KAINOTOPIO

KAINOTOPIO
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Η μεγάλη πολιτιστική αηδία


 Υπάρχει μια συναίνεση γύρω από το θέμα της κουλτούρας: υποτίθεται πως πρόκειται για μία απυρόβλητη έννοια, επειδή είναι κατ' ανάγκην προοδευτική. Την ομοφωνία αυτή θέλησα να αντικρούσω. Και αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που το βιβλίο κατάφερε να ενδιαφέρει κάποιους που συνήθιζαν να αναπαύονται σε χλιαρά νερά, όντας πεπεισμένοι πως η κουλτούρα μάς εκπαιδεύει, μας εκπολιτίζει, ώσπου στο τέλος μας σώζει κιόλας.

Υπήρξαν κατά το παρελθόν διαστήματα περιόδων που η κουλτούρα ήταν σε θέση να υποστηρίζει μαζικές δυνατότητες χειραφέτησης. Διαλέγω συχνά για παράδειγμα το πρόσωπο του Ζακ του μοιρολάτρη του Ντιντερό ή τον Φιγκαρό του Μπωμαρσαί: πρόκειται για αυτοδίδακτα άτομα που απαλλάσσουν τον εαυτό τους από την ιδιότητα του υπηρέτη επειδή έχουν διαβάσει βιβλία και μπορούν να κατατροπώνουν το αφεντικό τους. Ο Ρανσιέρ έχει δουλέψει πολύ πάνω σ' αυτό το ζήτημα πέρα από τη λογοτεχνική προσέγγιση, και ειδικότερα πάνω στη συγκρότηση μιας αυτοδίδακτης εργατικής νοημοσύνης που στρέφεται στη χειραφέτηση. Η νοημοσύνη αυτή επέτρεπε στους εργάτες να αντιλαμβάνονται την ισότητα με τους δικούς τους όρους.

Πράγματι, σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες είδαμε να πραγματοποιείται μια συνεργία μεταξύ της κουλτούρας και μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στη χειραφέτηση. Αλλά τρέφει ψευδαισθήσεις όποιος νομίζει πως πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κουλτούρας, ένα δομικό στοιχείο της στο διηνεκές. Με το που αρχίζει η εποχή των πολιτιστικών βιομηχανιών, της κρατικοποίησης της κουλτούρας, αυτό χάνεται τελείως. Πόσο μάλλον μετά το 1981 και το κύμα Λανγκ (πρώην υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις Μιτεράν). Έκτοτε, η κουλτούρα γίνεται ένα είδος ρευστής επιφάνειας που δεν έχει καμία διακριτή άκρη: όλα είναι κουλτούρα. Και η κουλτούρα γίνεται τότε ένας τρόπος διακυβέρνησης μεταξύ άλλων.

Το γεγονός αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις. Από τη στιγμή που εισέρχεται κανείς στον κόσμο της κουλτούρας είναι ήδη εγκλωβισμένος σε έναν μηχανισμό που διαχωρίζει τους παραγωγούς από τους καταναλωτές. Ακόμη κι όταν υπάρχει η διάθεση να καταπολεμηθεί ο ελιτισμός της κουλτούρας, αυτοί οι φραγμοί παραμένουν. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του "εκδημοκρατισμού της κουλτούρας", θεατές μεταφέρονται με πούλμαν από τα προάστια στο Θέατρο της Κομμούνας του Ομπερβιγιέ. Είναι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, εργάτες κ.λπ. Γιατί όχι; Μόνο που θεωρούμε πως εφόσον η κουλτούρα φεύγει από το παραδοσιακό αστικό κοινό της, το συμβόλαιο τηρείται. Δεν είναι όμως έτσι. Για να αλλάξει κάτι, για να ενταχθούν τα αντικείμενα της τέχνης σε πολιτικές συνεργίες, δεν αρκεί να διευρυνθεί το κοινό. Όσο διατηρείται αυτό το παιχνίδι του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγών και δημιουργών στο πεδίο της τέχνης από τη μια κι ενός κοινού που καταναλώνει από την άλλη, διαιωνίζεται ένας φραγμός. Γι' αυτόν το λόγο πρέπει να σκεφτούμε τους όρους μιας οικειοποίησης της τέχνης από τα ίδια τα υποκείμενα, να προβάλουμε το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του καθενός. Αυτό κι αν είναι δύσκολο! Είναι όμως κάτι που βλέπουμε να εμφανίζεται σε όλα τα χειραφετικά γεγονότα. Ακόμη και μια απλή απεργία με κατάληψη αρκεί για να δημιουργήσει τις συνθήκες: ο κόσμος αρχίζει να κατασκευάζει πράγματα, να οργανώνεται ο ίδιος... Όταν η κοινότητα αφυπνίζεται, υπάρχουν νέες ελπίδες για την τέχνη. Είναι οι δυναμικές που ωθούν τους ανθρώπους να εφευρίσκουν άλλα προφίλ, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Δημιουργούνται ρήγματα στον συνηθισμένο χρόνο, στιγμές παύσης. Και στις ρωγμές αυτές μπορούν να εισχωρήσουν πρακτικές που θα επιτρέψουν νέες προοπτικές.

Για μένα φυσικά –είναι θέμα γενιάς– ο Μάης του '68 αντιστοιχεί σε μια παραδειγματική στιγμή αυτής της διαδικασίας. Είχε εφευρεθεί τότε αυθόρμητα μια ποίηση του δρόμου: εκφραζόταν στους τοίχους, στις προκηρύξεις, στις αφίσες κ.λπ. Δεν είναι παράξενο που ο καταστασιασμός γνώρισε την πλήρη ακμή του στον αστερισμό του Μάη: τοποθετήθηκε ακριβώς στο σημείο ζεύξης ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές και τις καλλιτεχνικές πρακτικές.

Δεν είναι μόνο το ζήτημα του κράτους, των μηχανισμών εξουσίας. Υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Σήμερα όλα οδεύουν προς μία συρρίκνωση των δυνατοτήτων χειραφέτησης των υποκειμένων. Και στη διαδικασία αυτή, η κουλτούρα παίζει καθοριστικό ρόλο, επειδή είναι ένα απόλυτα αποτελεσματικό κέλυφος για ανοσοποιημένα υποκείμενα.

Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, πολλών ειδών κελύφη: υγειονομικά, αστυνομικά... και πολιτιστικά. Αυτά τα τελευταία ιδίως είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Το κοινό πολιτιστικό κέλυφος γίνεται ένα είδος κλειστού σάκου που κουβαλάμε παντού. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διασχίσει μία πόλη χωρίς να έχει ακούσει έναν θόρυβο, χωρίς να διασταυρωθεί με ένα βλέμμα ή να έχει την παραμικρή εμπειρία του αστικού χώρου. Το υποκείμενο αναδιπλώνεται στον εαυτό του με τα προσθετικά μέλη του –το κινητό, το MP3 player– μέσω των οποίων μετακινείται όπως μέσα σε μια φούσκα.

Είναι βέβαιο πως η τεχνολογία συμβάλλει σ' αυτό το ρεύμα μέσα από διάφορους μηχανισμούς. Η καινοτομία έχει γίνει νοσηρή, βοηθάει την εξημέρωση. Δεν είναι όμως η τεχνολογία καθαυτή που ευθύνεται γι' αυτό, είναι η όλη συνδεσμολογία. Κατασκευάζεται έτσι μία ανθρωπότητα μέσα σε σελοφάν, η οποία αποστρέφεται την επαφή και κινείται διαρκώς στο πλαίσιο της κοινωνικής προσποίησης. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται αφορά την εκπληκτική ζωτικότητα και εμμονή όλων αυτών που εργάζονται για την απόκτηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος, όπου οι καινοτομίες οδηγούν συχνά σε μια ακόμα χειρότερη χρήση. Ο εμπνευσμένος από τον Φλωμπέρ λόγος της δεκαετίας του '60 που σάρκαζε την ηλιθιότητα της αστικής τάξης είναι πια ξεπερασμένος. Κι αυτό επειδή η κυρίαρχη τάξη έδειξε μια εντυπωσιακή αντοχή και μια διαρκή ικανότητα να καινοτομεί ώστε να ανακάμπτει, να ορθοποδίζει, να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, κάτι που προϋποθέτει την κατοχή της τεχνολογίας. Μόνο το Ίντερνετ ξεφεύγει λίγο από τoν απόλυτο έλεγχο, αλλά κι αυτό μάλλον δεν θα κρατήσει για πολύ.

Δεν μπορούμε, βέβαια, να χαρακτηρίσουμε μια δεδομένη περίοδο ως την περίοδο όπου η πολιτιστική σφαίρα έρχεται να υπερκεράσει την πολιτική σφαίρα: υπήρξαν αλληλοκαλύψεις, μία στρωματοποίηση με διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Η αλλαγή που σημειώθηκε την περίοδο Μιτεράν ήταν καίρια. Είναι μια θεμελιακή στιγμή της πολιτικής ιστορίας της σύγχρονης Γαλλίας, επειδή, εκτός των άλλων, η έλευση της αριστεράς στην εξουσία έδωσε αφορμή για μια παρεξήγηση: ένα μέρος του λαϊκού πληθυσμού πίστεψε ότι η κοινωνία θα άλλαζε εφεξής πραγματικά. Δεν συνέβη όμως: μπήκαμε σε μια ατελείωτη περίοδο, δεκατέσσερα χρόνια μονοκρατορίας, όπου μόνο το περιτύλιγμα άλλαξε. Και το χειρότερο, η κατάσταση επιδεινώθηκε: όλα άρχισαν πλέον να λειτουργούν στο μοτίβο των χαμένων προσδοκιών, της απάτης, κάτι που δημιούργησε μια πραγματική συλλογική πολιτική κατάπτωση. Τότε είναι που εξαφανίζονται τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, που το πολιτικό παύει να νοείται με όρους συγκρουσιακούς. Με τις δύο επταετίες Μιτεράν, οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται θολές και η κοινωνία κάνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά προς την πολιτιστική δημοκρατία: όλα ισοδυναμούν με όλα, οι πολιτικές θέσεις παύουν να λογαριάζονται. Μια πολύ δυνατή στιγμή της καταστροφής της πολιτικής.

Alain Brossat

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Πώς σώθηκαν τα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης

Ο κλασικός φιλόλογος Ντάγκλας Μακ Ντάουελ, μελετητής των αττικών ρητόρων και του αρχαίου ελληνικού δικαίου, εκδότης και μεταφραστής του Δημοσθένη και του Αριστοφάνη και δάσκαλος επί τριακονταετία εκατοντάδων φοιτητών από την έδρα των Αρχαίων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, ήταν άνθρωπος μετρημένος. Σπανίως αιφνιδίαζε το ακροατήριό του όταν διάβαζε τους «Σφήκες» ενσαρκώνοντας ρόλους και αποκαλύπτοντας το υποκριτικό ταλέντο του.
Την έκπληξη επιφύλαξε μετά τον θάνατό του: πεθαίνοντας τον Ιανουάριο του 2010, σε ηλικία 78 ετών, άφησε διαθήκη με την οποία κληροδοτούσε το χαρτοφυλάκιο των μετοχών του στο πανεπιστήμιο με όρο την αναβίωση της έδρας των Αρχαίων Ελληνικών. Φαίνεται πως τον έθλιβε το γεγονός ότι η ιστορική έδρα, η οποία λειτουργούσε από το 1704, καταργήθηκε μετά τη συνταξιοδότησή του το 2001. Η εκτίμηση των μετοχών άφησε άφωνη την ακαδημαϊκή κοινότητα: το πανεπιστήμιο κληρονομούσε 2,4 εκατ. στερλίνες, αποτέλεσμα σοφών επενδύσεων του καθηγητή για τις οποίες κανείς δεν είχε ιδέα.
«Είναι το μεγαλύτερο κληροδότημα στην ιστορία του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης από την ίδρυσή του το 1451» δήλωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής του Τμήματος Κλασικών Σπουδών Μάθιου Φοξ. Τον περασμένο Ιανουάριο το πανεπιστήμιο προκήρυξε τη θέση αναζητώντας «κάποιον δυναμικό επιστήμονα ο οποίος θα είναι έτοιμος να επενδύσει στο μέλλον των ελληνικών στη Γλασκώβη», όπου τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται από το 1581.
Η εντυπωσιακή χειρονομία του Ντάγκλας Μακ Ντάουελ δημιουργεί μια εξαιρετικά αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον των ελληνικών σπουδών, στη συνομιλία μας όμως με τον καθηγητή Φοξ ανακαλύψαμε ότι ήταν το τελευταίο επεισόδιο μιας μακράς ιστορίας μεθοδικών ενεργειών του αποβιώσαντος καθηγητή για τη διατήρηση των ελληνικών σπουδών στη Σκωτία.
Γεννημένος στο Λονδίνο το 1931, ο Μακ Ντάουελ σπούδασε στο περίφημο Μπάλιολ Κόλετζ της Οξφόρδης και δίδαξε για τέσσερα χρόνια αρχαία ελληνικά στη μέση εκπαίδευση και ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ προτού μετακινηθεί στη Γλασκώβη το 1971. Ηταν η εποχή που η γοητεία των αρχαίων ελληνικών είχε αρχίσει να θαμπώνει με ραγδαίους ρυθμούς στη βρετανική κοινωνία και στη μέση εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα ήταν ορατά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: οι 35 φοιτητές αρχαίων ελληνικών του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης το 1968 είχαν κατρακυλήσει στους 8 το 1971.
Ο Μακ Ντάουελ ανέλαβε δράση με ριζοσπαστικές αλλαγές στο παραδοσιακό πρόγραμμα διδασκαλίας. Το 1972 εισήγαγε ένα γενικό μάθημα εισαγωγής στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό διδάσκοντας μέσα σε ένα εξάμηνο ιστορία, φιλοσοφία, τέχνη και αρχαίους έλληνες συγγραφείς σε μετάφραση. Ανοιξε την όρεξη πολλών φοιτητών που επιθυμούσαν να συνεχίσουν. Το 1974 προσφέρθηκε δεύτερο μάθημα. Το 1993 το τμήμα είχε τόσους φοιτητές ώστε το πανεπιστήμιο θέσπισε τετραετείς σπουδές πτυχίου αρχαίας ελληνικής φιλολογίας.
Εκτός πανεπιστημίου ο Μακ Ντάουελ φρόντισε να συντηρήσει τις υποδομές στα σχολεία και στην κοινωνία, ώστε το ενδιαφέρον να μην ατονήσει ξανά. Χωρίς να απαξιώσει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση, εγκαινίασε ένα πανεπιστημιακό μάθημα εκμάθησης της γλώσσας από το μηδέν και παράλληλα θεσμοθέτησε δύο εβδομάδες δωρεάν θερινών μαθημάτων της αρχαίας ελληνικής όπου δίδασκε και ο ίδιος.
Δραστηριοποιήθηκε ως μέλος και πρόεδρος του Κέντρου Κλασικιστών Σκωτίας και της Σκωτο-ελληνικής Εταιρείας στη Γλασκώβη και φρόντισε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης και των Βρετανών για τον αρχαίο Ελληνισμό. Κατάφερε, όπως συμπυκνώνει ο Ηλίας Αρναούτογλου, ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών και παλαιός διδακτορικός φοιτητής του Μακ Ντάουελ, «να συσπειρώσει ένα δυναμικό που χρειαζόταν συσπείρωση και να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για τις αρχαιοελληνικές σπουδές αλλάζοντας εστίαση».
Ευγενής και ευπροσήγορος αλλά ταυτόχρονα κλειστός και λιγομίλητος, ήταν άνθρωπος των έργων, που συνδύαζε την επιστημοσύνη με την κοινή λογική. «Ηρεμη δύναμη» τον αποκαλεί ο Δήμος Σπαθάρας, λέκτωρ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο τελευταίος διδακτορικός φοιτητής του. Τον περιγράφει ως «άνθρωπο σεμνό, που δεν μιλούσε για τον εαυτό του και κοκκίνιζε όταν μιλούσαν οι άλλοι γι' αυτόν». Εξασφάλισε πολλές υποτροφίες σε φοιτητές για να σπουδάσουν αρχαία ελληνικά και ήταν ένας «καταπληκτικός και διακριτικός επιβλέπων με ευρεία εποπτεία του αντικειμένου του, ο οποίος με το επιστημονικό του έργο έφερε ξανά στην επιφάνεια τη μελέτη του αθηναϊκού δικαίου».
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, «της κρισιμότερης ως τώρα στη Βρετανία για την επιβίωση των κλασικών σπουδών», όπως εκτιμά ο Μάθιου Φοξ, καθώς η χρησιμοκεντρική θατσερική παιδεία υποβάθμισε πολύ τη διδασκαλία των άσκοπων, όπως πίστευαν, κλασικών σπουδών, ο Μακ Ντάουελ συνετέλεσε στην ενοποίηση των ιστορικών τμημάτων των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών Σπουδών του πανεπιστημίου σε ένα τμήμα Κλασικών Σπουδών το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1988 με πρώτο διευθυντή τον ίδιο. Πέτυχε να προσελκύσει προς την αρχαία Ελλάδα όσους είχαν εκδηλώσει αποκλειστική προτίμηση στον ρωμαϊκό κόσμο, με αποτέλεσμα οι εγγεγραμμένοι φοιτητές να αυξηθούν πάλι και ο αριθμός των πτυχιούχων του νέου τμήματος να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Σήμερα περίπου 200 φοιτητές παρακολουθούν κάθε χρόνο το μονοετές μάθημα ελληνικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και το ενδιαφέρον παραμένει σταθερό. «Είναι θέμα πολιτισμικό» εκτιμά ο καθηγητής του Τμήματος Κλασικών Σπουδών Μάθιου Φοξ. «Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι οι ελληνικές σπουδές δεν είναι χάσιμο χρόνου ή πολυτέλεια αλλά διευρύνουν τους ορίζοντες, καλλιεργούν την αντίληψη, διατηρούν ζωντανό το πνεύμα μας». Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν μέγιστη η συμβολή του φιλολόγου Ντάγκλας Μακ Ντάουελ. Με τη διαθήκη του μίλησε στις απειλητικές για τον Ελληνισμό αγορές τη γλώσσα που καταλαβαίνουν, εκείνη του χρήματος. Προτού ρίξει το τελευταίο του χαρτί, όμως, είχε διαμορφώσει με μια σειρά στρατηγικές κινήσεις συνθήκες που εξασφάλιζαν ότι τα χρήματά του θα πιάσουν τόπο. Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας του; Δει χρημάτων ο πολιτισμός, είναι όμως ανώφελα χωρίς πάθος, όραμα και τρόπο.

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=444199&h1=true
 
Δυστυχώς για μας, άλλη γενιά ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς, για να μην γενικεύουμε επικίνδυνα, διαισθητικά συμφωνούσαν με τον Adorno, ότι μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση-είτε ήξεραν τη ρήση του είτε όχι - και με τις καθημερινές  πράξεις τους βελτίωσαν τη ζωή μας και τον κόσμο μας. Μακάρι και η δική μας καλομαθημένη γενιά να σταθεί αντάξια των περιστάσεων της εποχής, τώρα που θα πρέπει να αποδείξει τι εστί βερίκοκο.  http://sarantakos.wordpress.com/2009/06/08/barquq/

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Η Αίγυπτος στον Μαραθώνα ΙΙ

Σκεφτόμουν εδώ και κάποιες μέρες μια ανάρτηση για το Αρχαιολογικό Μουσείο του Μαραθώνα, το πρωτοελλαδικό νεκροταφείο στο Τσέπι, τον Τύμβο του Μαραθώνα και το Ιερό Αιγυπτίων Θεών που βρίσκονται σε κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις αριστερά και δεξιά επί της Μαραθώνος, μετά την Νέα Μάκρη. Ήθελα να προτείνω μια όμορφη εκδρομή που μπορεί να κάνει κάποιος λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, αλλά και τη δυσθυμία μου για την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζει το πρωτοελλαδικό νεκροταφείο στο Τσέπι και το Ιερό Αιγυπτίων Θεών. Όμως ήδη ο Φώτης Απέργης στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία ανέδειξε με επάρκεια το θέμα. Έτσι το μόνο που μπορώ να κάνω, πέρα από την αναδημοσίευση του κειμένου του, είναι να προσθέσω προσωπικές μου φωτογραφίες για του λόγου του, το αληθές.


Μετά από τόσες μέρες βροχής, ο πρωινός ήλιος έμοιαζε με δώρο που ανυπομονείς να ξετυλίξεις. Σαββατιάτικη βόλτα στον Μαραθώνα με το νου στους τίτλους των εφημερίδων και τις εικόνες των χιλιάδων εξεγερμένων Αιγυπτίων να ζουν την εκρηκτική χημική αντίδραση της οργής και της ελπίδας.

Ώσπου μια μικρή επιγραφή στη Μαραθώνος, που μόλις φαίνεται ανάμεσα στις τόσες που υποτίθεται πως θ' αποκαθηλώνονταν, ειδοποιεί: «Προς Ιερό Αιγυπτίων Θεών».


Σουρεαλιστικό; Όχι τόσο. Λίγο πιο κάτω, στο «Βιετνάμ», πυρπόλησαν το ρύζι, σ' ένα ινδικό σερβίρουν δικές τους σπεσιαλιτέ και στη λεωφόρο διασταυρώνονται νωχελικά Πακιστανοί και Αφγανοί με τα ποδήλατά τους. Όμως η ανάμειξη των πολιτισμών είναι πολύ πιο παλιά απ' όσο θέλουν να πιστεύουν οι υμνητές μιας ανύπαρκτης αρχαίας καθαρότητας: Η λατρεία της Ίσιδας μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., οπότε και διαδόθηκε σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία μιλά για δικό της ιερό στον Πειραιά. Σιγά σιγά η αιγύπτια θεά συνδέθηκε με τη Δήμητρα και την Αφροδίτη. Στέριωσε μάλιστα τόσο, ώστε τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Ηρώδης ο Αττικός ίδρυσε και ιερό στην Μπρεξίζα -αυτό που εξακολουθεί να εκπλήσσει όσους περνούν από δω πρώτη φορά.


Πριν από λίγα χρόνια, το υπουργείο Πολιτισμού είχε εξαγγείλει φιλόδοξα σχέδια: μια μεγάλη αρχαιολογική και τουριστική διαδρομή που θα περιλάμβανε το αιγυπτιακό ιερό, το Μουσείο του Μαραθώνα, τον Τύμβο και το στέγαστρο του πρωτοελλαδικού νεκροταφείου στο Τσέπι. Τώρα το ιερό είναι κλειστό, ενώ η επιγραφή που μιλά για την «ανάδειξη, βελτίωση και αποκατάστασή» του με κόστος 400 χιλιάδων ευρώ στέκεται ειρωνικά πλάι στο λουκέτο, δίχως να κρύβει τα πυκνά χόρτα και τα σκουπίδια στον αρχαιολογικό χώρο, που κάθε χειμώνα απειλείται απ' τις πλημμύρες.



Όσο για το στέγαστρο, που στοίχισε 3,3 εκατομμύρια ευρώ για να προστατεύει το κοντινό, καλοδιατηρημένο αρχαίο νεκροταφείο, είναι κι αυτό από τον περασμένο Νοέμβριο κλειστό, μ' ένα κρύσταλλο ραγισμένο, το τραπέζι και την καρέκλα του ταμείου πεταμένα, τις ράμπες γεμάτες κουτσουλιές απ' τα πουλιά. Κανένας φύλακας δεν υπάρχει εδώ, αλλά και στο Μουσείο του Μαραθώνα, που είναι στην ερημιά, δεν είναι αρκετοί. Φτάνουν ο συναγερμός και οι κάμερες;



Αυτό, τουλάχιστον, λειτουργεί, με τα σχολεία να 'ρχονται τις καθημερινές και τα παιδιά να στέκονται γεμάτα περιέργεια μπρος στα επιβλητικά αγάλματα του Όσιρη και της Ίσιδας, που ανακαλύφθηκαν το 1968 στο εγκαταλειμμένο σήμερα ιερό: Τέτοια έχουν δει στη «Μούμια», αλλά όχι στους «300». Πώς βρέθηκαν εδώ;

Ελάχιστα από αυτά πάνε με τους γονείς τους και στο ολυμπιακό κωπηλατοδρόμιο, που είναι πάντα πλούσιο σε πανίδα και χλωρίδα, αλλά έρημο από περιπατητές, με τα ξερόχορτα να απλώνονται αφρόντιστα και τα ξύλινα δάπεδα σκεβρωμένα και απεριποίητα. Ακόμα και στη σαββατιάτικη βόλτα, η κρατική αδιαφορία είναι παρούσα.


LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...