Οι
θατσερικές πολιτικές, τις οποίες οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες είχαν την εξυπνάδα να αποφύγουν, εφαρμόστηκαν
σε ιλιγγιώδη κλίμακα στην ανατολική Ευρώπη. Οι ιδιωτικοποιήσεις σάρωσαν όλη την
περιοχή, κάτω από τη διεύθυνση ενός ολόκληρου
στρατού από δυτικούς οικονομολόγους, συμβούλους, λογιστές και δικηγόρους. Το
80% σχεδόν της τσέχικης οικονομίας και το 40%-60% εκείνης των άλλων χωρών
βρέθηκε σε ιδιωτικά χέρια μέσα σε πέντε χρόνια. Ήταν μια πρωτοφανούς κλίμακας
μεταβίβαση πόρων – και στο εσωτερικό των χωρών και από τα κράτη προς τους ξένους
επενδυτές. Το αποτέλεσμα ήταν να
καταστραφεί το κομμουνιστικό σύστημα πρόνοιας, χωρίς να μπει κάτι άλλο στη θέση
του. Το πολύ- πολύ οι δυτικές τράπεζες προσέφεραν εκείνο το είδος βραχυπρόθεσμης
χρηματιστικής βοήθειας για την εξασφάλιση της νομισματικής σταθερότητας που
είχε δοθεί στα κομμουνιστικά καθεστώτα στη δεκαετία του 1980. Όπως είχε
ξανασυμβεί στο παρελθόν στη δεκαετία του 1920, οι δυτικές κυβερνήσεις προτίμησαν
να κρατήσουν αποστάσεις από την περιοχή, αφήνοντας την παροχή επενδυτικών
κεφαλαίων στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό απλούστατα δεν αρκούσε. Από το 1990 ως το 1993 οι ξένες επενδύσεις σε ολόκληρο το πρώην σοβιετικό
μπλοκ έφτασαν τα 12.500.000.000 δολάρια, όταν μονάχα η Σιγκαπούρη προσέλκυσε
σχεδόν το μισό από αυτό το ποσό μέσα σε ένα χρόνο. Αντιμέτωποι με την
νομική αβεβαιότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος- το γερμανικό ομοσπονδιακό γραφείο
αποκατάστασης είχε από μόνο του περισσότερες από 1.000.000
αιτήσεις να εξετάσει το 1993-, οι ξένοι επενδυτές κράτησαν στάση αναμονής. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα
ανασυγκρότησης και ανάπτυξης- αντάξια κληρονόμος του αποτυχημένου
δημιουργήματος του Λόυντ Τζώρτζ μετά τον
Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- ξόδεψε το μεγαλύτερο ποσό των αρχικών της κεφαλαίων όχι
στην ανατολική Ευρώπη αλλά στην επιμαρμάρωση
των μεγαλοπρεπών κεντρικών γραφείων της στο Λονδίνο.
Το
αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια πτώση κατά 20-40% της βιομηχανικής παραγωγής και
έντονη αύξηση της ανεργίας, που το μόνο που την αντιστάθμιζε ήταν η αύξηση της εκροής
εργατών προς άλλες χώρες. Έτσι, οι νέες
δημοκρατίες χρειάστηκε να αναμετρηθούν με το παγκόσμιο ανταγωνισμό, πράγμα που
οι προκάτοχοι τους είχαν αναβάλει. Ολόκληρες πόλεις και βιομηχανίες κατέρρευσαν,
τα νοίκια, μένοντας ανεξέλεγκτα τινάχτηκαν στα ύψη, και οι εισοδηματικές διαφορές
ξαφνικά διευρύνθηκαν, καθώς μια νέα τάξη καπιταλιστών επεδείκνυε τον πλούτο της
σε κοινωνίες οι οποίες είχαν πάρει πολύ σοβαρά την εξισωτική ρητορική του κομμουνισμού.
<< Τώρα πια δεν υπάρχει δίκτυο ασφαλείας>> παραπονιόταν ένας Ούγγρος
εργάτης. << Τουλάχιστον τότε υπήρχε. Γίνονται φοβερές απολύσεις. Αν δεν
πληρώσεις σου κόβουν το ρεύμα >>. Τελικά το παλιό σύστημα είχε τα κακά
του αλλά και τα καλά του, και οι άνθρωποι τα είχαν συνηθίσει και τα δύο. Ο νέος
καπιταλισμός ήταν πιο ασταθής, δημιουργούσε νέου τύπου μαφιόζους, εξέτρεφε το
έγκλημα και κατέστρεφε τις οικονομίες του κοσμάκη μέσα από εταιρείες τύπου
<<πυραμίδας>> που λόγω απειρίας αυτός της περνούσε για κανονικές
τράπεζες. Η ηθική οικονομία του κομμουνισμού
είχε χρεωκοπήσει, αλλά τίποτα δεν την έχει
αντικαταστήσει ακόμα, εκτός από έναν νέο ατομικισμό και ένα αίσθημα
καχυποψίας.
Ο Mark Mazower με
αγγλικό φλέγμα και λεπτή ειρωνεία επισημαίνει
ήδη από το 1998 εν εξελίξει τεκτονικές αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη που έχουν
γίνει (;;;) κατανοητές από πολύ περισσότερους ανθρώπους στις μέρες μας. Κοντά στην
αυγή τότε του millennium
ο Eric
Hobsabawm
που
πέρα από εμβληματικός ιστορικός διέσχισε πολλές πλευρές του 20ου
αιώνα ως αυτόπτης μάρτυρας εντυπωσιάζεται, ελπίζω όχι μόνο από επιστημονική αβρότητα, από τη Σκοτεινή Ήπειρο
του Mark
Mazower
(από το βιβλίο αυτό είναι το παρατιθέμενο άνωθεν απόσπασμα) και δηλώνει πως
όποιος φαντάζεται ακόμη την ιστορία της Ευρώπης σαν το θρίαμβο του
φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας θα πρέπει να διαβάσει αυτή τη ζοφερή
επισκόπηση της Ευρώπης του εικοστού αιώνα ως λίκνου της βαρβαρότητας.