KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ζαν-Κλοντ Καριέρ


 

Εγινε διάσημος κι ας ήταν σεναριογράφος

Βένα Γεωργακοπούλου

 

Κορυφαία προσωπικότητα του παγκόσμιου σινεμά, που αναγνωρίστηκε και στα Οσκαρ, με τεράστιο έργο και συνεργασίες με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες, από τον Μπουνιουέλ, τον Πίτερ Μπρουκ και τον Σλέντορφ μέχρι τον Βάιντα και τον Χάνεκε, πέθανε στα 89 του χρόνια.

Nα τον πεις σεναριογράφο, συγγραφέα και δραματουργό είναι πολύ λίγο. Ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ, που πέθανε στον ύπνο του τη Δευτέρα, σε ηλικία 89 χρόνων, ήταν πέρα και πάνω από ετικέτες, ήταν η πεμπτουσία του παραμυθά, που έπαιρνε τις λέξεις, σύγχρονες και αρχαίες, γαλλικές, αγγλικές ή σανσκριτικές, για να δημιουργήσει τις εικόνες της σύγχρονης εποχής σε κινηματογράφο, τηλεόραση, σκηνή.

Για να δώσει μορφή και συνοχή, αλλά και να πυροδοτήσει τις εμπνεύσεις άλλων, των μεγαλύτερων, από τον Μπουνιουέλ μέχρι τον Πίτερ Μπρουκ. Μια ζωή γεμάτη δουλειά και απίστευτο σε όγκο έργο, πάνω από 150 ταινίες. «Hσουν ο αρχηγός, ο καλύτερος Γάλλος σεναριογράφος όλων των εποχών», δήλωσε αποχαιρετώντας τον ο πρώην διευθυντής των Κανών, Ζιλ Ζακόμπ. Ενώ η ανεκτίμητη προσφορά του στο σινεμά αναγνωρίστηκε το 2014 με ένα τιμητικό Οσκαρ. Κι ας έλεγε ο ίδιος, «αν θες να γίνεις διάσημος, μη γίνεις ποτέ σεναριογράφος».

Σηκώνοντας το χρυσό αγαλματάκι, ο σεναριογράφος του Μπουνιουέλ, του Φόρμαν, του Σλέντορφ, του Χάνεκε, του Γκοντάρ, του Μαλ, του Βάιντα και τόσων άλλων είχε πει: «Ολοι οι σκηνοθέτες μού δίδαξαν κάτι και είναι πάντα κοντά μου, ακόμα κι αυτή τη στιγμή.

Οταν δουλεύω ακούω τις φωνές τους στο κεφάλι μου. Πολύ συχνά οι σεναριογράφοι λησμονούνται ή αγνοούνται. Διασχίζουν την ιστορία του κινηματογράφου σαν σκιές. Τα ονόματά τους σπάνια αναφέρονται στις κριτικές. Κι όμως, είναι κινηματογραφιστές.Γι' αυτό αφιερώνω αυτό το ανεκτίμητο αγαλματάκι σε όλους τους συναδέλφους μου, αυτούς που ξέρω κι αυτούς που δεν ξέρω, σε κάθε άκρη του κόσμου».

Από το 1961 μέχρι το 2020 ο Καριέρ έζησε μια απίστευτη σε συγγραφικές εμπειρίες ζωή. Κι όμως την ξεκίνησε το 1931 στο Κολομπιέρ-σιρ-Ορμπ της νοτιοδυτικής Γαλλίας σε μια οικογένεια οινοπαραγωγών, σε μια φάρμα χωρίς τρεχούμενο νερό και χωρίς καθόλου βιβλία.

Μέχρι τα 13 του χρόνια μίλαγε οξιτανικά! Οταν οι γονείς του ανέλαβαν τη λειτουργία ενός καφενείου στο Παρίσι, ο Καριέρ, διψασμένος για μάθηση και με μια τρομακτική έφεση στη γλώσσα, πέρασε με διάφορες υποτροφίες από τα πιο εκλεκτά σχολεία και κατέληξε με πτυχίο Ιστορίας και Γλώσσας. Εβγαλε ένα μυθιστόρημα το 1957, αλλά γρήγορα ο κινηματογράφος μπήκε στο διάβα του.

Ο Ζακ Τατί τον κάλεσε να μετατρέψει σε μυθιστορήματα ταινίες του, όπως τις «Διακοπές του κυρίου Ιλό» και «Ο θείος μου». Κι αυτός συνδέθηκε με τον βοηθό του, Πιερ Ετέξ, άλλη μεγάλη κωμική φυσιογνωμία του γαλλικού σινεμά, και γύρισαν μαζί μικρού μήκους ταινίες -κέρδισαν μάλιστα και Οσκαρ για την ταινιούλα τους «Heureux Anniversaire»- ενώ του έγραφε τα σενάρια για τις μεγάλες του.

Ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ με τον Λουι Μπουνιουέλ

Το 1963 ήταν χρονιά-σταθμός της ζωής του. Αρχίζει η σχέση του με τον μέγα Ισπανό σουρεαλιστή Λουίς Μπουνιουέλ, ο οποίος έψαχνε κάποιον να διασκευάσει σε σενάριο το μυθιστόρημα του Οκτάβ Μιρμπό «Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας», που θα γινόταν η πρώτη γαλλική ταινία του. Οι δυο άντρες έδεσαν. Φίλοι, συνένοχοι και συνδημιουργοί για δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια. Δεν ξαναχώρισαν ποτέ, μέχρι τον θάνατο του Μπουνιουέλ.

Ο Καριέρ κέρδισε υποψηφιότητα για Οσκαρ σεναρίου με την «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (που πήρε το 1972 Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας) και το «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» (1977). Πρόσθεσε στους κινηματογραφικούς μας μύθους την «Ωραία της ημέρας». Και χωρίς αυτόν ο Μπουνιουέλ δεν θα είχε γράψει την ανεκτίμητη στους σινεφίλ αυτοβιογραφία του «Η τελευταία πνοή».

Από 'κεί και πέρα δεν έχει τέλος η φιλμογραφία του, οι ταινίες που υπέγραφε και σάρωναν τα βραβεία, οι ρόλοι που χάρισε σε υποκριτικά θηρία. Εγραψε για τον Μίλος Φόρμαν («Τaking off», «Βαλμόν» κ.ά.). Για τον Φόλκερ Σλέντορφ [το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» τους (1979) κέρδισε Χρυσό Φοίνικα και Ξενόγλωσσο Οσκαρ].

Για τον Βάιντα («Νταντόν», κορυφαία στιγμή του Ντεπαρντιέ). Διασκεύασε για το σινεμά το αριστούργημα του Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (1988) για χάρη του σκηνοθέτη Φίλιπ Κάουφμαν, με τον νεαρό Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τη Ζιλιέτ Μπινός, που έγινε παγκόσμια επιτυχία. Ο Χάνεκε σήκωσε τον Χρυσό Φοίνικα το 2009 με τη «Λευκή κορδέλα», στην οποία ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ ήταν σύμβουλος σεναρίου. Εγραψε ακόμα για τον Γκοντάρ, για τον Ζακ Ντερέ («Πισίνα» με Αλέν Ντελόν-Ρόμι Σνάιντερ).

Κι άλλη παγκόσμια επιτυχία του, ο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» του Ζαν-Πολ Ραπενό (1990). Δούλευε ασταμάτητα, από τις πιο πρόσφατες δουλειές του είναι το biopic του Βαν Γκογκ «Στην πύλη της αιωνιότητας» του Τζούλιαν Σνάμπελ (2018) με τον Γουίλεμ Νταφόε, αλλά και το θρίλερ «Birth» με τη Νικόλ Κίντμαν.

Κρατήσαμε για το τέλος την ύψιστη θεατρική του στιγμή. Διασκεύασε για τη σκηνή και τον φίλο και στενό του συνεργάτη Πίτερ Μπρουκ το ινδικό έπος «Μαχαμπαράτα». Το μετέφραζε επί χρόνια από τα σανσκριτικά. Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1985 στην Αβινιόν, μπροστά σε ένα έκθαμβο επί εννέα ώρες πλήθος, ο Καριέρ είχε πει: «Παρακολουθώντας το, ξέχασα ότι εγώ το είχα γράψει, ήταν μία από τις μεγαλύτερες χαρές της καριέρας μου».

https://www.efsyn.gr/tehnes/sinema/280823_egine-diasimos-ki-itan-senariografos 

 

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Μία τέχνη της καταστροφής


 

Μτφ. Σπύρος Σταβέρης

Η γιορτή μέσα σε αστυνομικό κλοιό

Mathilde Girard

 

Η Mathilde Girard είναι Γαλλίδα φιλόσοφος, ψυχαναλύτρια και συγγραφέας

lundimatin#274, 8 Φεβρουαρίου 2021

 

 * Ήταν κάπου μεταξύ 2004 και 2006, δεν θυμάμαι ακριβώς. Υπάρχουν στο Παρίσι πολλοί χώροι υπό κατάληψη. Και πολλές εξώσεις. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ κατεβαίνω τη rue de Belleville για να πάω στη rue du Chalet να υποστηρίξω φίλους που προσπαθούν να μην τους διώξουν και να μείνουν στους τόπους όπου ζουν, και κατοικούν. Υπάρχει κάποιος κόσμος, η ατμόσφαιρα είναι ζεστή και τεταμένη, κάτι ανάμεσα στα δύο, και πολύ γρήγορα το ερώτημα που προκύπτει είναι ακριβώς αυτό, η ατμόσφαιρα, αυτή που θέλουμε και αυτή που δεν θέλουμε. Είναι μια καλή ερώτηση, ενοχλητική καθότι αυταρχική, σχεδόν εκπαιδευτική, και που χάνει το νοημά της όσο περνάει ο καιρός, καθώς βλέπουμε συνεχώς τους ίδιους ανθρώπους, καταλήγοντας να μοιάζουμε όλοι, και να φτιάχνουμε την ίδια ατμόσφαιρα χωρίς να το συνειδητοποιούμε. 'Οταν τυχαίνει μια έξωση, σχηματίζεται μια ομάδα, υπάρχουν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι που ειδοποιήθηκαν να έρθουν και βρίσκονται εκεί, που δεν ξέρουν απαραίτητα τι πρέπει να κάνουν, πώς να συμπεριφερθούν, που μπορεί να χαίρονται που βρίσκονται όλοι μαζί ή και να μην καταλαβαίνουν τίποτα. Ένας τυπάς που καθόταν στη είσοδο του διπλανού κτηρίου έβγαλε την κιθάρα του και άρχισε να παίζει μουσική. Κάποιος του ζήτησε να σταματήσει και μετά άκουσα τη φράση αυτή: "Δεν είναι πάρτι εδώ".

Δεν είναι πάρτι εδώ. Η κατάσταση ήταν σοβαρή και το μήνυμα ξεκάθαρο: σε καμιά περίπτωση δεν θα το εκμεταλλευτούμε για να κάνουμε ότι μας κατέβει, να πίνουμε και να διασκεδάζουμε. Υπήρξαν μερικές φορές και περιπτώσεις σύμπνοιας, σε κάποια γεγονότα είχαν βρεθεί μαζί οι σοβαροί και οι άλλοι που ήθελαν να ξεφαντώσουν, αλλά στο τέλος δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες προσδοκίες, τα ίδια συναισθήματα. Μου έμεινε από την ασυμφωνία αυτή μία αίσθηση έντονης και αμοιβαίας περιφρόνησης. Οι οπαδοί της γιορτής δεν ήταν σοβαρά πολιτικοποιημένοι, ούτε καν πραγματικά καλλιτέχνες, αλλά είχαν εφεύρει μια πολύ εντυπωσιακή πολεμική μηχανή. Η τέχνη της γιορτής και η τέχνη της διαμαρτυρίας προχώρησαν ξαφνικά καθώς εμπνέονταν εξ αποστάσεως, σε μια τέτοια στιγμή μεγάλης αλλαγής των πολιτικών συμπεριφορών, από τους τρόπους του να είμαστε, να πράττουμε, και να αγαπάμε να πράττουμε. Δεν πρόκειται να διηγηθώ αυτήν την ιστορία, μόλις αρχίζει να γράφεται, μόλις αρχίζουμε να την διηγούμαστε, και συχνά δεν το προτιμούμε κιόλας, κανείς δεν θέλει να την παγιώσει, είναι μια πρακτική που προχωρά χωρίς να κοιτάμε πίσω όταν αυτό είναι δυνατό, κρατώντας τον εχθρό καλά απεναντί μας όταν αυτό είναι δυνατό.

 Ξανασκεφτόμουν τις προάλλες όλη εκείνη την περίοδο, καθώς κατέβαινα πάλι τη rue de Belleville, της οποίας τα πεζοδρόμια μπαλώθηκαν μετά από έργα που κράτησαν μήνες, όχι μακριά από τη rue du Chalet, ένα Σάββατο σαν όλα τα άλλα, όπου η διαδήλωση είναι η μόνη σχεδόν πια δυνατή συλλογική δραστηριότητα, η μόνη πιθανή μη επικερδής δραστηριότητα εκτός σπιτιού. Είναι δύσκολο να μην καταναλώνεις ωστόσο, το Σάββατο στο Παρίσι, στο χρονικό διάστημα που σου αφήνει η απαγόρευση της κυκλοφορίας για να αγοράσεις κάτι για φαγητό, ακόμα κι αν είναι καλύτερα να μην το πολυσκέφτεσαι και ακόμη και αν όλοι οι φίλοι σου έχουν βαρεθεί, και σου το λένε, και αρνούνται να παραπονιούνται και σου το λένε, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Μπορείς να μιλήσεις για κάτι άλλο, αλλά δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι άλλο. Είσαι εκεί και δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παρακολουθείς όλα όσα περνούν μπροστά από τα μάτια σου, πώς οι άνθρωποι περπατούν και στέκονται, πώς συμπεριφέρονται τα σώματα, πώς ανοίγουν και κλείνουν τα καταστήματα, πώς αυξάνεται η ταχύτητα, πώς ο σκύλος, πώς το παιδί, πώς ο τρελός, πώς ο κλοσάρ, πώς η αστυνομία. Και η αστυνομία έχει πάντα μια ιδιαίτερη συμπεριφορά στο Belleville, το 2006 όπως και το 2021. Όλοι οι φίλοι σου έχουν πάει στην εξοχή και αναρωτιέσαι τι κάνεις εσύ ακόμα εδώ, με τι ασχολείσαι... Δεν είναι πάρτι εδώ. Η φράση επανέρχεται εκείνη την ημέρα όταν φτάνω στην Place de la République όπου δεν μπορώ να δω πολύ καλά μπροστά μου, η θέα εμποδίζεται από τον εχθρό. 'Ολα τα αστυνομικά οχήματα έχουν σταθμεύσει κατά μήκος του καναλιού St Martin και υπάρχουν μπλόκα ήδη από τη rue de la Fontaine au Roi μέχρι την Couronne. Μπορούμε να περνάμε παρ' όλα αυτά, ανοίγοντας τις τσάντες των εκπτώσεων. Αυτό βλέπω και αυτό μου εντυπώνεται, αυτή η σαββατιάτικη εικόνα, του ζεύγους με τα παιδιά της μασκοφορεμένης οικογένειας που κουβαλάνε τα ψώνια από το Uniqlo και διασχίζουν τα αστυνομικά μπλόκα το ένα μετά το άλλο με τις αγορές τους. Είναι μια αρκετά εμμονική εικόνα, όταν το καλοσκέφτεσαι, με όλα αυτά που περιέχει. Δεν μπορώ να δω πολύ καλά πίσω από τα μπλόκα. Υπάρχει κι άλλο ένα, μετά τη rue de Malte, έτσι νομίζω πως λέγεται. Δίπλα στο Gym Club και το Habitat, μετά τα ουρητήρια, έχουν μαζευτεί αστυνομικοί. Ένας απ' αυτούς βγαίνει από τα ουρητήρια και σηκώνει το φερμουάρ του. Πίσω του κάποιοι γελούν. Οι αστυνομικοί αφήνουν τους ανθρώπους να περνούν τον ένα μετά τον άλλον. Επιβραδύνω, με τρόπο ασυνήθιστο. Θέλω να απομακρυνθούν. Όταν είναι αρκετά μακριά από μένα, τους ρωτάω αν η πλατεία είναι κλειστή. Μου λένε μπορείτε κυρία να περάσετε. Η πλατεία δεν είναι κλειστή. Μπορείτε να τη διασχίσετε. Είμαι κυρία και λευκή και λίγο μεγάλη. Προχωράω λοιπόν και μπαίνω στην πλατεία όπου, προς έκπληξή μου, βλέπω πολύ λίγο κόσμο, κι ένα φορτηγό μόνο του που μου θυμίζει τις παλιές εποχές. Ένα φορτηγό από παζάρι και ένας άνδρας που μιλάει και κάποιος κόσμος μπροστά του, αγόρια και κορίτσια, νεαρά τα πιο πολλά, συνοφρυωμένα. Υπάρχουν μερικά παιδιά και δημοσιογράφοι και αυτό είναι όλο. Μαθαίνω ότι έχουν σταματήσει και κατασχέσει τα φορτηγά με τα μεγάφωνα· ότι η γιορτή κινδύνεψε να μην γίνει. Εδώ και μερικές εβδομάδες, οι εραστές της γιορτής έχουν προσχωρήσει στις διαδηλώσεις κατά του νόμου ["συνολικής ασφάλειας" -σ.σ.], κάνουν τις απαιτήσεις του πολιτιστικού κόσμου και της νεολαίας να ακουστούν. Ηθοποιοί από το χώρο της ακροαριστερής κουλτούρας, του κινηματογράφου, του θεάτρου, των περιστασιακών ρόλων· και φοιτητές. Από τη συμφωνία αυτή, από την σύμπραξη αυτή, γεννιέται αυτή η κατάσταση - και, εξυπακούεται, κι από την διεκδίκηση της γιορτής σε όλες της τις μορφές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Πρέπει να είχαν παραμείνει κλεισμένοι μέσα στις κλούβες στις πύλες του Παρισιού, ή να πάσχιζαν μέσα στο RER να φτάσουν από αλλού, από λίγο πιο μακριά, ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς από πού έρχονται οι εραστές της γιορτής, είναι πάντα ένα μυστήριο και όταν τους ξαναβρίσκω ανέπαφους, ζωντανούς και ξαφνιασμένους, 15 ετών, 20 ετών, είμαι ευτυχισμένη. Χαίρομαι που τους βλέπω να έρχονται ο ένας μετά τον άλλον και να αλλάζουν τον χαρακτήρα της συγκέντρωσης, καθώς έτσι ονομάζονται τώρα οι διαδηλώσεις που δεν επιτρέπεται πλέον να κινούνται. Αλλά προφανώς, η κίνηση και η λογική των σωμάτων δεν έχουν ακόμα πλήρως κατασχεθεί. Ξεκινώντας από την επιτρεπόμενη ακινησία, και μετά από μερικές ομιλίες η μουσική ανεβαίνει από το έδαφος και όλοι αρχίζουν να χορεύουν.

 Είναι δύσκολο να το περιγράψεις, θέλω να πω με λέξεις που θα απέφευγαν τα συνήθη επίθετα, που τείνουν πάντα να περιορίζουν τη γιορτή στον δικό της μύθο, ένα νοθευμένο τελετουργικό, σαν να εμφανίζεται πάντα η ίδια εικόνα, αυτή του πλήθους που μπαίνει σε κίνηση για να ενταχθεί στο μεγάλο πρωτόγονο σώμα και την παλλόμενη καρδιά του, κ.λπ. Αυτή είναι λοιπόν η περιγραφή που πρέπει να αποφεύγεται. Επίσης, αν αρχίσω να περιγράφω, μπορεί να γίνει γελοίο και δεν θα το ήθελα. Υπάρχει πάντα κάτι γελοίο στην περιγραφή ανθρώπων που χορεύουν όταν εσύ δεν χορεύεις. Κι ένας ακόμη λόγος υπάρχει, καθώς η πρώτη μου αντίδραση, ταυτόχρονα με τον ενθουσιασμό και τη συμπάθεια, υπαγορεύεται από μία μεγάλη πολιτική απόγνωση. Μία γιορτή που πραγματοποιείται μέσα σε ένα αστυνομικό κλοιό, τι μπορεί να σημαίνει; Είμαι εδώ και δεν ξέρω τι σκέφτομαι. Δεν ξέρω τι σκέφτομαι γι' αυτή τη γιορτή. Παρατηρώ μέσα μου την κρίση να κινείται από τον ένα πόλο στον άλλο και την αδυναμία μου να χορέψω κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το πρόβλημα της γιορτής έχει να κάνει με τη νεολαία και τις εικόνες της. Σήμερα η νεολαία είναι στριμωγμένη ανάμεσα στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας και τις παράνομες γιορτές. Τη λυπούμαστε και τη μισούμε. Φτιάχνουμε γεύματα με 1 ευρώ στο Crous [φοιτητικό εστιατόριο -σ.σ.], αλλά περιφρονούμε πάντα στον ίδιο βαθμό την επιθυμία της για ξεφάντωμα. Δεν αγαπάμε τη νεολαία, αλλά της φτιάχνουμε ωραίες εικόνες. Την βομβαρδίζουμε και αφήνει να την βομβαρδίζουν. Ακόμη και οι φιλόσοφοι της επανάστασης την εγκατέλειψαν, περίπου σ' εκείνη την περίοδο της δεκαετίας του 2000. Θυμάμαι διάφορους φιλοσόφους που έλεγαν πόσο άκυρο ήταν, όλο αυτό που συνέβαινε, πόσο άκυρο ήταν πολιτικά και φιλοσοφικά και υποκειμενικά - και εν μέρει ίσως και να ήταν αλήθεια, αλλά δεν ήταν άλλο από μία πιθανή και ταπεινή και έντιμη παραλαβή των συντριμμιών του κομμουνισμού όπως μπορούσαμε. Τα free parties ήταν ακριβώς το σημείο μιας πιθανής καχυποψίας μεταξύ της άκρας αριστεράς, του μεγάλου ό, τι νάναι, και του υπερ-φιλελευθερισμού. Έχει ειπωθεί ότι σε αυτά τα πάρτι ο καθένας χόρευε μόνος του, και ότι αυτό είναι ατομικισμός. Ειπώθηκε ότι όλοι ήταν πολύ πολύ μαστουρωμένοι, και ότι μετά ο καθένας μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά, ότι αυτό ήταν μόνο ένας κρίκος, μια παγίδα. Όλα ήταν μία εξαπάτηση, σε ό, τι κι αν κάναμε, όλοι ήταν μπάτσοι και κουκουλοφόροι, όλοι συνεργάζονταν, στην πραγματικότητα, στο να ενισχύουν την κυριαρχία, και αυτό από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, στην πραγματικότητα, αν ήμασταν ακριβείς με την ιστορία της αριστεράς. Ξεκινήσαμε εν μέσω προδοσίας. Και είναι αλήθεια ότι η γιορτή, εκείνο το Σάββατο, έμοιαζε λίγο με ψυχαγωγία για ωχρούς, περικυκλωμένους καταδίκους, στο χρονικό διάστημα ενός παιδικού πάρτι γενεθλίων. Το πρόβλημα της γιορτής - συνεχίζω να στριφογυρίζω το πράγμα στο μυαλό μου, να μαζεύω τη σκέψη μου, να στρίβω τσιγάρα μπροστά από τον τοίχο των ηχείων - ίσως είναι τελικά, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό που δεν αντέχει η πολιτική διαχείρηση, το πρόβλημα του σώματος και της σεξουαλικότητας. Θα έπρεπε να προχωρήσουμε και λίγο παραπέρα και να πούμε για την ανάγκη να καταστρέψουμε και να καταστραφούμε. Υπάρχει και κάτι που δεν αντέχεται ακόμα και μέσα μας, είναι η πολιτική αναγκαιότητα της βίας και ειδικότερα της βίας του σώματος. Για να πούμε την αλήθεια, ένα free party τη δεκαετία του 1990 έμοιαζε με βαθιά καταστροφή. Μία καταστροφή του Αιώνα - ή οι καταστροφές του Αιώνα όπως τις ανασυνέθεταν τα παιδιά του στη μέση ενός χωραφιού ή κοντά σε ένα έλος. Υπήρχε κάτι να μάθουμε εκεί, αλλά σαν να μην το γνωρίζαμε. Σαν να μην ξέραμε γιατί κάναμε εκείνη τη γιορτή, τι αναζητούσαμε σ' αυτήν. Είναι μια γιορτή όπου συχνά φοβόμασταν, και μαθαίναμε από τον φόβο. Οι κοινωνιολόγοι έχουν ανακτήσει τα πάντα από την εμπειρία αυτή με τους όρους της θεοδικίας, και τα free parties βγήκαν από τον πολιτικό πεδίο. Ωστόσο, η εμπειρία των διαδηλώσεων και των free parties μέχρι την περιχαράκωσή τους στη φυλακή των τελευταίων μηνών, έχει δημιουργηθεί από αυτόν τον φόβο και αυτήν την καταστροφή που προκλήθηκε για να μάθουμε από τον εαυτό μας, ως λαός, ως σώμα που υφίσταται και που καταστρέφει. Είναι επομένως μια πολύ σημαντική δύναμη που εξακολουθεί να αναπτύσσεται εντός της μίας ή της άλλης συμπεριφοράς, που υιοθετεί η ανθρωπότητα στην προσπάθειά της να αντισταθεί στην καταστροφή της μέσω της καταστροφής. Επειδή η νεολαία είναι πιο κοντά στο θάνατο και δεν φοβάται τον κίνδυνο, γι' αυτό και θέτει το πρόβλημα και γι' αυτό η γιορτή δημιουργεί πρόβλημα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι νέοι μπορούν να κάνουν πάρτι κάτω από τα βλέμματα των μπάτσων, δίπλα στα ουρητήρια - όπως κάνουμε έρωτα την πρώτη φορά στο δωμάτιο των γονέων.

 

Mathilde Girard

 https://www.lifo.gr/articles/almanac/312833/peri-giortis-en-meso-pandimias

 

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...