Συντάκτης:
Σοφία Πατούρα *
Στον δικό μας αιώνα ο
Μεσαίωνας μπήκε πολύ νωρίς! Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες. Με υποκινούμενους
εμφύλιους πολέμους, με αποτυχημένες, «ύποπτες» κοινωνικές εξεγέρσεις, με
εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, με ξεριζωμό από πατρίδες και εστίες, με
εκατομμύρια περιπλανώμενους πρόσφυγες και μετανάστες, με έντονη ανασφάλεια και
φόβο από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, με συρρίκνωση της δημοκρατίας και των
ατομικών ελευθεριών, με πολλή φτώχεια και ανείπωτη απελπισία!
Αυτόν τον Μεσαίωνα ζει
σήμερα η παγκόσμια κοινότητα, αλλού σε μικρή και αλλού σε μεγαλύτερη κλίμακα,
ενίοτε καθολική, όπως συμβαίνει σε χώρες σαν τη Συρία, την Υεμένη, το
Αφγανιστάν κ.λπ. Οσο για τα καθ’ ημάς, ζούμε κι εμείς τον δικό μας Μεσαίωνα!
Ευτυχώς, ακόμη χωρίς πολέμους με βομβαρδισμούς και πολυβόλα, χωρίς τρομοκρατικά
χτυπήματα, χωρίς βίαιους εκπατρισμούς.
Με οικονομικό μόνο πόλεμο,
με πισώπλατα χτυπήματα, με μεθοδευμένους και αναπόφευκτους εκπατρισμούς. Εδώ, ο
Μεσαίωνας μπήκε στις ζωές μας σιγά σιγά, με τρόπο ύπουλο. Μπήκε με τη μάσκα των
«μνημονίων», σε μια στιγμή που αγνοούσαμε τι κρυβόταν πίσω από αυτήν.
Αν και πολλά τα ιστορικά
παραδείγματα, θα προσεγγίσω τον
δανεισμένο από τον Ρώσο συγγραφέα Ταράνοφ τίτλο του παρόντος άρθρου, στην
κυριολεκτική του διάσταση, επικαλούμενη ad hoc
μαρτυρίες δύο συγγραφέων του πρώιμου Μεσαίωνα: του παγανιστή Ζώσιμου και του
ιστορικού Προκόπιου.
Τα συγκεκριμένα έργα
παρέμειναν ανέκδοτα ενόσω εκείνοι ζούσαν, γιατί η σκληρή κριτική τους αφορούσε
δύο μεγάλους, κατά τ’ άλλα, αυτοκράτορες, τον Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό.
Είναι τόσο μεγάλες οι
αναλογίες ανάμεσα σ’ εκείνα που δριμύτατα επικρίνουν οι συγγραφείς στην
οικονομική και κοινωνική πολιτική των δύο αυτοκρατόρων και σε αυτά που βιώνουμε
σήμερα, που δικαιολογούν, θα έλεγα, τους υποστηρικτές της άποψης ότι η Ιστορία
κάνει κύκλους και επαναλαμβάνεται.
Ας μιλήσουν όμως τα ίδια τα
ιστορικά πρόσωπα, με πρώτο τον Ζώσιμο:
«Ο Κωνσταντίνος επέβαλε και τον φόρο του
“χρυσαργύρου” σε όλους τους εμπορευόμενους της επικράτειας, ακόμη και στους πιο
φτωχούς μικρέμπορους,... ούτε καν τις δύστυχες εταίρες δεν εξαίρεσε από αυτόν.
Κι έβλεπες σε όλες τις πόλεις τον κόσμο να κλαίει και να οδύρεται σαν να έφθανε
το τέλος της τετραετίας και έπρεπε να εισπραχθεί ο φόρος εκείνος.
Οσοι είχαν περιέλθει σε έσχατη φτώχεια και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, μαστιγώνονταν και βασανίζονταν. Εφθαναν στο σημείο μάνες να πωλούν τα παιδιά τους και πατέρες να εκπορνεύουν τα κορίτσια τους (πατέρες επί πορνείου θυγατέρας εστήσαντο) για να εξασφαλίσουν τα χρήματα για τους φοροεισπράκτορες του “χρυσαργύρου”».
Οσοι είχαν περιέλθει σε έσχατη φτώχεια και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, μαστιγώνονταν και βασανίζονταν. Εφθαναν στο σημείο μάνες να πωλούν τα παιδιά τους και πατέρες να εκπορνεύουν τα κορίτσια τους (πατέρες επί πορνείου θυγατέρας εστήσαντο) για να εξασφαλίσουν τα χρήματα για τους φοροεισπράκτορες του “χρυσαργύρου”».
Ενδιαφέρουσα είναι η
συνέχεια της αφήγησης όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ιστορικός μιλάει για τον
επαχθή ΕΝΦΙΑ της εποχής, τον επονομαζόμενο «φόλλις». «Ο Κωνσταντίνος, αφού κατέγραψε τις περιουσίες των επιφανών πολιτών,
επέβαλε έναν φόρο που τον ονόμασε “φόλλις”. Με όλους αυτούς τους φόρους οι
πόλεις ξεζουμίσθηκαν (τας πόλεις εξεδαπάνησεν)˙ και, επειδή παρέμειναν σε ισχύ
οι ίδιοι φόροι για πολύ καιρό μετά τον Κωνσταντίνο, σύντομα εξαντλήθηκε ο
πλούτος των ανθρώπων και οι περισσότερες πόλεις εγκαταλείφθηκαν από τους
κατοίκους τους και ερημώθηκαν».
Πιο κοντά στη σημερινή
πραγματικότητα βρίσκεται η πολυσέλιδη κριτική που ασκεί ο Προκόπιος στην
πολιτική του Ιουστινιανού. Στη «Μυστική Ιστορία» του, στηλιτεύει με δριμύτητα
την οικονομική πολιτική του, η οποία, όπως με λεπτομέρειες περιγράφει,
κατέστρεψε όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις: τους κρατικούς λειτουργούς, τους
στρατιωτικούς, τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους δασκάλους, τους ναυτικούς,
τους τεχνίτες, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, τους λιανοπωλητές, τους αγρότες,
τους γαιοκτήμονες, τους εργάτες, τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
Δεν χαρίστηκε καν στους
ανθρώπους του παλατιού και των αξιωματούχων του: γραμματείς, φρουροί,
διερμηνείς κ.ά. υποχρεώνονταν να παραιτηθούν από την αποζημίωσή τους, μετά το
πέρας της υπηρεσίας τους. Με τα μονοπώλια που εγκαθίδρυσε σε είδη πρώτης
ανάγκης, έπληξε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ευνόησε την αισχροκέρδεια. Εκτός
από τις άλλες εισφορές, δύο νέοι φόροι, η «συνωνή» και η «επιβολή», οδήγησαν
τους κτηματίες «στην πλήρη χρεοκοπία».
Ηταν τέτοια η φοροεπιδρομή του Ιουστινιανού
ώστε «οι φοροεισπράκτορες δεν εισέπρατταν μόνο τον επιβεβλημένο στον καθένα
τους ετήσιο φόρο, αλλά και το μερίδιο των πεθαμένων γειτόνων τους»! «Λύπη και
κατήφεια επικρατούσε παντού... και οι άνθρωποι, στα σπίτια, στην αγορά και στα
ιερά, δεν συζητούσαν τίποτε άλλο παρά για συμφορές και καταστροφές και για τις
νέες δυστυχίες που θα τους έβρισκαν».
Με την άρνησή του να
διαγράψει παλαιά χρέη προς το Δημόσιο -συνήθης έως τότε πρακτική «για να μην
είναι αδιάκοπα πνιγμένοι στα χρέη οι άποροι... »-, ο Ιουστινιανός οδήγησε τους
φτωχούς πολίτες σε ανέχεια και απόγνωση και «τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη
χώρα και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ».
Ετσι, λοιπόν, χτίστηκαν οι
μεγάλες αυτοκρατορίες. Τη δόξα τους εζήλωσαν νεότερες και σύγχρονες Δυνάμεις,
δικαιώνοντας τον ορισμό της Ιστορίας από τον Γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Alexis de Tocqueville: «Η Ιστορία είναι μια
πινακοθήκη όπου υπάρχουν λίγοι αυθεντικοί πίνακες και πολλά αντίγραφα».
* διευθύντριας Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών
Ερευνών, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών