Ξεκίνησε αυγή
- χαράματα -
να κλέψει τ' άστρα
ξεκίνησε
νύχτα
και σκότωσε
όλα τα όνειρα
αυτό το άγαλμα
-και μπλέκονταν ως βάδιζε
τα γυμνά πόδια του
στους βάτους
και μάτωναν στ' αγκάθια
και τα ευγενικά ευλογημένα χέρια του
ίδια πουλιά της Άνοιξης χάιδευαν
τα γεράνια π'ονομάτιζε μια νύχτα αγάπης
και του παρθενικού ονειροκρίτη της
τις βαθιές πόρπες
και των βυζιών της
τις κραυγές τις κόκκινες
και τους κρυφούς θυσάνους
Ελεύθερος (στα όρια του ασυνάρτητου) συνειρμός:
- χαράματα -
να κλέψει τ' άστρα
ξεκίνησε
νύχτα
και σκότωσε
όλα τα όνειρα
αυτό το άγαλμα
-και μπλέκονταν ως βάδιζε
τα γυμνά πόδια του
στους βάτους
και μάτωναν στ' αγκάθια
και τα ευγενικά ευλογημένα χέρια του
ίδια πουλιά της Άνοιξης χάιδευαν
τα γεράνια π'ονομάτιζε μια νύχτα αγάπης
και του παρθενικού ονειροκρίτη της
τις βαθιές πόρπες
και των βυζιών της
τις κραυγές τις κόκκινες
και τους κρυφούς θυσάνους
Ελεύθερος (στα όρια του ασυνάρτητου) συνειρμός:
Προσωπικός κυκλωτικός χορός με ένα ακόμα δίστιχο του Εγγονόπουλου να αντηχεί βαθιά μέσα μου:
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
«Μπολιβάρ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου