KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Η κανονικότητα ως έκτακτη ανάγκη

 

Θωμάς Τσαλαπάτης

Μηνύματα από το 112 να στριγκλίζουν στο κινητό, έντρομοι παρουσιαστές τυλιγμένοι με τα ρεπορτάζ της επικείμενης συντέλειας, υποδείξεις και προστακτικές από μέλη της κυβέρνησης προς τους πολίτες. Η Αθήνα να περιγράφεται ως ανοχύρωτη πόλη που περιμένει τον εχθρό να παρελάσει στους δρόμους της.

Και έξω ένα χιονάκι ανεμικό, καχεκτικό, σαν πιτυρίδα που ο άνεμος παρέσυρε από τους ώμους των βουνών. Μια ελάχιστη στρώση στα καπό των αυτοκινήτων. Και μαζί δρόμοι ερημωμένοι από τον φόβο, πρόστιμα, σχολεία κλειστά, τηλεργασία και τηλεκπαίδευση. Στο ευρύτερο κέντρο τίποτα περισσότερο από μια ερειπωμένη λασπουριά. Μια ακόμη γελοιότητα με κυβερνητική σφραγίδα.

Είναι η συντέλεια που δεν ήρθε. Η βολική καταστροφή. Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ήρθε. Αρα κανείς δεν πρέπει να απολογηθεί για ζημιές, να διορθώσει, να αποζημιώσει. Και, δεύτερον, γιατί λειτουργεί με έναν τρόπο τέτοιο που υπενθυμίζει. Λαδώνει τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Τα αντανακλαστικά αυτά που μας υπενθυμίζουν το πώς ακολουθείται μια μαζική διαταγή, το πώς κάποιος πειθαρχεί σε ένα αυτόκλητο μαζικό συμφέρον, στο πώς η ευθύνη περνά από το κράτος στο άτομο.

Γιατί αυτή η διαρκής υπενθύμιση της (ενδεχόμενης) καταστροφής δεν είναι μέριμνα. Είναι η αποποίηση ευθύνης για οτιδήποτε συμβαίνει εκεί έξω και ταυτόχρονα η υπενθύμιση αυτής της αποποίησης. Μια υπενθύμιση που στην πραγματικότητα έχει σκοπό την αποφυγή της υλικής μέριμνας, των υποδομών, των πραγματικών μέτρων που το κράτος οφείλει να παίρνει όταν σχεδιάζει τις πόλεις και τους όρους με τους οποίους υπάρχει η καθημερινότητα των πολιτών του. Είναι η ατομική ευθύνη ως θάνατος του κοινωνικού ιστού.

Η καραντίνα έχει γίνει βασική προϋπόθεση κατανόησης των παραμέτρων της ζωής και της συμπεριφοράς μας. Τόσο για το πώς μας αντιμετωπίζουν από την πλευρά της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού όσο και στο πώς πειθαρχούμε στην αντιμετώπιση αυτή. Πώς την έχουμε ενσαρκώσει. Με γκρίνια και ενόχληση ενδεχομένως, αλλά αποτελεσματικά από την άλλη.

Χωρίς συλλογικές αμφισβητήσεις στο πλαίσιο μιας εκλογίκευσης των συνθηκών, χωρίς πραγματικές και διατυπωμένες απαιτήσεις προς το κράτος και την κυβέρνηση. Ως έναν τρόπο να σκύβουμε το κεφάλι, να πειθαρχούμε και ενδεχομένως να αποφεύγουμε να δώσουμε σημασία σε αυτό το περιστασιακό τσίμπημα που πάει και έρχεται, το τσίμπημα αυτό που ταυτίζεται με τη συνείδησή μας.

Υπερβολές θα μου πείτε, εύκολη κριτική, κατάλοιπα από την εποχή της καραντίνας. Δεν είναι όμως έτσι. Αν κάτι καταλαβαίνουμε από τους όρους της πειθάρχησης στην πραγματική ζωή στην εποχή των μεταδημοκρατιών, είναι πως αυτή δεν περιορίζει με ολοκληρωτικούς όρους (όπως π.χ. στις δυστοπικές αφηγήσεις για καταπιεστικά καθεστώτα) αλλά με μικρές επιβολές και μετατοπίσεις. Με μικρά πραξικοπήματα συμμόρφωσης. Με μια μικρής κλίμακας εισβολή στη συλλογική κανονικότητα.

Το να κάνει κρύο τον χειμώνα και για μια ή δύο μέρες να χιονίζει είναι κανονικότητα. Το να βρέχει το φθινόπωρο και να κάνει ζέστη το καλοκαίρι είναι κανονικότητα. Αυτό που δεν είναι κανονικότητα είναι να πεθαίνουν άνθρωποι εξαιτίας αυτών των απολύτως προβλέψιμων φαινομένων. Το να απουσιάζει το κράτος από κάθε ανάγκη που μπορεί να προκύψει και να βαφτίζει μέριμνα την απαγόρευση της κανονικότητας. Λόγω του οποιουδήποτε κινδύνου που μπορεί να εμφανιστεί. Εξαιτίας της δικής του συνειδητής απουσίας.

Οταν η κανονικότητα βαφτίζεται έκτακτη ανάγκη, τότε αυτόματα η έκτακτη ανάγκη μετατρέπεται σε κανονικότητα.

 https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/378136_i-kanonikotita-os-ektakti-anagki


Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Η μεγάλη πολιτιστική αηδία


 Υπάρχει μια συναίνεση γύρω από το θέμα της κουλτούρας: υποτίθεται πως πρόκειται για μία απυρόβλητη έννοια, επειδή είναι κατ' ανάγκην προοδευτική. Την ομοφωνία αυτή θέλησα να αντικρούσω. Και αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που το βιβλίο κατάφερε να ενδιαφέρει κάποιους που συνήθιζαν να αναπαύονται σε χλιαρά νερά, όντας πεπεισμένοι πως η κουλτούρα μάς εκπαιδεύει, μας εκπολιτίζει, ώσπου στο τέλος μας σώζει κιόλας.

Υπήρξαν κατά το παρελθόν διαστήματα περιόδων που η κουλτούρα ήταν σε θέση να υποστηρίζει μαζικές δυνατότητες χειραφέτησης. Διαλέγω συχνά για παράδειγμα το πρόσωπο του Ζακ του μοιρολάτρη του Ντιντερό ή τον Φιγκαρό του Μπωμαρσαί: πρόκειται για αυτοδίδακτα άτομα που απαλλάσσουν τον εαυτό τους από την ιδιότητα του υπηρέτη επειδή έχουν διαβάσει βιβλία και μπορούν να κατατροπώνουν το αφεντικό τους. Ο Ρανσιέρ έχει δουλέψει πολύ πάνω σ' αυτό το ζήτημα πέρα από τη λογοτεχνική προσέγγιση, και ειδικότερα πάνω στη συγκρότηση μιας αυτοδίδακτης εργατικής νοημοσύνης που στρέφεται στη χειραφέτηση. Η νοημοσύνη αυτή επέτρεπε στους εργάτες να αντιλαμβάνονται την ισότητα με τους δικούς τους όρους.

Πράγματι, σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες είδαμε να πραγματοποιείται μια συνεργία μεταξύ της κουλτούρας και μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στη χειραφέτηση. Αλλά τρέφει ψευδαισθήσεις όποιος νομίζει πως πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κουλτούρας, ένα δομικό στοιχείο της στο διηνεκές. Με το που αρχίζει η εποχή των πολιτιστικών βιομηχανιών, της κρατικοποίησης της κουλτούρας, αυτό χάνεται τελείως. Πόσο μάλλον μετά το 1981 και το κύμα Λανγκ (πρώην υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις Μιτεράν). Έκτοτε, η κουλτούρα γίνεται ένα είδος ρευστής επιφάνειας που δεν έχει καμία διακριτή άκρη: όλα είναι κουλτούρα. Και η κουλτούρα γίνεται τότε ένας τρόπος διακυβέρνησης μεταξύ άλλων.

Το γεγονός αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις. Από τη στιγμή που εισέρχεται κανείς στον κόσμο της κουλτούρας είναι ήδη εγκλωβισμένος σε έναν μηχανισμό που διαχωρίζει τους παραγωγούς από τους καταναλωτές. Ακόμη κι όταν υπάρχει η διάθεση να καταπολεμηθεί ο ελιτισμός της κουλτούρας, αυτοί οι φραγμοί παραμένουν. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του "εκδημοκρατισμού της κουλτούρας", θεατές μεταφέρονται με πούλμαν από τα προάστια στο Θέατρο της Κομμούνας του Ομπερβιγιέ. Είναι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, εργάτες κ.λπ. Γιατί όχι; Μόνο που θεωρούμε πως εφόσον η κουλτούρα φεύγει από το παραδοσιακό αστικό κοινό της, το συμβόλαιο τηρείται. Δεν είναι όμως έτσι. Για να αλλάξει κάτι, για να ενταχθούν τα αντικείμενα της τέχνης σε πολιτικές συνεργίες, δεν αρκεί να διευρυνθεί το κοινό. Όσο διατηρείται αυτό το παιχνίδι του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγών και δημιουργών στο πεδίο της τέχνης από τη μια κι ενός κοινού που καταναλώνει από την άλλη, διαιωνίζεται ένας φραγμός. Γι' αυτόν το λόγο πρέπει να σκεφτούμε τους όρους μιας οικειοποίησης της τέχνης από τα ίδια τα υποκείμενα, να προβάλουμε το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του καθενός. Αυτό κι αν είναι δύσκολο! Είναι όμως κάτι που βλέπουμε να εμφανίζεται σε όλα τα χειραφετικά γεγονότα. Ακόμη και μια απλή απεργία με κατάληψη αρκεί για να δημιουργήσει τις συνθήκες: ο κόσμος αρχίζει να κατασκευάζει πράγματα, να οργανώνεται ο ίδιος... Όταν η κοινότητα αφυπνίζεται, υπάρχουν νέες ελπίδες για την τέχνη. Είναι οι δυναμικές που ωθούν τους ανθρώπους να εφευρίσκουν άλλα προφίλ, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Δημιουργούνται ρήγματα στον συνηθισμένο χρόνο, στιγμές παύσης. Και στις ρωγμές αυτές μπορούν να εισχωρήσουν πρακτικές που θα επιτρέψουν νέες προοπτικές.

Για μένα φυσικά –είναι θέμα γενιάς– ο Μάης του '68 αντιστοιχεί σε μια παραδειγματική στιγμή αυτής της διαδικασίας. Είχε εφευρεθεί τότε αυθόρμητα μια ποίηση του δρόμου: εκφραζόταν στους τοίχους, στις προκηρύξεις, στις αφίσες κ.λπ. Δεν είναι παράξενο που ο καταστασιασμός γνώρισε την πλήρη ακμή του στον αστερισμό του Μάη: τοποθετήθηκε ακριβώς στο σημείο ζεύξης ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές και τις καλλιτεχνικές πρακτικές.

Δεν είναι μόνο το ζήτημα του κράτους, των μηχανισμών εξουσίας. Υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Σήμερα όλα οδεύουν προς μία συρρίκνωση των δυνατοτήτων χειραφέτησης των υποκειμένων. Και στη διαδικασία αυτή, η κουλτούρα παίζει καθοριστικό ρόλο, επειδή είναι ένα απόλυτα αποτελεσματικό κέλυφος για ανοσοποιημένα υποκείμενα.

Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, πολλών ειδών κελύφη: υγειονομικά, αστυνομικά... και πολιτιστικά. Αυτά τα τελευταία ιδίως είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Το κοινό πολιτιστικό κέλυφος γίνεται ένα είδος κλειστού σάκου που κουβαλάμε παντού. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διασχίσει μία πόλη χωρίς να έχει ακούσει έναν θόρυβο, χωρίς να διασταυρωθεί με ένα βλέμμα ή να έχει την παραμικρή εμπειρία του αστικού χώρου. Το υποκείμενο αναδιπλώνεται στον εαυτό του με τα προσθετικά μέλη του –το κινητό, το MP3 player– μέσω των οποίων μετακινείται όπως μέσα σε μια φούσκα.

Είναι βέβαιο πως η τεχνολογία συμβάλλει σ' αυτό το ρεύμα μέσα από διάφορους μηχανισμούς. Η καινοτομία έχει γίνει νοσηρή, βοηθάει την εξημέρωση. Δεν είναι όμως η τεχνολογία καθαυτή που ευθύνεται γι' αυτό, είναι η όλη συνδεσμολογία. Κατασκευάζεται έτσι μία ανθρωπότητα μέσα σε σελοφάν, η οποία αποστρέφεται την επαφή και κινείται διαρκώς στο πλαίσιο της κοινωνικής προσποίησης. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται αφορά την εκπληκτική ζωτικότητα και εμμονή όλων αυτών που εργάζονται για την απόκτηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος, όπου οι καινοτομίες οδηγούν συχνά σε μια ακόμα χειρότερη χρήση. Ο εμπνευσμένος από τον Φλωμπέρ λόγος της δεκαετίας του '60 που σάρκαζε την ηλιθιότητα της αστικής τάξης είναι πια ξεπερασμένος. Κι αυτό επειδή η κυρίαρχη τάξη έδειξε μια εντυπωσιακή αντοχή και μια διαρκή ικανότητα να καινοτομεί ώστε να ανακάμπτει, να ορθοποδίζει, να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, κάτι που προϋποθέτει την κατοχή της τεχνολογίας. Μόνο το Ίντερνετ ξεφεύγει λίγο από τoν απόλυτο έλεγχο, αλλά κι αυτό μάλλον δεν θα κρατήσει για πολύ.

Δεν μπορούμε, βέβαια, να χαρακτηρίσουμε μια δεδομένη περίοδο ως την περίοδο όπου η πολιτιστική σφαίρα έρχεται να υπερκεράσει την πολιτική σφαίρα: υπήρξαν αλληλοκαλύψεις, μία στρωματοποίηση με διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Η αλλαγή που σημειώθηκε την περίοδο Μιτεράν ήταν καίρια. Είναι μια θεμελιακή στιγμή της πολιτικής ιστορίας της σύγχρονης Γαλλίας, επειδή, εκτός των άλλων, η έλευση της αριστεράς στην εξουσία έδωσε αφορμή για μια παρεξήγηση: ένα μέρος του λαϊκού πληθυσμού πίστεψε ότι η κοινωνία θα άλλαζε εφεξής πραγματικά. Δεν συνέβη όμως: μπήκαμε σε μια ατελείωτη περίοδο, δεκατέσσερα χρόνια μονοκρατορίας, όπου μόνο το περιτύλιγμα άλλαξε. Και το χειρότερο, η κατάσταση επιδεινώθηκε: όλα άρχισαν πλέον να λειτουργούν στο μοτίβο των χαμένων προσδοκιών, της απάτης, κάτι που δημιούργησε μια πραγματική συλλογική πολιτική κατάπτωση. Τότε είναι που εξαφανίζονται τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, που το πολιτικό παύει να νοείται με όρους συγκρουσιακούς. Με τις δύο επταετίες Μιτεράν, οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται θολές και η κοινωνία κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά προς την πολιτιστική δημοκρατία: όλα ισοδυναμούν με όλα, οι πολιτικές θέσεις παύουν να λογαριάζονται. Μια πολύ δυνατή στιγμή της καταστροφής της πολιτικής.

Alain Brossat

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Ενα επίκαιρο βιβλίο που χάθηκε το 1926


 Γιάννης Σιώτος*

Στις 19 Μαρτίου 2015, η «Le Monde» δημοσίευσε ένα άρθρο της Virginia Bart, με τίτλο η «Ιστορία ενός βιβλίου». Το άρθρο επικεντρωνόταν σε ένα «Χαμένο» βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία το 1918 και εξαφανίστηκε το 1926, που αφορούσε την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, που έγινε από τους Γερμανούς στη γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, τη σημερινή Ναμίμπια.

Εναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2016, η γερμανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει την εξόντωση των 90.000 Χερέρο και Νάμα Χερέρο και των Νάμα ως γενοκτονία. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, πραγματοποιείται σχετική έκθεση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου του Βερολίνου.

Τον Μάιο 2021, η γερμανική κυβέρνηση της Μέρκελ αποδέχτηκε το αίτημα της Ναμίμπια για την πληρωμή αποζημιώσεων. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, ανακοίνωσε πως «ως μια χειρονομία αναγνώρισης για τα αμέτρητα δεινά που υπέστησαν τα θύματα», η Γερμανία «θα στηρίξει τη Ναμίμπια και τους απογόνους των θυμάτων με ένα ουσιώδες πρόγραμμα ύψους 1,1 δισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη». Το επινοητικό Βερολίνο που για χρόνια απέρριπτε το αίτημα αποζημιώσεων, επειδή θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο για αξιώσεις άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Ελλάδας, ανακάλυψε το «ταμείο» για να παρακάμψει τα «προηγούμενα».

Αν μελετήσει κανείς τη γερμανική δραστηριότητα στη Νοτιοδυτική Αφρική, θα διαπιστώσει ότι πολλά από αυτά που χαρακτηρίζονταν ως ναζιστικές «καινοτομίες» είχαν δοκιμαστεί σ' αυτήν τη γωνιά της Αφρικής από το 1884. Θα ανακαλύψει τον Χάινριχ Γκέρινγκ, πατέρα του Χέρμαν Γκέρινγκ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, όπως το περίφημο νησί του Καρχαρία (Shark Island), τη συστηματική εξόντωση ανθρώπων με την ασιτία και τη δίψα, τη συστηματική αρπαγή γης (από το 1882 η γερμανική κυβέρνηση έχει οικειοποιηθεί σχεδόν 46 εκατομμύρια εκτάρια), τα βασανιστήρια...

Θα βρει νόμους για τη φυλετική ανισότητα και την απαγόρευση των μικτών γάμων. Θα μάθει για τις ανθρωπολογικές θεωρίες που βασίζονταν σε φυλετικούς διαχωρισμούς και για τις ιατρικές μελέτες του Παθολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου που επιστήμονες ανέλαβαν να αποδείξουν την ιεραρχική διαφορά μεταξύ Ευρωπαίων και Αφρικανών, μελετώντας κρανία Nama και Herero. Συγκλονίζει η συστηματική καταναγκαστική εργασία.

Από το 1907, όλοι οι Αφρικανοί άνω των επτά ετών έπρεπε να φορούν αριθμημένα πάσο που συνδέονται με την καταναγκαστική εργασία. Οι Χερέρο δίδονταν ως εργάτες στους αποίκους. Οι κρατούμενοι στο νησί του Καρχαρία διατέθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες που είχαν αναλάβει την κατασκευή σιδηροδρόμων και του λιμανιού, καθώς και την ισοπέδωσή του με εκρηκτικά. Οι περισσότεροι πέθαναν από αρρώστιες, πείνα και κακουχία. Υπάρχουν έγγραφες αναφορές Γερμανού τεχνικού, που παραπονιόταν ότι από τους 1.600 εργάτες Nama είχαν απομείνει μόλις 30-40 διαθέσιμοι για εργασία. Υπολογίζεται ότι στο συγκεκριμένο στρατόπεδο καθημερινά καταγράφονταν 7 - 8 θάνατοι σκλάβων εργατών.

Αυτό όμως που είναι εξαιρετικά διδακτικό και επίκαιρο αφορά τον κυνισμό των υπερδυνάμεων της εποχής και την ευκολία με την οποία ευνουχίζουν την ιστορία, αποκρύπτοντας, διαστρεβλώνοντας και συσκοτίζοντας. Το «Χαμένο βιβλίο» στο οποίο αναφερόταν η Le Monde ήταν η «Εκθεση για τους ιθαγενείς της Νοτιοδυτικής Αφρικής και τη μεταχείρισή τους από τη Γερμανία», που συντάχθηκε από τον ταγματάρχη Thomas Leslie O'Reilly, στα τέλη του 1917. Μια έρευνα 212 σελίδων, που χωρίζεται σε δύο ενότητες: Η πρώτη είχε τίτλο «Natives and German Administration» και η δεύτερη «Natives and the Criminal Law». Περιέχει 47 μαρτυρίες, ιατρική έκθεση για τις γερμανικές μεθόδους τιμωρίας, έγγραφα, επιστολές διαμαρτυρίας και δικαστικούς φακέλους. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στο βρετανικό Κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1918.

Το 1919, το Γερμανικό Αποικιακό Γραφείο δημοσίευσε επίσημη απάντηση, στην οποία υποστήριζε ότι «ένας αμόρφωτος μαύρος» δεν έχει ιδέα για τη διαφορά μεταξύ γεγονότος και φαντασίας, ακυρώνοντας τις μαρτυρίες του. Οι 51 μάρτυρες, κατά τους Γερμανούς, ήταν... φαντασιόπληκτοι.

Το 1926, η Μεγάλη Βρετανία και η Νότια Αφρική διέταξαν την «ολική καταστροφή» του βιβλίου, ως πράξη μεταπολεμικής συμφιλίωσης. Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή συνδέεται με την εισδοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, που ολοκληρώθηκε την ίδια χρονιά.

Οι αλήθειες αυτές είναι εξαιρετικά επίκαιρες αλλά και χρήσιμες για όποιον θέλει να ανακαλύψει τον ρόλο και τα όρια της σκοπιμότητας στην πολιτική. Η ηθική, η αρετή, η δικαιοσύνη και όλα όσα επικαλούνται οι ηγεσίες για να αιτιολογήσουν τη δράση τους, είναι τόσο εύπλαστες και προσαρμοστικές όσο αυτές των πρωταγωνιστών της ιστορίας των Χερέρο και των Νάμα. Και αυτό ισχύει τόσο για τη διαχείριση των εσωτερικών προβλημάτων όσο και για τα ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα.

* δημοσιογράφος, συγγραφέας

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/332381_ena-epikairo-biblio-poy-hathike-1926

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Ντιέγκο Ριβέρα από την αυτοβιογραφία του σχετικά με τη «συνάντησή» του με τον Χίτλερ στη Γερμανία του Μεσοπολέμου


 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια εξιστόρηση του μεγάλου Μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα από την αυτοβιογραφία του σχετικά με τη «συνάντησή» του με τον Χίτλερ στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.

...''Το 1928, η Γερμανία ήταν στα πρόθυρα μιας κρίσης που, κατά τον επόμενο χρόνο, θα γινόταν παγκόσμια. Τα μεγάλα γερμανικά καρτέλ κατρακυλούσαν στην πτώχευση, το ένα μετά το άλλο. Υπήρξε ένα κύμα αυτοκτονιών μεταξύ της αστικής τάξης. Ο Ούγκο Στίνες, επικεφαλής της βιομηχανίας χάλυβα, ο ναύαρχος φον Τίρπιτζ, ένας εφοπλιστής, και ο Δρ Σάιντεμαν, το αφεντικό της χημικής βιομηχανίας, όλοι έβαλαν τα περίστροφα στα κεφάλια τους και τίναξαν τα μυαλά τους.

Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Αισθάνθηκα την παρουσία της σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.

Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ κοντά στο Βερολίνο.

Από πίσω από μια συστάδα δέντρων στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό δρυιδικό φυτό. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ρούχα, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ για μια μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από το “θεό” συγκεντρωνόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Κάθε πεδίο της γερμανικής “Κουλτούρας” εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.

Η πομπή σταμάτησε και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα πραγματικά λάμβαναν χώρα μπροστά στα μάτια μου.

Κανείς ανάμεσα στους Γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο ξηράς μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να απορρίπτει ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.

Λίγες μέρες αργότερα είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συνάντηση στο Βερολίνο, ένα τετράγωνο πριν από ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του συγκροτήματος. Η οικοδομή αυτή ήταν η έδρα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.

Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστών εργατών. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που ήταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ ερμήνευε τα σχόλιά μου για τον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ για μένα.

Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που έβλεπαν μια απειλή σε αυτόν δειλούς ή ανόητους.

Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του και να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια έκανε μια κίνηση για σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος έγινε απολύτως σιωπηλό.

Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σε αυτόν πρέπει να ανατάραξε τα βαθύτερα κέντρα των Γερμανών ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα να ρέει μεταξύ του και του πλήθους. Τόσο βαθύ ήταν που, όταν τελείωσε, μετά από δύο ώρες ομιλίας, υπήρξε ένα δευτερόλεπτο πλήρους σιγής. Ούτε καν οι κομμουνιστικές ομάδες νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Τότε η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.

Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος τώρα, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά καταθλιπτικά.

Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε, «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;»

Αυτό που έτρεχε με μένα, τον ενημέρωσα, είναι ότι είχα γεμίσει με προαισθήματα. Είχα ένα προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές εδώ επέτρεπαν στον Χίτλερ να φύγει από τον τόπο ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια.

Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ μόνο γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία μου ως καλλιτέχνη. «Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες τι ανοησίες μετέφρασα για σένα;»

Και εγώ απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες είναι επίσης στα κεφάλια των ακροατών, μανιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα τα καπιταλιστικά χρήματα πίσω του. Με αυτά μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες και να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ, τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».

Αλλά αυτό έκανε τους Γερμανούς συντρόφους μου να γελούν ακόμα δυνατότερα. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε, «Φυσικά, είναι καλύτερο να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».

Αυτό μου προκάλεσε μόνο περισσότερη κατάθλιψη, και επανέλαβα τους φόβους μου. Τώρα πλέον, ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, τότε σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Είχε παρατηρήσει ότι ο κόσμος ακόμα χειροκροτούσε. Πριν αναχωρήσει από την πλατεία, ο Χίτλερ γύρισε και έδωσε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός και έπιασε το χέρι μου. Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Τότε χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» - «Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα».

Η τρελή μου φαντασία του καλλιτέχνη αργότερα επιβεβαιώθηκε πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.''...

 

Artwork: Detail of mural, Diego Rivera, 1933

 

https://www.facebook.com/OKTANA.by.Raskolnick/posts/3878278118871331

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Όνειρο του στρατηγού Κυ


 

Στο τέλος όμως η κυβέρνηση έβγαλε ένα νόμο

πούλεγε πως όλοι οι υπήκοοι της

είναι ευτυχισμένοι!!

Οι παραβάτες του νόμου

θα τιμωρούνται με θάνατο

Σε λίγο

υπήρχαν πραγματικά μόνο πια

ευτυχισμένοι άνθρωποι

 

Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ

Από το βιβλίο Βολφ Μπίρμαν «Στους Παλιούς Συντρόφους Μου». Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1979, σελ 36


Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Τα εξαιρετικά γεγονότα και ο Gauss


 

Μανώλης Χαιρετάκης *

Ο Carl Friedrich Gauss (1777-1856) ήταν Γερμανός μαθηματικός με σημαντικές ανακαλύψεις σε πολλά πεδία των μαθηματικών και της επιστήμης γενικότερα (1). Τα εξαιρετικά γεγονότα όπως είναι οι επιδημίες, οι τυφώνες και κυκλώνες και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις εάν θεωρηθούν μεμονωμένα, συνήθως είναι σπάνια, μέσα στα συμφραζόμενα των μεμονωμένων αυτών φαινομένων. Αλλά εάν πλατύνουμε τον ορίζοντά μας και τα θεωρήσουμε συνολικά, τότε η πιθανότητά τους για να συμβεί κάποιο από αυτά μεγαλώνει αρκετά.

Αυτό περιγράφεται λεπτομερειακά από τον αναλυτή Nassim Nicholas Taleb στο βιβλίο «Ο Μαύρος Κύκνος» (The Black Swan) που υπάρχει και στα ελληνικά. Η καμπύλη του Gauss (γνωστότερη και ως κωδωνοειδής καμπύλη ή και κανονική κατανομή) προαπαιτεί για την ορθή χρήση της μεγάλα και σωστά επιλεγμένα δείγματα πληθυσμού και τη λεπτομερειακή τήρηση όλων των αναγκαίων παραμέτρων και προδιαγραφών. Με τη σχολαστική τήρηση όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων βλέπουμε ότι οι περισσότερες μετρήσεις συγκεντρώνονται γύρω από μια τιμή και όσο απομακρυνόμαστε από αυτές τις τιμές, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, τόσο και λιγότερες μετρήσεις θα ανήκουν σε αυτές τις απομακρυσμένες τιμές. Βέβαια, όταν οι τιμές συγκεντρώνονται στο κέντρο της κατανομής, τότε έχουμε μια λεπτόκυρτη (ή συμμετρική) κατανομή. Οταν έχουμε μικρό βαθμό συγκέντρωσης γύρω από το κέντρο της κατανομής, τότε έχουμε την πλατύκυρτη κατανομή.

Ετσι, για παράδειγμα, για τον τυφώνα «Κατρίνα» που ισοπέδωσε τη Νέα Ορλεάνη στις ΗΠΑ το 2005, σαρώνοντας το ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο στρατός, ο υπεύθυνος του σώματος του Μηχανικού είχε δηλώσει ότι «για το ανάχωμα αυτό είχαμε υπολογίσει πως είχε μια πιθανότητα της τάξης του 99,5% ότι θα κρατούσε 200 με 300 χρόνια». Αλλά δεν έλαβε καθόλου υπόψη του ότι τα μεμονωμένα και εξαιρετικά φαινόμενα δεν εντάσσονται σε αυτή την ερμηνεία.

Η κωδωνοειδής καμπύλη είναι σε θέση –με αρκετή ευστοχία– να προβλέψει τη συμπεριφορά ενός συστήματος που αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό συμβάντων μικρής κλίμακας, ανεξάρτητων μεταξύ τους, όπου το ένα δεν επηρεάζει καθόλου όλα τα άλλα. Το Μηχανικό των ΗΠΑ βασίστηκε σε μια κωδωνοειδή καμπύλη που η κορυφή της είχε κατέβει αρκετά περισσότερο προς τα κάτω από την καμπύλη Gauss, μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο την πιθανότητα 0,5% σε 5% και τα 200 έως 300 χρόνια αντοχής των αναχωμάτων σε περίπου 60 χρόνια.

Τα ίδια και χειρότερα βλέπουμε με τις «προγνώσεις» των νεοφιλελεύθερων οιονεί στατιστικολόγων, που «πουλιούνται» στα ακροατήρια των ΜΜΕ σαν γεγονότα με μεγάλη πιθανότητα να συμβούν, ενώ την ίδια στιγμή αποτελούν προειλημμένες πολιτικές αποφάσεις ντυμένες με μπόλικη επιστημοσύνη, για να τις χάψουν τα προβατοποιημένα ακροατήρια, που δίνουν εμπιστοσύνη (δηλαδή πιστεύουν) στις μπαρούφες αυτών των επιστημονικών απατεώνων.

(1) Είναι ευρύτερα γνωστός για την ομώνυμη καμπύλη. Βλέπε https://www.lecturesbureau.gr/1/gaussian-curve-1690/ και users.uoa.gr/~roussosp/stats/Chapter6.pdf

* oμότιμος καθηγητής Τμήματος ΕΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών

 https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/317349_ta-exairetika-gegonota-kai-o-gauss

 

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Γενικόλογες έννοιες


 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγραψε ένα άρθρο για την εφημερίδα "Κεφάλαιο", στο οποίο υπάρχει και η εξής-πρωτότυπη, περίεργη ή όπως αλλιώς θέλει ο καθένας- φράση (αντιγράφουμε): "Πιστεύω σε μια ανοιχτή κοινωνία, όπου γεφυρώνεται η ατομική ελευθερία με τη συλλογική ευημερία. Με την προσωπική πρόοδο να αυξάνει παράλληλα και τον εθνικό πλούτο. Ώστε να ακολουθεί η Πολιτεία, που θα τον κατανέμει δίκαια και με ευαισθησία απέναντι στους πιο αδύναμους. Προϋπόθεση, όμως, για κάτι τέτοιο είναι η ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε πολίτη να μη χάνεται σε γενικόλογες έννοιες, όπως «λαός»".

Συνήθως οι πρωθυπουργοί -πλην εξαιρετικών περιπτώσεων- δεν γράφουν οι ίδιοι τις ομιλίες που κάνουν και τα κείμενα που δημοσιεύουν. Έχουν συνεργάτες επιφορτισμένους με το έργο αυτό, τους λογογράφους. Εν προκειμένω τι να υποθέσουμε; Ότι κάποιος λογογράφος είχε την "έμπνευση" να γράψει ότι ο λαός είναι "γενικόλογη έννοια" και ο πρωθυπουργός διάβασε απλώς το κείμενο; Ή, αντίθετα, ο ίδιος πιστεύει αυτό που διάβασε, δηλαδή ότι ο "λαός" είναι κάτι γενικόλογο και αφηρημένο και γι’ αυτό προτιμά την λέξη "πολίτης";

Όποια εκδοχή από τις δύο κι αν υιοθετήσουμε, ο πρωθυπουργός διέπραξε μια "φιλελεύθερη"(;) γκάφα. Διότι ο λαός δεν είναι μια "γενικόλογη έννοια", αλλά το θεμέλιο του Πολιτεύματός μας. Το πρώτο άρθρο του Συντάγματός μας λέει: "Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Εθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα".

Επίσης, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι πρωθυπουργοί-τον έδωσε και ο νυν- λέει: "Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας, Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού".

Το Σύνταγμα μιλάει για "λαϊκή" κυριαρχία και όχι κυριαρχία των "ατόμων" ή των "πολιτών", όπως φαίνεται ότι προτιμά ο κ. Μητσοτάκης ή έστω ο λογογράφος του. Για τον "ελληνικό λαό" μιλούσαν όλοι οι πρωθυπουργοί (μέχρι σήμερα) και αυτοί που προήλθαν από το κόμμα του οποίου εκείνος ηγείται σήμερα. Ουδείς διανοήθηκε ποτέ να χαρακτηρίσει τον λαό "γενικόλογη έννοια".

Η σημερινή "ανακάλυψη" του κ. Μητσοτάκη θυμίζει κάτι ανάλογο με αυτό που έχει πει η Μάργκαρετ Θάτσερ εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες: "Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνον άνδρες, γυναίκες και οι οικογένειές τους".

Οι λέξεις, έξυπνα επιλεγμένες, έχουν τη σημασία τους. "Δεν υπάρχει κοινωνία" τότε, "ο λαός είναι γενικόλογη έννοια" σήμερα. Και στα δύο είτε λέγεται ευθέως(Θάτσερ) είτε υποκρύπτεται(Μητσοτάκης) ο υπερτονισμός του "ατόμου". Είναι η περίφημη "ατομική ευθύνη", την οποία υπερτονίζουν σε κάθε ευκαιρία ο κ. Μητσοτάκης και οι συν αυτώ.

Βεβαίως, υπάρχει πάντα η ατομική ευθύνη, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Αλλά αυτή δεν καλύπτει τη συλλογική ευθύνη, εν προκειμένω την ευθύνη της Πολιτείας, την οποία κάθε φορά εκφράζει συγκεκριμένη κυβέρνηση...

https://www.news247.gr/gnomes/giwrgos-karelias/i-koinonia-tis-thatser-o-laos-toy-mitsotaki-kai-kapoies-leptomereies.9370147.html?utm_source=News247&utm_medium=gnomesHPwidget_Desk&utm_content=24MediaWidget&utm_term=Pos1 

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...