Ας αποχαιρετήσω έναν εμβληματικό σκηνοθέτη μιας ολόκληρης εποχής, παραγωγικότατο, αν και συχνά άνισο, μέσα από τα δικά του λόγια:
« Γεννήθηκα ανυπόμονος. Όπως ακριβώς ο πατέρας μου. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το δομικό στοιχείο του χαρακτήρα μου, μαζί με το ότι είμαι το πιο αδιάλλακτο πνεύμα αντιλογίας, όπως ακριβώς η μητέρα μου. Είναι περίεργο ότι επέλεξα να υπηρετήσω μια τέχνη που απαιτεί την υπομονή και τη συναίνεση. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η ζωή μου είναι μια σειρά από αναμονές. Περιμένω ατελείωτες ώρες έναν οπερατέρ να φωτίσει ένα πλάνο, τον ήλιο να κρυφθεί στα σύννεφα, τη νύχτα να έρθει ή τη μέρα να ξημερώσει. Περιμένω μαρτυρικά τους ηθοποιούς να ντυθούν, να μακιγιαριστούν και μερικούς να μάθουν τα λόγια τους, να περάσει η βροχή, ένας θόρυβος, οι ανεπιθύμητοι περαστικοί. Περιμένω κάτι που ξέχασε να φέρει στο γύρισμα ο φροντιστής, το ηλεκτρικό που κόπηκε ή τον κακομαθημένο πρωταγωνιστή που, συνήθως, αργεί. Αυτές οι αντιφάσεις είναι μέρος του κόσμου, λέω μέσα μου, τις παρατηρώ έκθαμβος και συνεχίζω, από κεκτημένη ταχύτητα, να κολυμπάω μέσα τους, σχεδόν ευτυχισμένος, αλλά πάντως ανυπόμονος. Από πάντα βιαζόμουν. Δεν ξέρω γιατί. Χωρίς λόγο. Ίσως είναι ένας φόβος μην πεθάνω πριν προλάβω να ζήσω. Ένα αίσθημα που με βασανίζει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ο χρόνος δεν έχω καταλάβει τι είναι. Μπορεί να είναι η τέταρτη διάσταση ή ότι άλλο θέλει, όμως σε μένα πάντα βάραινε πάνω μου, είτε ως ανυπόφορη αναμονή είτε ως αστραπιαία ταχύτητα που σε εμποδίζει να απολαύσεις σε όλη του την έκταση αυτό που με τόση λαχτάρα περίμενες. Για αυτό και εγώ μεταχειρίστηκα όλα τα κόλπα για να τον αντιμετωπίσω. Άρχισα να ερωτεύομαι από νωρίς, παντρεύτηκα μικρός, σχεδόν ανήλικος, έκανα αμέσως ένα παιδί, χώρισα ξαναπαντρεύτηκα. Κυνηγώντας έναν κορεσμό ή μια πληρότητα που έτσι νόμιζα ότι θα την έκανα να διαρκέσει περισσότερο…»
Νίκος Παναγιωτόπουλος- Από το καλάθι των αχρήστων