Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Διάβασα την «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι
αυτό το Πάσχα. Είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου,
εντυπωσιάστηκα από τη σκιαγράφηση του βασικού γυναίκειου χαρακτήρα, της πραγματικά
σπουδαία πλασμένης Ραραού. Η Ραραού, μια συνταξιούχος πλέον θεατρίνα- κομπάρσα αφηγείται τη ζωή της στην Κατοχή και στα
κατοπινά χρόνια. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, από την Ραραού, κατά κόσμον
Ρουμπίνη Μέσκαρη, εκτός από δύο παρεμβάσεις ενός εξωτερικού αφηγητή, οι οποίες αποκαθιστούν
την αλήθεια, καθώς ο λόγος της Ραραού συμπεριλαμβάνει, μέσα στα άλλα, ψέματα
και φαντασιοπληξίες. Στο οπισθόφυλλο της τεσσαρακοστής έκτης έκδοσης του 2001 από
την οποία διάβασα το μυθιστόρημα συμπεριλαμβάνεται ένα απόσπασμα κριτικής από την
Corriere Della Sera στο οποίο ο Cesare Segre αναφέρει: « Η Μητέρα του Σκύλου… η ζωή εκρήγνυται σαν βόμβα.. άπειρες
είναι οι σκηνές που θα θυμόμαστε…». Για το βιβλίο έχουν γραφτεί τόσα πολλά όλα αυτά
τα χρόνια, μάλιστα πρόσφατα ανέβηκε θεατρική παράσταση από το Σύγχρονο Θεάτρο
με την Δήμητρα Χατούπη στο ρόλο της Ραραούς, ενώ το 2011 στην παράσταση του
Εθνικού Θεάτρου τον ίδιο ρόλο είχε ερμηνεύσει η Θέμις Μπαζάκα, έτσι δεν
προσθέτω κάτι παραπάνω, παρά διαλέγω να παραθέσω από αυτό δύο αλληλένδετες ιστορίες, που, μέρες μετά, καρφώθηκαν
στο μυαλό μου:
…Αυτό το χωματένιο πάτωμα όλο σε
μπελάδες μας έβανε. Η μητέρα μου ήταν πολύ νοικοκυρά, από κείνη το ’χω τάλε
κουάλε. Έπρεπε να το καταβρέχουμε. Όχι με νερό πεταχτό, για να μη λασπώνει.
Γεμίζαμε το στόμα νερό, μπουχίζαμε το πάτωμα, για να κατακάθεται ο μπουχός και
να τσιμεντώνει. Και τον χειμώνα το κάναμε αυτό, όλοι μαζί. Και μετά το
πατικώναμε όλοι μαζί, βάναμε μια σανίδα, πατάγαμε, τη μετατοπίζαμε, και δόστου όλοι μας πάνω στη
σανίδα. Δίοτι αν το αφήναμε έτσι, το πάτωμα ξαναγινόταν χώμα, και ξεφύτρωναν
χόρτα, μολόχα κυρίως μια αφορά έσκασε και μια παπαρούνα δίπλα στο νεροχύτη.
Εμένα, να πω την αμαρτία μου,
μου άρεσε που είχαμε πάτωμα χωματένιο. Διότι πάντα μου είχα μια προσήλωση στο
χώμα, από παιδί, τρέχα γύρευε γιατί. Πάντα μου ονειρευόμουνα πως δήθεν κατέχω ένα κομμάτι γη ολοδικό μου.
Και στη σχολική μου τσάντα είχα πάντα μια χεριά χώμα. Στην πίσω αυλίτσα μας είχα
χωρίσει μια γωνιά και την έλεγα «το χτήμα μου ». Την είχα φράξει με βεργίτσες
και φύτευα φασολιές, αλλά δε φτούραγαν, τις φύτευα λάθος εποχή. Μετά πήρα κι
έφτιαξα ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι μου.
Τον χειμώνα στρώναμε
κουρελούδες και μικρά τσόλια, πλην τίποτα, όλο χόρτα ξεμύτιζαν. Μια φορά, ξημερώματα,
έτυχε να δω την κουρελού να κουνιέται και να υψώνεται, λέω βγαίνει φίδι. Σηκώνω
την κουρελού, βλέπω ήταν ένα μανιταράκι που έσκαγε. Σαν ανατολή ηλίου από το
πάτωμα.
… Και την εικοστή έβδομη μέρα
δίχως ψωμί, μας είχε τελειώσει και ο καφές, η μητέρα μου είχε βγει από το πρωί.
Εμείς τα παιδιά καθόμαστε και τα τρία στο κρεβάτι να ζεσταινόμαστε, έλεγα
μακάρι να ’χαμε τώρα την πουλακίδα στα πόδια μας να μας ζεσταίνει. Τα πουλερικά
έχουν θερμοκρασία ανώτερη απ’ του ανθρώπου.
Αυτή την πουλακίδα μας την είχε
χαρίσει η δεσποινίς Σαλώμη, καλή της ώρα εκεί που ζει τώρα, αν και όχι στας
Αθήνας. Αυτή κάπου είχε ρημάξει ένα κοτέτσι. Την έδωσε της μητέρας μου, να τη
βράσεις να πιούνε τα παιδιά το ζουμί της λέει, γιατί τα βλέπω αδενοπαθή σε λίγο.
Η πουλακίδα είχε ωραία χρώματα,
ψηλό λαιμό, και ζωηρή, ούτε ήξερε αυτή ότι έχουμε Κατοχή. Λέμε εμείς, μαμά μη
τη σφάξουμε. Καλά, λέει, ασ’ τη να μεγαλώσει λιγουλάκι, να μας βγει και μια
μερίδα περσότερο, μπορεί να γεννήσει και κάνα αυγό. Αυγό όμως φάγαμε μόλις
μπήκαν οι Εγγλέζοι ως ελευθερωτές. Κι έτσι την κρατήσαμε κάπου έξι μήνες, την
ψευτοταίζαμε, της έβρισκα και κανένα σκουλήκι εγώ. Τη βγάζαμε για βοσκή, να
τσιμπήσει χορταράκι και κανένα ζουζούνι, σε μια παραπλεύρως αλάνα. Την
πηγαίναμε και τα τρία αδέρφια μαζί, μη μας ριχτούν και μας την κλέψουν,
κουκουλωμένη μάλιστα κάτω από το πανωφόρι του Σωτήρη. Την κουβαλούσαμε στα
χέρια σηκωτή, διότι είχε εξαντληθεί και περπατούσε πολύ σπάνια.
Μόλις φτάσαμε εκείνη την ημέρα
στην αλάνα, την απιθώνω κάτω για να σκαλίσει να βρει σκουλήκι, αυτή έγειρε
πλευρό και με κοίταζε. Δεν είχε δυνάμεις να σκαλίσει. Της δίνω νερό, το ήπιε με
το ζόρι. Λέω παιδιά, το ζωντανό δεν είναι καλά, πάμε σπίτι να προλάβουμε να το
σφάξουμε προτού ψοφήσει. Όχι, μας είπε η μάνα μου, δε τη σφάζω. Κι έτσι, τ’ απογευματάκι
πια, η κότα με ξανακοίταξε και πέθανε. Από την πείνα. Τη σηκώνω, πεθαμένη ήταν
βαρύτερη. Μουρλάθηκες που θα τη θάψεις, πότε μου γίνατε πλούσιοι, μου βάζει τη
φωνή η δεσποινίς Σαλώμη απ’ το μπαλκόνι τους μόλις με είδε στην αυλή να σκάβω.
Ζεστή είναι ακόμη, άντε μάδα την να τη βράσετε! Εγώ φταίω που σας την έδωσα και
πήγε χαράμι.
Ξαναμπαίνω σπίτι, μαμά λέω, που
’ναι το σκαλιστήρι, φερ’ το. Τα αδέρφια μου τράβηξαν το κρεβάτι, έσκαψα στη
γωνιά που είχα ορίσει να ’ναι το περιβολάκι μου, και την έθαψα μια χαρά,
ξαναβάλαμε το κρεβάτι στη θέση του όμορφα. Κάθε πρωί τραβούσα το κρεβάτι, έτσι
να βλέπω. Κι ένα πρωί ήταν ένα σαλιγκάρι δίπλα στον τάφο της πουλακίδας μου,
τώρα βρήκες να ’ρθεις τρομάρα σου, του λέει η μάνα μου, δεν ερχόσουνα νωρίτερα
να σε φάει η κοτούλα να ζήσει. Και το πήρε στην παλάμη της και το έβγαλε έξω
στα χόρτα της αυλής. Και συχνά μνημόνευε την κότα, της είχαμε και όνομα, ούτε
που θυμάμαι τώρα, τόσες δεκαετίες πια, πως την είχαμε βγάλει.
Παύλος Ματέσις – Η μητέρα του Σκύλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ
20,21,22,23,24