KAINOTOPIO

KAINOTOPIO
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Το ελληνικό πρόβλημα


Γιάννης Σιώτος

Το ελληνικό πρόβλημα είναι το κατά πόσον το έθνος θα μπορέσει να επιβιώσει σαν έθνος πολιτικό ή θα μεταμορφωθεί σε έθνος υπηρετών της τουριστικής βιομηχανίας που θα μιλά ελληνικά, θα ζει σε μια επαρχία της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης, όπου η δημοκρατία θα αφήνει τη θέση της στον αυταρχισμό και ο ουμανισμός στη βαρβαρότητα*…

* Πρόκειται για παράφραση κειμένου που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1968 ο Τσεχοσλοβάκος Karel Kosic στην εφημερίδα «Listy». Αναφέρεται από τον François Fetjo («Histoire des Democraties populaires», τ. 2) ως εξής:

«[...] στο πολιτικό παιγνίδι ηττημένος είναι εκείνος που αφήνει να του επιβληθεί η στάση του άλλου και κρίνει τις πράξεις του με τα μάτια του αντιπάλου. [...] Το τσέχικο πρόβλημα είναι κατά πόσον το έθνος θα μπορέσει να επιβιώσει σαν έθνος πολιτικό [...] ή θα μεταμορφωθεί σε έθνος παραγωγών ατσαλιού και σιτηρών, που θα μιλάει τσέχικα και σλοβάκικα, θα ζει σε μια επαρχία στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπου η δημοκρατία θα αφήνει τη θέση της στον φασισμό και ο ουμανισμός στη βαρβαρότητα...»


Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Kάθε αιώνας έχει τον δικό του Μεσαίωνα!


Συντάκτης: 
Σοφία Πατούρα *
Στον δικό μας αιώνα ο Μεσαίωνας μπήκε πολύ νωρίς! Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες. Με υποκινούμενους εμφύλιους πολέμους, με αποτυχημένες, «ύποπτες» κοινωνικές εξεγέρσεις, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, με ξεριζωμό από πατρίδες και εστίες, με εκατομμύρια περιπλανώμενους πρόσφυγες και μετανάστες, με έντονη ανασφάλεια και φόβο από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, με συρρίκνωση της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών, με πολλή φτώχεια και ανείπωτη απελπισία!
Αυτόν τον Μεσαίωνα ζει σήμερα η παγκόσμια κοινότητα, αλλού σε μικρή και αλλού σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενίοτε καθολική, όπως συμβαίνει σε χώρες σαν τη Συρία, την Υεμένη, το Αφγανιστάν κ.λπ. Οσο για τα καθ’ ημάς, ζούμε κι εμείς τον δικό μας Μεσαίωνα! Ευτυχώς, ακόμη χωρίς πολέμους με βομβαρδισμούς και πολυβόλα, χωρίς τρομοκρατικά χτυπήματα, χωρίς βίαιους εκπατρισμούς.
Με οικονομικό μόνο πόλεμο, με πισώπλατα χτυπήματα, με μεθοδευμένους και αναπόφευκτους εκπατρισμούς. Εδώ, ο Μεσαίωνας μπήκε στις ζωές μας σιγά σιγά, με τρόπο ύπουλο. Μπήκε με τη μάσκα των «μνημονίων», σε μια στιγμή που αγνοούσαμε τι κρυβόταν πίσω από αυτήν.
Αν και πολλά τα ιστορικά παραδείγματα, θα προσεγγίσω τον δανεισμένο από τον Ρώσο συγγραφέα Ταράνοφ τίτλο του παρόντος άρθρου, στην κυριολεκτική του διάσταση, επικαλούμενη ad hoc μαρτυρίες δύο συγγραφέων του πρώιμου Μεσαίωνα: του παγανιστή Ζώσιμου και του ιστορικού Προκόπιου.
Τα συγκεκριμένα έργα παρέμειναν ανέκδοτα ενόσω εκείνοι ζούσαν, γιατί η σκληρή κριτική τους αφορούσε δύο μεγάλους, κατά τ’ άλλα, αυτοκράτορες, τον Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό.
Είναι τόσο μεγάλες οι αναλογίες ανάμεσα σ’ εκείνα που δριμύτατα επικρίνουν οι συγγραφείς στην οικονομική και κοινωνική πολιτική των δύο αυτοκρατόρων και σε αυτά που βιώνουμε σήμερα, που δικαιολογούν, θα έλεγα, τους υποστηρικτές της άποψης ότι η Ιστορία κάνει κύκλους και επαναλαμβάνεται.
Ας μιλήσουν όμως τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα, με πρώτο τον Ζώσιμο:
«Ο Κωνσταντίνος επέβαλε και τον φόρο του “χρυσαργύρου” σε όλους τους εμπορευόμενους της επικράτειας, ακόμη και στους πιο φτωχούς μικρέμπορους,... ούτε καν τις δύστυχες εταίρες δεν εξαίρεσε από αυτόν. Κι έβλεπες σε όλες τις πόλεις τον κόσμο να κλαίει και να οδύρεται σαν να έφθανε το τέλος της τετραετίας και έπρεπε να εισπραχθεί ο φόρος εκείνος.
Οσοι είχαν περιέλθει σε έσχατη φτώχεια και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, μαστιγώνονταν και βασανίζονταν. Εφθαναν στο σημείο μάνες να πωλούν τα παιδιά τους και πατέρες να εκπορνεύουν τα κορίτσια τους (πατέρες επί πορνείου θυγατέρας εστήσαντο) για να εξασφαλίσουν τα χρήματα για τους φοροεισπράκτορες του “χρυσαργύρου”».
 
Ενδιαφέρουσα είναι η συνέχεια της αφήγησης όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ιστορικός μιλάει για τον επαχθή ΕΝΦΙΑ της εποχής, τον επονομαζόμενο «φόλλις». «Ο Κωνσταντίνος, αφού κατέγραψε τις περιουσίες των επιφανών πολιτών, επέβαλε έναν φόρο που τον ονόμασε “φόλλις”. Με όλους αυτούς τους φόρους οι πόλεις ξεζουμίσθηκαν (τας πόλεις εξεδαπάνησεν)˙ και, επειδή παρέμειναν σε ισχύ οι ίδιοι φόροι για πολύ καιρό μετά τον Κωνσταντίνο, σύντομα εξαντλήθηκε ο πλούτος των ανθρώπων και οι περισσότερες πόλεις εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους και ερημώθηκαν».
Πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα βρίσκεται η πολυσέλιδη κριτική που ασκεί ο Προκόπιος στην πολιτική του Ιουστινιανού. Στη «Μυστική Ιστορία» του, στηλιτεύει με δριμύτητα την οικονομική πολιτική του, η οποία, όπως με λεπτομέρειες περιγράφει, κατέστρεψε όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις: τους κρατικούς λειτουργούς, τους στρατιωτικούς, τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους δασκάλους, τους ναυτικούς, τους τεχνίτες, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, τους λιανοπωλητές, τους αγρότες, τους γαιοκτήμονες, τους εργάτες, τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
Δεν χαρίστηκε καν στους ανθρώπους του παλατιού και των αξιωματούχων του: γραμματείς, φρουροί, διερμηνείς κ.ά. υποχρεώνονταν να παραιτηθούν από την αποζημίωσή τους, μετά το πέρας της υπηρεσίας τους. Με τα μονοπώλια που εγκαθίδρυσε σε είδη πρώτης ανάγκης, έπληξε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ευνόησε την αισχροκέρδεια. Εκτός από τις άλλες εισφορές, δύο νέοι φόροι, η «συνωνή» και η «επιβολή», οδήγησαν τους κτηματίες «στην πλήρη χρεοκοπία».
Ηταν τέτοια η φοροεπιδρομή του Ιουστινιανού ώστε «οι φοροεισπράκτορες δεν εισέπρατταν μόνο τον επιβεβλημένο στον καθένα τους ετήσιο φόρο, αλλά και το μερίδιο των πεθαμένων γειτόνων τους»! «Λύπη και κατήφεια επικρατούσε παντού... και οι άνθρωποι, στα σπίτια, στην αγορά και στα ιερά, δεν συζητούσαν τίποτε άλλο παρά για συμφορές και καταστροφές και για τις νέες δυστυχίες που θα τους έβρισκαν».
Με την άρνησή του να διαγράψει παλαιά χρέη προς το Δημόσιο -συνήθης έως τότε πρακτική «για να μην είναι αδιάκοπα πνιγμένοι στα χρέη οι άποροι... »-, ο Ιουστινιανός οδήγησε τους φτωχούς πολίτες σε ανέχεια και απόγνωση και «τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη χώρα και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ».
Ετσι, λοιπόν, χτίστηκαν οι μεγάλες αυτοκρατορίες. Τη δόξα τους εζήλωσαν νεότερες και σύγχρονες Δυνάμεις, δικαιώνοντας τον ορισμό της Ιστορίας από τον Γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Alexis de Tocqueville: «Η Ιστορία είναι μια πινακοθήκη όπου υπάρχουν λίγοι αυθεντικοί πίνακες και πολλά αντίγραφα».

* διευθύντριας Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Πιστωτικά γεγονότα

…Από την άλλη πλευρά τα μέτρα που είχε πάρει η κυβέρνηση για να εμποδίσει τους προόδους της μεγάλης ιδιοκτησίας και τους σφετερισμούς των ισχυρών έπεφταν όλο και περισσότερο στη λησμονιά. Στα μέσα του 14ου αιώνα ήταν κάτι παλιό που κανείς δεν του έδινε σημασία. Ο ελεύθερος χωρικός είχε εξαφανισθεί ταυτόχρονα με τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία: η συνηθέστερη γεωργική πρακτική μεταξύ του 13ου και του 15ου αιώνα ήταν εκείνη των παροίκων, καλλιεργητών δεμένων με τη γη του κυρίου τους που ήταν υποχρεωμένοι να του πληρώνουν ένα σωρό ενοίκια και εισφορές

Κατά την τελευταία περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι κοινότητες των ελεύθερων χωρικών φαίνονταν όλο και περισσότερο σπάνιο είδος. Ένα μεγάλο μέρος της γης ανήκει στον αυτοκράτορα ή το δημόσιο ταμείο, που εκμεταλλεύεται τα κτήματα μέσω των παροίκων τους ή τα νοικιάζουν. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια έχουν πολλές ιδιοκτησίες που τις εκμεταλλεύονται οι μοναχοί και οι πάροικοι τους. Αν και κατ΄ αρχήν αυτά τα κτήματα όφειλαν φόρο κτηματικής περιουσίας στο κράτος, στην πραγματικότητα συχνά απαλλάσσονταν και εν πάση περιπτώσει ήταν απαλλαγμένα από όλες τις έκτακτες επιβαρύνσεις. Το υπόλοιπο που αποτελούσε την πραγματική ατομική περιουσία, μοιράζονταν ανάμεσα σε μεγάλα κτήματα που άνηκαν σε ευγενείς ιδιοκτήτες, που έβαζαν τους παροίκους τους να τα καλλιεργούν ή να τα νοικιάζουν, σε στρατιωτικά φέουδα, των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι μόνο να προσφέρουν μόνο στρατιωτική υπηρεσία και τέλος σε αγροτικές κοινότητες και ιδιοκτησίες που ήταν οι λιγότερες και εκείνες που επιβαρύνονταν περισσότερο: γιατί εκτός από τους αμέτρητους φόρους που πλήρωναν στο δημόσιο ταμείο, είχαν και άλλες υποχρεώσεις απέναντι στο άρχοντα του οποίου την προστασία είχαν δεχτεί λίγο- πολύ με τη θέληση τους. Εκείνοι που τα κατείχαν ονομάζονταν φτωχοί και ήταν πράγματι αξιοθρήνητα φτωχοί…Η σκληρότητα της κατάστασης των παροίκων προκαλεί αθλιότητα και εγκατάλειψη των εξοχών και μια γενική δυσαρέσκεια των κατώτερων τάξεων που μεταφράζεται για παράδειγμα κατά τον 14ο αιώνα, σε μια κοινωνική ένταση που γίνεται κάθε μέρα και μεγαλύτερη. Οι πολλές απαλλαγές που απολαμβάνουν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες μειώνουν σημαντικά τους πόρους που εξασφαλίζει στο δημόσιο ταμείο ο φόρος ακίνητης περιουσίας και κάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των επιβαρύνσεων να πέφτουν πάνω στους φτωχούς, αυξάνουν την αποθάρρυνση και το επαναστατικό πνεύμα τους, πόσο μάλλον που το δημόσιο ταμείο, μέσα στην αυξανόμενη φτώχεια, αυξάνει συνεχώς τις απαιτήσεις του και εισπράττει τους φόρους με τρομακτική σκληρότητα, υποχρεώνοντας τους χωρικούς να πληρώσουν έξι ή δώδεκα φορές από αυτά που χρωστούσαν…Ήδη από τον 11ο αιώνα, οι τσακισμένοι από τους φόρους επαρχιώτες καλούσαν πολλές φορές τον εχθρό ή επαναστατούσαν κατά της αυτοκρατορίας. Για να ξεφύγουν από τη φορολογική τυραννία έφευγαν στα βουνά και περνούσαν στο εξωτερικό, απέραντες εκτάσεις της χώρας έμεναν ακαλλιέργητες. Η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη κατά τον 14ο και 15ο αιώνα: τόσο που με την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση της φορολογητέας ύλης, η οικονομική δυσκολία που προκαλούσε η καταστροφή της γεωργίας ήταν βαθιά.

… Στα μέσα του 14ου αιώνα αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός δηλώνει: <Δεν υπάρχουν πια χρήματα Τα αποθέματα έχουν ξοδευτεί, τα αυτοκρατορικά κοσμήματα έχουν πουληθεί, και οι φόροι δεν εισπράττονται πια. Η χώρα έχει καταστραφεί εντελώς>. Η γυναίκα του ίδιου ηγεμόνα διαπιστώνει ότι η αυτοκρατορία έχει εκμηδενισθεί, ότι έχει πέσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της φτώχειας< σε σημείο, όπως λέει που να μην τολμάω να μιλήσω σχετικά, για να μην κοκκινίσω μπροστά σε αυτούς που με ακούν>…Η ίδια αυτή αυλή, στην οποία η βυζαντική ματαιοδοξία ήθελε να διατηρήσει με κάθε θυσία μια φαινομενική λάμψη, ήταν ανίκανη πια να κρύψει τη φτώχεια της. Στους γάμους του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, το 1347, το γαμήλιο συμπόσιο σερβιρίστηκε σε σκεύη από πηλό και κασσίτερο και ούτε ένα χρυσό ή ασημένιο κομμάτι δεν παρουσιάστηκε στο τραπέζι. Οι ενδυμασίες, τα αυτοκρατορικά διαδήματα ήταν στολισμένα με πολύχρωμα γυαλιά αντί για πολύτιμες πέτρες, με επιχρυσωμένο χαλκό αντί για χρυσό. …Για να δεχτεί η βυζαντινή αυλή μια τέτοια ταπείνωση, η οικονομική δυστυχία έπρεπε να είναι βαθιά. Πράγματι το θησαυροφυλάκιο ήταν εντελώς άδειο.

Έτσι οι τελευταίοι Παλαιολόγοι κατέφευγαν στα χειρότερα μέσα. Για να βρει χρήματα, ο Ιωάννης Ε΄ έβαζε ενέχυρο τα κοσμήματα του στέμματος ή εγκατέλειπε κάποια περιοχή με αντάλλαγμα μερικές χιλιάδες δουκάτα. Ο βασιλιάς γινόταν λεία των τοκογλύφων και πράγμα παράξενα ταπεινωτικό, είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Δύση για χρέη στη Βενετία και τον είχαν κρατήσει εκεί ώσπου να εξοφλήσει τους πιστωτές του.

Το 1423 η αυτοκρατορία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε πούλησε για 50.000 δουκάτα στους Βενετούς τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη της μοναρχίας. Στις αρχές του 15ου αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη, η ωραιότερη συνοικία της πόλης είχε ερημωθεί και ακόμη και για τη συντήρηση της Αγίας Σοφίας δεν έβρισκαν πάντοτε τα απαραίτητα χρήματα. Έχοντας χάσει την της αρχαία λάμψη της, με πολύ μειωμένο πληθυσμό-βρίσκεις εκεί, λύει ένας περιηγητής του 15ου αιώνα, πολύ περισσότερο άδεια παρά γεμάτα>- η ετοιμοθάνατη πρωτεύουσα φαινόταν να πενθεί την κατεστραμμένη μοναρχία, και αν και εξακολουθούσε να κάνει εντύπωση στον κόσμο και να προσελκύει πλήθος περιηγητών και εμπόρων, άλλοι και όχι οι κάτοικοι της επωφελούνταν από τη θαυμάσια θέση που κατείχε και εκμεταλλεύονταν αυτό που ήταν για πολύ καιρό ο πλούτος της.

Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Charles Diehl, Τόμος Β΄ σελ.263,264 και 269,270.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...