KAINOTOPIO

KAINOTOPIO
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ο μαθητευόμενος της οδύνης



Ξεκίνησε αυγή
- χαράματα -
να κλέψει τ' άστρα
ξεκίνησε
νύχτα
και σκότωσε
όλα τα όνειρα
αυτό το άγαλμα
-και μπλέκονταν ως βάδιζε
τα γυμνά πόδια του
στους βάτους
και μάτωναν στ' αγκάθια
και τα ευγενικά ευλογημένα χέρια του
ίδια πουλιά της Άνοιξης χάιδευαν
τα γεράνια π'ονομάτιζε μια νύχτα αγάπης
και του παρθενικού ονειροκρίτη της
τις βαθιές πόρπες
και των βυζιών της
τις κραυγές τις κόκκινες
και τους κρυφούς θυσάνους

Ελεύθερος (στα όρια του ασυνάρτητου) συνειρμός:





Προσωπικός κυκλωτικός χορός με ένα ακόμα δίστιχο του Εγγονόπουλου να αντηχεί βαθιά μέσα μου:


Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.


«Μπολιβάρ»

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Το ωραίο… κατά γράμμα



Το ωραίο έχει καμπύλες.
Κοίτα το ω…
Το ωραίο ρέει.
Άκου το ρ…
Το ωραίο εντείνει τη στιγμή.
Το ε που εκτείνεται σε αι…
Το ωραίο εμπεριέχει την αμφιβολία να σκεφτείς,
πως αυτό το σκαρίφημα λέξεων,
καταλήγει στο 0,
κυκλωτικά, ατελέσφορα,
αν δώσεις παραπάνω σημασία
στον ηλεκτρισμό των νευρώνων
που σκέφτηκαν για το ωραίο,
γιατί είναι επίθετο
και πάντα χρειάζεται
να προσδιορίζει ουσιαστικό.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ποίηση 1948

τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι' άλλα παρόμοια :
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου

γι' αυτό και
τα ποιήματά μου
είν' τόσο πικραμένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα

Νίκος Εγγονόπουλος από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Περί ύψους




Certes, I'artiste désire s'élever,... mais I'homme doit rester obscur. Paul Cezanne

Ὁ Ἰταλὸς πυροτεχνουργὸς ἔχει ἐγκαταστήσει τὸ λιτὸ κι’ ἀπέριττο, τὸ φτωχικὸ ἐργαστήριό του, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἀττικοῦ λόφου. Ἐκεῖ ἀσχολεῖται νυχθημερὸν μὲ τὰ ἄπειρα πειράματά του καὶ μὲ τὴν παρασκευὴ τῶν διάφορων προϊόντων τοῦ ἐπιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, καὶ ἄλλα «μαϊτάπια». Γιατί αὐτὸς εἶναι ποὺ προμηθεύει τοὺς πανηγυριστὰς τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ κι’αὐτὸς εἶναι, πάλι, πού, τὶς νύχτες τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, διακοσμεῖ τοὺς οὐρανούς μας μὲ λογῆς-λογῆς φανταχτερὰ λουλούδια, μ' ἐκθαμβωτικὰ πλουμιὰ καὶ μὲ ταχύτατες ρουκέττες ποὺ καταλήγουν σὲ μυριόχρωμη βροχὴ ἀπὸ σπίθες. Σπανίως ἐγκαταλείπει τὸ ἔργον, ὅμως, τὰ βράδυα, ἐνίοτε, περιφέρει τὴ σακατεμένη κι' ἀλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, ἀπὸ καπηλειὸ σὲ καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατὰ προτίμηση, τὰ σκοτεινότερα στενά τῆς ἀγορᾶς. Τὸ ἐπάγγελμά του εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο: πυρῖτις, κι’ ἒσθ’ ὅτε δυναμῖτις, εἶναι ἡ πρώτη ὕλη τῶν ἐργοχείρων του. Ἡ παραμικρὴ ἀπροσεξία ἀρκεῖ κι’ἐπέρχεται ἡ τρομερὰ καταστροφή: μέσα σὲ ἐκκωφαντικὸ κρότο τινάζονται στὸ καθαρὸ πρωινὸ καὶ τὸ ἐργαστῆρι κι’ ὁ πυροτεχνουργὸς μαζύ, καὶ βλέπομε νὰ στριφογυρνοῦν ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὧρες, κι’ ὁ Ἰταλὸς καὶ τὰ σανίδια τῆς μπαράγκας καὶ πηχτὰ σύγνεφα σκόνης, ἐνῷ μιὰν ἔντονη μυρωδιὰ μπαρούτης ἁπλώνεται παντοῦ.

Ὅμως ποτὲ δὲν ἐπέρχεται τὸ μοιραῖον, γιατί ὑπάρχει κάτι. Ἕνα μυστικό. Κι’ αὐτὸ τὸ μυστικὸ εἶναι ἁπλούστατα ἡ σύζυγος ποὺ γρηγορεῖ. Πράγματι, ἡ γυναῖκα του, δική μας: εὐλαβικὴ κι' όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στὶς ἐκκλησιές, καὶ κάνει βαθειὲς μετάνοιες, κι' ὅλο προσεύχεται γιὰ δαύτονε. Κι' ἔτσι τόνε κρατᾶ στὴ ζωή.
Μάλιστα, κάτω στὴν χαράδρα ποὺ περιβάλλει τὸν ἀττικὸ λοφίσκο, ἐκεῖ, ἡ μαύρη, ἔχει σπείρει τὸν κόσμο μ' ἀναρίθμητα προσκυνητάρια, τὰ περισσότερα μαρμάρινα, ἄλλα ταπεινότερα, ὅμως ὅλα μὲ εἰκόνα Θεοτόκου ἢ ἄλλου ἁγίου, κι' ὅλα μὲ μιὰ θυρίδα, γιὰ τὰ λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει ὑπομονετικὰ τὰ χρήματα, καὶ τὸ μεγαλύτερο μὲν μέρος διαθέτει γι’ ἀγαθοεργοὺς σκοπούς, ἐνίσχυση ἀπόρων, ἀνακούφιση ἀσθενῶν, ἀποπεράτωση ἐκκλησιῶν, κι’ ἕνα ἄλλο μέρος τὸ φυλᾶ προσεκτικά, καθὼς σκοπεύει μ' αὐτό, ἐν καιρῷ, ν’ἀνεγείρη ἐκκλησία τιμωμένη μὲ τ' ὄνομα τῆς Ἁγίας ΑΙκατερίνης.

(Πιὸ πέρα, στὴ χαράδρα, κάποιος ἔχει ἐγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιῶν, σ’ ἕνα χωράφι, καί, πιὸ πέρα ἀκόμη, μέσα σὲ περιβόλι, εἶναι τὰ ἐρείπια μισοχτισμένου ἀρχοντικοῦ).

Αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ Ἰταλοῦ εἶναι κι’ ἡ ἱστορία ἡ δικιά μας, Ἑλένη. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ πυροτεχνουργός; Τὰ ποιήματά μου δὲν εἶναι Πασχαλινὰ χαλκούνια, κι’ οἱ πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινὰ ὑπέρλαμπρα μετέωρα τοῦ Ἀττικοῦ οὐρανοῦ; Κι’ ὅμως, ἐὰν ἀκόμη δὲν μὲ κατασπαράξανε ἀλύπητα, νὰ πετάξουνε τὶς σάρκες μου στὰ σκυλιά, αὐτὸ δὲν τὸ χρωστάω σ’ ἐσένα, στὴ μεγάλη στοργή σου καὶ στὴν ἀγάπη σου; Τὸ ξέρω, μή μοῦ τὸ κρύφτεις, τὸ ξέρω σοῦ λέω: προσεύχεσαι γιὰ μένα!

Μάζευε τὰ λεφτὰ τῶν προσκυνηταρίων μας καὶ σκόρπαε, μὲ τ' ἅγια λευκά σου χέρια, τὸ καλὸ παντοῦ. Ὅμως κράτα ἕνα μέρος, νὰ συγκεντρώσωμε, κι’ἐμεῖς, λίγο-λίγο ἕνα ποσό, γιὰ ν' ἀνεγείρουμε μιὰν ἐκκλησιὰ ἀφιερωμένη στὴν Βασίλισσα ποὺ εἶχε τ’ὄνομά σου. Ἐκεῖ μέσα, σ' αὐτὴν τὴν ἐκκλησία θὲ νὰ σὲ παντρευτῶ. Γιατί εἶσαι ὡραῖα, ἔχεις τὴν πιὸ εὐγενικὴ κι’ ὑπερήφανη ψυχή, καὶ σ’ ἀγαπῶ παράφορα.

Του Νίκου Εγγονόπουλου, απὸ τὴ συλλογὴ «Ποιήματα», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1994.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Νίκος Εγγονόπουλος


Κάθε καιρός έχει τα δικά του λεξιλόγια, πλοκαμισμένα στα προβλήματα που θέτει η ζωή συνολικά. Βγαλμένα μέσ’ από τόσες αφετηρίες και διαδικασίες αποδειχτικές τα διάφορα λεξιλόγια δημιουργούν εκείνα τα φράγματα, που θα συγκρατήσουν την αλήθεια, που μας επιτρέπουν τη χρήση της. Η αλήθεια, όμως, είναι συγκλονιστικά «άχρηστη», δε στεγάζεται με τίποτα, κρατώντας μας, καθώς χύνεται στο θάνατο, σε μιαν αξόδευτη έκπληξη, που δεν μπορεί να χωρέσει στην τρώγλη του λεκτικού. Σ’ αυτή μέσα ζούμε δύστυχοι και απροσπέλαστοι, υποτιμώντας την τελειότητα της αναπνοής, εξασφαλίζοντας το όνομα της ελευθερίας στις χειρότερες αιχμαλωσίες, τις πνευματικές. Οποιοδήποτε λεκτικό υποχρεώνει, χρεώνει και αποσχίζει. Ανάμεσ’ από δεκαπέντε χιλιάδες καλέσματα το νιώθουν αυτό στα βάθη τους οι αντιφατικοί, με το δικαίωμα του ωκεανού. Σήμερα, που τα λεξιλόγια του πνεύματος έγιναν από κάθε άλλη φορά πιο περίπλοκα και λεπτολογημένα, σήμερα που οι μακαρίτισσες αποστάσεις προοιωνίζουν το συχωρεμένο αεροπλάνο, μπορούμε να επισημάνουμε την παράλληλη τάση για ξεπέρασμα των περιπετειών του λεκτικού. Και, βέβαια, η ποίηση, με ατράνταχτη απελπισία, διδάσκει την εκτυφλωτική ελευθερία των συμβόλων και όλων των εκφραστικών αξιοπρεπειών, των απελευθερωτικών συνδυασμών, την ελαστικότητα του γλωσσικού δυναμισμού. Σήμερα η κατανάλωση θριαμβεύει σαν κατεύθυνση της ανθρώπινης λαχτάρας, δημιουργώντας του κόσμου τις εξυπνάδες προς εξυπηρέτηση της. Ευεργετικό θα ’τανε το υποστασιακό όργωμα που προκαλεί, η κατανάλωση, αυτή η γενική ορμή της να περιλάβει και το λεκτικό σε όλες του τις ποσότητες για ένα δημιουργικό ξεπούλημα, ώστε να κερδίσει απερίσπαστα την αυτοδυναμία του ο άνθρωπος, που γίνεται πριν από κάθε του ιδιότητα, πριν απ’ την ύπαρξή του την ίδια στο βαθμό που αυτή σχετίζεται με οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή άλλο λεκτικό. Και, βέβαια, η ποίηση διδάσκει μια αιώνια κατανάλωση των λέξεων, αποβλέποντας ανάμεσ’ από αναρίθμητες, ελεύθερες ισοδυναμίες τους στην ενότητα της εκπλήξεως.


Έχουμε πιστώσει ακατάπαυστα θεωρίες και αντιλήψεις, συστήματα και τρόπους του λογικού, θέσεις και αντιθέσεις, πειθαρχίες του στοχασμού με αθέλητες παγιδεύσεις σε δόγματα και «ανθρωπισμούς», αποξενωτικούς μελλοντισμούς και εναγκαλισμούς ιδεολογιών. Εκείνο που πρέπει, ωστόσο, να διαπιστώσουμε είναι πως ο άνθρωπος υπάρχει ανιδεολόγητος στην εκθαμβωτική του σημασία, στο πραγματικό μέγεθος της αυταξίας του, που εκτείνεται σ’ ολάκερο τον ουρανό για να φανερώσει το μεγαλόπρεπο διανόημα του σώματος και του θανάτου, χαρίζοντας στην πολύβλαστη γη τις αθανασίες του έαρος, την αινιγματική και άχρονη ώρα που η θεοπρεπής χειρονομία της ψυχής βυθίζεται ολοφάνερη στις φλόγες όπου καίγεται η ματαιότητα και ανασύρει την καρδιά του σύμπαντος.

Έτσι, για όλα τα λεξιλόγια του πνεύματος μπορούμε να επαναλάβουμε τη φράση του κ. Martin στη Φαλακρή Τραγουδίστρια του Ionesco, τη συνδυάζουσα με όλη την ανωτερότητα της ανθρώπινης παρουσίας τη γενναιόφρονη εναλλαγή και μαγγανεία του γλωσσικού σκοπού: Le pain est un arbre tandis que le pain est aussi un arbre.

Δημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Εστία, τομ. 83, τ. 972, 1 Ιανουαρίου 1968, σελ. 7-8.

Ένας.. ανώνυμος-όχι εγώ- το είχε αναφέρει ως σχόλιο στην ανάρτηση «φωτίζεται στολίζεται και μοιράζεται» του Old Boy της 10ης Δεκεμβρίου 2008.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...