KAINOTOPIO

KAINOTOPIO
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Μανόλης Αναγνωστάκης- Η σιωπή είναι κι αυτή μια πράξη


Διατηρώ τον τίτλο της συνέντευξης του Μανόλη Αναγνωστάκη στην δημοσιογράφο και συγγραφέα Κατερίνα Ζαρόκωστα, μάλλον το 1995, στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Δεν έχω αναπαραγάγει όλο τον, ενδιάμεσο της συνέντευξης σχετικό με τον Αναγνωστάκη, λόγο της Κατερίνας Ζαρόκωστα. Θέλω να ακουστεί ο λόγος του ποιητή σχεδόν γυμνός. 

-Πως τα βγάλατε πέρα;

Να σου πω, η σύγκρουση βοηθάει την τέχνη. Η καταστολή, επίσης. Γιατί ψάχνει να βρει δρόμους. Η πολλή ελευθερία δεν βοήθησε ποτέ την τέχνη. Αλλά δεν μ’ αρέσει να το λέω αυτό γιατί θα νομίζουν ότι είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Και δεν είναι καθόλου αυτό που εννοώ, φυσικά.

-«Σε τι βοηθάει η ποίηση;» γράφεται κάπου.

Ρωτάω πραγματικά. Σε τι βοηθάει;

-Εσάς σε τι σας βοήθησε;

Σε τίποτα.

-Σήμερα μπορεί να ακουστεί ο ποιητής;

Ο καθένας ακούγεται μέχρι εκεί που έχει απήχηση στην κοινή γνώμη. Τώρα εγώ έχω απήχηση σε 5.000 ανθρώπους. Ένας τραγουδιστής, πολύ μέτριος έχει απήχηση σε 100.000 ανθρώπους. Διότι είναι το είδος τέτοιο. Ένας ποδοσφαιριστής…

-Μα αυτός δεν είναι καλλιτέχνης.

-Ο τραγουδιστής όμως βγαίνει κάθε μέρα στην τηλεόραση τραγουδάει… Ο ποιητής δεν βγαίνει στην τηλεόραση. Δε μπορεί να βγει. Είναι βαρετό αν βγει. Αν διαβάσεις ποιήματα στην τηλεόραση, μισή ώρα ποιήματα θα κοιμηθούν όλοι. Δεν γίνεται. Τέτοια ήταν πάντα η απήχηση του ποιητή. Κάποτε στον Παρνασσό γινόντουσαν διαλέξεις ποιητών. Πόσος κόσμος πήγαινες; Όταν κηδεύτηκε ο Παλαμάς κι έγινε αυτό το κακό, ήταν λόγω εποχής. Το ίδιο και με τον Σεφέρη. Ο κόσμος δεν είχε ιδέα περί Σεφέρη και περί Παλαμά. Ήρθε μια γριά σπίτι, τότε στην Κατοχή και έλεγε «Πέθανε κι ο Κωστής ο Παλαμάς, τον καημένο» «Και που τον ξέρεις τον Παλαμά;» της λέω. Η ποίηση δεν φτάνει στον πολύ κόσμο. Η πεζογραφία μπορεί. Ιδίως το μυθιστόρημα.

- Και το παλιό όνειρο της Αριστεράς: να φτάσει η τέχνη στον κόσμο;

Το υπερτίμησε αυτό η Αριστερά. Δεν είναι όλος ο κόσμος πλασμένος για τέχνη. Δεν είναι. Τι να κάνουμε. Κι αυτό δεν το λέω υποτιμητικά. Απλώς δεν είναι πλασμένος.

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα  κουβεντιάζει με τον ποιητή σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με φωτεινά μπαλκόνια, στο σπίτι του ποιητή, στην Πεύκη.

«Μαγκουφάνα λεγόταν παλιότερα και ήταν μονοκατοικία. Το δώσαμε αντιπαροχή» λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης που στη συνέχεια μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του: « Πολλά λουλούδια, πολλά λουλούδια, με προφανή στόχο τη σύζυγο του. Η Νόρα Αναγνωστάκη, σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα, είναι μια όμορφη γυναίκα με σπινθηροβόλο πνεύμα. Δοκιμιογράφος η ίδια, μοιράστηκε τη ζωή του ποιητή για πάνω από σαράντα χρόνια. Και δεν ήταν εύκολη αυτή η ζωή.

«Με την Νόρα γνωριστήκαμε το ΄51,μόλις είχα βγει από την φυλακή.»

-Πως σας φαίνεται που ζήσατε τόσα χρόνια μαζί:

Είναι το μόνο, είναι το μόνο…

Από 14 χρονών άρχισα να γράφω. Το σπίτι ήταν αστικό, είχα άνεση να διαβάζω, πάντα κρυφά βέβαια λόγω σχολείου. Μορφωμένοι υπήρχαν στο σπίτι, λόγιοι όχι.

Ο πατέρας του Μανώλη Αναγνωστάκη ήταν γιατρός, σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Εκεί γεννήθηκε ο ποιητής το 1925. Σπούδασε κι αυτός ιατρική και εξάσκησε το επάγγελμα στη συμπρωτεύουσα και αργότερα στην Αθήνα.

«Βιβλιοθήκη δεν υπήρχε στο σπίτι παρά μόνο επιστημονική. Τα βιβλία εγώ τα αγόραζα. Στην Κατοχή βγήκαν στην φόρα όλα τα βιβλία του Μεταξά. Δηλαδή όσα βιβλία ήταν παράνομα πριν, κυκλοφορούσαν τώρα ελεύθερα. Το καλοκαίρι του ΄40 ήταν για μένα η αποκάλυψη. Είχε έρθει το Βασιλικό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, μ’όλους τους μεγάλους της εποχής, τον Βεάκη, την Παπαδάκη, τη Μανωλίδου, το Γληνό κι έδωσαν παραστάσεις εξαιρετικές. Το σχολείο μου επίσης είχε καλούς δάσκαλους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θέμελης.»

Το 1945, δάσκαλος και μαθητής εκδίδουν από μια ποιητική συλλογή. Ο Θέμελης είναι ήδη δόκιμος ποιητής, ο Αναγνωστάκης μόλις αρχίζει. Είναι μόνο 20 χρονών και η συλλογή φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Εποχές», σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Και συνεχίζει: Το φθινόπωρο του 1942 ο Αναγνωστάκης είχε γραφτεί στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (τον επόμενο χρόνο περνάει στην Ιατρική Σχολή).

Στη διάρκεια της κατοχής δραστηριοποιείται στην ΕΠΟΝ.

«Μέσα από την ΕΠΟΝ έκανα καινούργιες παρέες, γνώρισα ανθρώπους, τότε μπήκα κι εγώ στη διανόηση. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα. Το ’45 περίπου, επειδή έτρωγα πολύ ξύλο στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα, μήπως φάω λιγότερο ξύλο. Αλλά έφαγα κι εδώ και γύρισα πίσω. Ήταν χειρότερη η Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη τότε»

-Δεν νομίζεται, τον ρώτησα, ότι η σιωπή κρύβει κι ένα είδος έπαρσης;

Δεν το αρνήθηκε… Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμός για να γραφτεί ένα ποίημα, χρειάζονται αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα ’χουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου, γίνεσαι τεχνίτης. Αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό.

-Σας απασχολεί τι θα μείνει μετά από σας;

Άκουσε να δεις. Εγώ είμαι εβδομήντα χρονών. Ακριβώς εβδομήντα. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω. Ούτε γράφω, ούτε διαβάζω, τίποτα δεν κάνω.

-Ζείτε.

Κι επειδή ζω, τι κάνω; Βλέπω τηλεόραση; Βλέπω τη φύση; Τι κάνω; Μετά από μένα θα γράψουν μερικά άρθρα οι εφημερίδες, δεν μπορεί να μην γράψουν, κι ύστερα θα σταματήσει εντελώς.

-Θα μείνει το έργο.

Αν μείνει, θα μείνει σε μερικούς φιλόλογους.

-Τι σας ευχαριστεί;

Τίποτα.

-Οι φίλοι;

Οι φίλοι ήταν το ’52, ’53 μέχρι και το  ’56. Ο Αργυρίου, ο Δάλλας, ο Σαχτούρης, η Ελένη Βακαλό. Ο Παπαδίτσας πέθανε, ο Λειβαδίτης πέθανε, ο Δούκαρης πέθανε, ο Σινόπουλος πέθανε… Αυτοί ήμασταν οι φίλοι. Τώρα ζουν στη Θεσσαλονίκη ο Κύρου και ο Θασίτης. Πήγα τους είδα… Πήγα τώρα τελευταία στη Θεσσαλονίκη. Έκανα δυο συγκεντρώσεις, εκτός από την εκδήλωση που έγινε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Είδα την κατοχική μου παρέα. Ένα μεσημέρι φάγαμε μαζί. Το ευχαριστήθηκα! Τι ίδιο βράδυ βγήκαμε με την παρέα των νεότερων, την παρέα του πανεπιστημίου, τον Κοκόλη, το Μουλλά… Δεν μου λείπει τίποτα άλλο από τη Θεσσαλονίκη. Μόνο μερικοί άνθρωποι.

-Δηλαδή παίζει μεγάλο ρόλο η ηλικία;

Παίζει πολύ, πάρα πολύ… Παλιά κατέβαινα, πήγαινα στην Ομόνοια, τσακωνόμουνα, σε σώζανε… Μια φορά ήρθε ο Λιοντάκης. «Μην τον πειράζεται, είναι ο Αναγνωστάκης» φώναξε. Κάποτε ήμουν τοπ. Εκεί γύρω στο ’60-’65. Δεν μ’ έπιανε κανείς. Δηλαδή οτιδήποτε έβγαινε, περιοδικό, βιβλίο, εγώ το ’ξερα. Το παρακολουθούσα. Μετά σιγά σιγά παρατηρείς ότι οι νεότεροι σε προσπερνούν. Διαβάζουν πιο πολύ, ακούνε πιο πολύ, ταξιδεύουν πιο πολύ… Ως το ’74, ως τη μεταπολίτευση, ήταν τα πράγματα λίγο πολύ άγνωστα. Η εποχή μου ήταν άγνωστη, κρυμμένη, δεν την  ήξεραν πολλοί. Εγώ τα ήξερα όλα αυτά, τα είχα ζήσει. Μετά έγινε η μεταπολίτευση, όλα έγιναν πλέον δημόσια. Τι μένει; Σε ινστιτούτα πας κι όλα τα ξέρουν.

-Αυτό δεν αντικαθιστά το βίωμα, την προσωπική μαρτυρία.

Αυτό το λάθος κάνουν μερικοί. Τα παλαιότερα πράγματα τα τοποθετούν σήμερα και λένε: «Πως τότε δεν σκεφτότανε έτσι και έτσι;» Ε, μα τότε σκεφτότανε διαφορετικά. Σκεφτότανε αλλιώς. Ε, ωραία, θα πεθάνω αύριο, λοιπόν ποίος έζησε; Ποιος θα τα ξέρει αυτά τα πράγματα; Μπορούσα να κάνω παραπάνω. Δεν θέλησα να κάνω παραπάνω. Είχα ένα μυθιστόρημα της φυλακής. Δεν το  ’βγαλα. Τώρα ξεπεράστηκε.

-Γιατί δεν το βγάλατε τότε;

Λογοκρισία. Τότε θα ’λεγα μερικά πράματα που δεν έπρεπε να πω.

-Σας καθόρισε η εποχή σας…

Βεβαίως απόλυτα!(σκέφτεται λίγο). Ο Σαλάς ξέρεις ποιος είναι;

-Όχι.

Εκεί που γράφω: «Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης Σαλάς»;… Είναι αυτός που λέει ο Τσίρκας στο βιβλίο του ο «Φάνης». Ήταν αντάρτης. Τότε ήταν στη Μέση Ανατολή. Μετά πήγε στη Σάμο. Και στον εμφύλιο τον έβαλαν στη Σάμο αρχηγό. Λοιπόν τον σκότωσαν και τον σέρνανε με το κάρο. Είναι ήρωας ο Σαλάς. Εγώ γνώρισα στη φυλακή Ικαριώτες που τραγουδούσαν τραγούδια που είχαν γραφτεί για το Σαλά. Δημοτικά τραγούδια. Αυτός έμεινε άγνωστος.

-Αισθάνεστε ότι λίγα κάνατε;

Ελάχιστα.    




                                              

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Δικαίωμα του παιδιού



Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

[Στο παιδί μου…] ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ /Ο ΣΤΟΧΟΣ

Μια μέρα διάβαζα στο γιο μου με κυματιστή, τραγουδιστή φωνή ένα καλογραμμένο βιβλίο για πειρατές που τον ξετρελαίνουν, καθότι τρίχρονος. Η ιστορία πήγαινε κάπως έτσι: Ο γέρο- καπεταν Τρομάρας είχε σταματήσει να κουρσεύει καράβια όπως παλιά. Η λαχτάρα του για θησαυρούς, όμως παρέμενε άσβηστη. Χρειαζόταν όμως βοήθεια για να βρει το θησαυρό που είχε βάλει στο μάτι  και αποφάσισε να πάρει στο καράβι του μια παρέα από μικρούς πειρατές. Με τη βοήθεια τους βρίσκει το θησαυρό αλλά στο γυρισμό, με την πρώτη σοβαρή καταιγίδα που σαρώνει το καράβι, η πρώτη του σκέψη είναι να πετάξει τους μικρούς πειρατές στη θάλασσα για να ξελαφρώσει το καράβι. Με τα πολλά, πείθεται να πετάξει το χρυσάφι στη θάλασσα και να σώσει τα παιδιά, αφού οι λιλιπούτειοι πειρατές τον διαβεβαιώνουν, πως έχουν τον τρόπο να του ξαναβρούν το χρυσάφι από το βυθό της θάλασσας, όταν κοπάσει η καταιγίδα
Η ιστορία είναι ένα παραμύθι που θέλει να βασίζεται στην όγδοη αρχή της διακήρυξης των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως υιοθετήθηκε από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ το 1959, και η οποία αναφέρει, πως κάθε παιδί πρέπει να απολαμβάνει προστασία και περίθαλψη. Η διακήρυξη υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Ο μικρός, επειδή είδε ότι υπήρχαν  και άλλες σελίδες στο βιβλίο, ήθελε να του διαβάσω και το παράρτημα του βιβλίου με τη  διακήρυξη. Ίσως η τραγουδιστή φωνή μου και η καλογραμμένη ιστορία, του είχαν δημιουργήσει μια ευφορία μέχρι το τέλος του παραμυθιού και έτσι μόλις άκουσε τις πρώτες λέξεις από το προοίμιο: <<Επειδή οι λαοί των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαίωσαν στο χάρτη την πίστη τους στα θεμελιώδη δικαιώματα  του ανθρώπου και την αξιοπρέπεια και την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας και αποφάσισαν να προωθήσουν την κοινωνική πρόοδο και καλύτερα επίπεδα ζωής σε συνθήκες μεγαλύτερης ελευθερίας…>> , ίσως επειδή οι βαρύγδουπες αφηρημένες λέξεις του είναι ακόμα άγνωστες και ακατανόητες, λύθηκε σε ένα παρατεταμένο λυτρωτικό γέλιο και από τότε μου λέει μετά το τέλος του παραμυθιού να διαβάσουμε και λίγο από τη διακήρυξη, που έχει πολύ γέλιο.

http://www.metaixmio.gr/products/1865--.aspx


Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Μανόλης Αναγνωστάκης- Το περιθώριο 68-69 (απόσπασμα)

Σχεδιάζουν ένα μακρόπνοο έργο σε τρεις τόμους. Ορίζουν διάρκεια συγγραφής του πέντε ή έξι χρόνια. Ταξινομούν λεπτομέρειες. Αποφασίζουν. Μέσα στο διάστημα αυτό, των πέντε ή έξι χρόνων, είναι βέβαιοι και ασφαλείς πως, χώρια θάνατο και βαριά αρρώστια, θα γράφουν κανονικά τόσες ώρες το πρωί, τόσες το βράδυ, με την ίδια αδιατάρακτη πνευματική διάθεση, με το ίδιο αμετάβλητο κέφι, πιστοί στο πρόγραμμα, χωρίς καμιά επιρροή των γεγονότων που τρέχουν έξω από το σπίτι τους, απρόσβλητοι από κάθε αδέσποτη σφαίρα, με το χρόνο καθηλωμένο, νεκρό, για πέντε ή έξι χρόνια. Δύναμη ή αδυναμία η μορφή αυτή της ψυχικής κτηνωδίας έχει, οπωσδήποτε, ένα μεγαλείο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...