KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Κείμενα της δεκαετίας του 1920



Ο Λούκατς εκφράζει με τον διαυγέστερο και συνεπέστερο τρόπο την ενότητα θεωρίας και πράξης, καθώς ο ίδιος, πέρα από ένας μαρξιστής κριτικός και θεωρητικός, ήταν και ένας συνειδητός κομμουνιστής και πρωταγωνιστής στην ιστορία της χώρας του, αλλά και της Ευρώπης: συμμετείχε ενεργά στη βραχύβια Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία του 1919, το 1930-31 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Μαρξ – Ενγκελς στη Μόσχα -όπου επανήλθε το 1933-34 για να δουλέψει στο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών-, επί καθεστώτος Ματία Ρακόζι στην Ουγγαρία έγινε στόχος των ούλτρα σταλινικών, ενώ στη διάρκεια της εξέγερσης του 1956 («Ουγγρική επανάσταση») έγινε μέλος της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Ιμρε Νάγκι. Εδώ όμως δεν θα ασχοληθούμε με την πολιτική του δράση, την τρικυμιώδη σχέση του με τον σοβιετικό σταλινισμό και την (αναγκαστική) «αυτοκριτική» του, αλλά με το κριτικό του έργο στην περίοδο της κρίσιμης δεκαετίας του ’20.
Τα κείμενα του συγκεκριμένου τόμου είναι γραμμένα σ’ αυτήν την περίοδο, δηλαδή στον απόηχο μιας εποχής με τις μεγαλύτερες αναστατώσεις που γνώρισε η Ευρώπη από την εποχή του Ναπολέοντα (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση κ.λπ.).
Στην κριτική του για το βιβλίο του Καρλ Κράους «Οι τελευταίες μέρες της Ανθρωπότητας» καταφέρεται κατά ενός απατηλού πασιφισμού της εποχής, ο οποίος συγκαλύπτει τις ετοιμασίες του φασισμού για ένα νέο πόλεμο, τον «τελευταίο», όπως υποστηρίζουν τα φερέφωνά του.
«Η πολεμική μηχανή επί το έργον: το εργαλείο του Τύπου – δημοσιογράφοι για τους οποίους ο θάνατος στρατιωτών κατά χιλιάδες είναι μόνο γραφικό υλικό για να διασκεδάζουν την κορεσμένη αστική τάξη...» γράφει χαρακτηριστικά. Αυτά τα κείμενα επηρέασαν μεταξύ άλλων την κριτική πένα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά και του μεταγενέστερου Λέο Λόβενταλ, δημιουργώντας μια οιονεί Σχολή για μια μαρξιστική θεωρία του κοινωνικού ρόλου της τέχνης. Εκφράζουν ταυτόχρονα και το κλίμα μιας εβραϊκής διασποράς στην Κεντρική Ευρώπη, την τραγική αντιφατικότητα της Mitteleuropa κατά τον Μίλαν Κούντερα.
Ο Γκέοργκ Λούκατς δεν κάνει τη λογοτεχνική κριτική σαν άσκηση δημοσίων σχέσεων, αλλά προσπαθεί να τοποθετήσει το αντικείμενό της (και τον δημιουργό του) μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο, να αντιληφθεί ποιες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις βρίσκονται πίσω του, έστω και έμμεσα.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ινδού λογοτέχνη και ποιητή Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και της ευρείας αποδοχής που έχαιρε από τη βρετανική αστική τάξη και την «πνευματική ελίτ» τής Γερμανίας. Ουσιαστικά την οφείλει, λέει ο Λούκατς, στην προδοσία του ινδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και στην αποκήρυξη –από τον Ταγκόρ– των «βίαιων» μεθόδων του κινήματος έναντι των Βρετανών ιμπεριαλιστών.
Αναλύοντας συγγραφείς, όπως ο Μπέρναρντ Σο και ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, επιχειρεί να διαχωρίσει τα θετικά από τα αρνητικά στοιχεία του έργου τους. Αυτά που «βλέπουν» στο μέλλον ανατέμνοντας το παρόν και εκείνα που αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο σε έναν συντηρητικό και ρομαντικό ανορθολογισμό που αναζητά τις λύσεις στο παρελθόν και σε αντιδραστικές (μικροαστικές) ιδεολογίες.
Ο Λούκατς αποδεικνύει μέσω των κειμένων του ότι η προσέγγιση της λογοτεχνίας προϋποθέτει τη γνώση όχι μόνο της πρόσφατης ιστορίας της και των αντιπροσωπευτικότερων πλευρών και εκπροσώπων της, αλλά και των αντιφατικών εσωτερικών σχέσεών της με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Από την άποψη αυτή κινείται σταθερά στην παράδοση του ίδιου του Μαρξ και των έξοχων «δημοσιογραφικών» και άλλων κριτικών κειμένων του, τα οποία σκιαγραφούν, περιγράφουν, ανατέμνουν και αναλύουν τον πνευματικό ορίζοντα κοινωνικών τάξεων, ομάδων και προσωπικοτήτων του 19ου αιώνα. Η κριτική του σε ορισμένες περιπτώσεις ενσωματώνει τις αντιφατικές πλευρές μιας μαρξιστικής σκέψης, η οποία κινείται ανάμεσα στην οξυδερκή κοινωνική ανάλυση και στον σταλινικό δογματισμό με τα κριτήρια του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».

Με ορίζοντα την κοινωνία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση του Λούκατς –με αφορμή το βιβλίο του Νικολάι Μπουχάριν «Η θεωρία του ιστορικού υλισμού – για τη διαλεκτική ανάμεσα στην τεχνική και τον καπιταλισμό», όταν διαπιστώνει ότι «η τεχνική είναι το επιστέγασμα και η ολοκλήρωση του σύγχρονου καπιταλισμού, όχι η αρχική του αιτία». Η κριτική του είναι επίκαιρη και σήμερα, καθώς πολλοί θεωρούν ότι οι καινοτομίες στην τεχνική είναι αυτές που μπορούν να βγάλουν τον καπιταλισμό από τα σημερινά αδιέξοδά του. Εξηγεί ότι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο «δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση την αντικειμενική, ιστορική και μεθοδολογική υπεροχή της οικονομίας έναντι της τεχνικής» (σελ. 250-251).
Στο ίδιο κείμενο ασκεί δριμεία κριτική στον Μπουχάριν για τη θετικιστική του «παρέκκλιση» να θεωρεί ότι «η πρόβλεψη είναι εφικτή στις κοινωνικές επιστήμες, ακριβώς όπως είναι στις φυσικές επιστήμες», πεποίθηση που επηρέασε πολλούς στοχαστές στον 20ό αιώνα, προκαλώντας παρανοήσεις και υπερβολές. «Το πρόβλημα τού να γνωρίζουμε τον χρόνο εμφάνισης οποιουδήποτε ιστορικού γεγονότος αποκηρύσσεται εξαρχής ως μεθοδολογικά ανέφικτο» γράφει, προσχωρώντας στην έννοια της ενδεχομενικότητας.
Στις αρχές του φετινού χρόνου, το δημοτικό συμβούλιο της Βουδαπέστης, έπειτα από πρόταση του ακροδεξιού κόμματος Jobbik, πήρε την απόφαση να απομακρύνει το άγαλμα του Γκέοργκ Λούκατς από το πάρκο Szent István της ουγγρικής πρωτεύουσας. Το άγαλμα θα αντικατασταθεί από ένα αντίστοιχο του Αγίου Στεφάνου, του πρώτου βασιλιά της Ουγγαρίας.
Παράλληλα, με απόφαση της ακροδεξιάς κυβέρνησης του Βίκτορ Ορμπαν κλείνουν τα αρχεία Λούκατς, ένας ιστορικός θησαυρός με τη σκέψη του σημαντικού διανοητή. Σ’ αυτό το κλίμα –στην Ουγγαρία, αλλά και διεθνώς– η κυκλοφορία του βιβλίου από τις εκδόσεις Τόπος, με μετάφραση και κατατοπιστικότατη εισαγωγή του Χρήστου Κεφαλή, είναι μια πραγματική συνεισφορά στην κατανόηση της σκέψης και στην εκτίμηση της συνεισφοράς του μεγάλου Ούγγρου στοχαστή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...