα 'ν' τα μάτια
Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τους αθώους κι
ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατεβαίνω
σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας
Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και
μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυχίες
και τ' αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπορος
να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...