Γιάννης Σιώτος*
Τρομάζεις παρακολουθώντας αυτά που λένε και εκείνα που κάνουν οι ξένοι και
οι δικοί μας πολιτικοί και αναρωτιέσαι πόσο εύκολο είναι για τις ελίτ
(πολιτικές, οικονομικές) να παραποιήσουν την πραγματικότητα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 2000,
κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οι παραχαράκτες» (Les Falsificateurs). Ο
Γαλλοαμερικανός συγγραφέας του, ο Antoine Bello, προσπαθούσε
να προσεγγίσει την ιστορία περιγράφοντας το πόσο εύκολα μπορεί να αλλοιωθεί από
κάποιον που έχει κίνητρο, μέσα και διάθεση.
Τα δύο βιβλία που έγραψε στη συνέχεια («Les Éclaireurs», «Les Producteurs») σε κάνουν να
προβληματίζεσαι για το τι συμβαίνει όταν η ιστορία γράφεται με fake news και παραποιημένες πληροφορίες. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι η σημερινή
πραγματικότητα έχει κάνει τις ιστορίες του Οργουελ να μοιάζουν με την...
Κοκκινοσκουφίτσα, καθώς οι ηγεσίες πιο εύκολα από ποτέ άλλοτε και σχεδόν
ανέξοδα μπορούν να προσαρμόσουν την ιστορία στα μέτρα τους, χειραγωγώντας πηγές
και κατασκευάζοντας «αλήθειες».
Τρομάζεις παρακολουθώντας αυτά που λένε και εκείνα που
κάνουν οι ξένοι και οι δικοί μας πολιτικοί και αναρωτιέσαι πόσο εύκολο είναι
για τις ελίτ (πολιτικές, οικονομικές) να παραποιήσουν την πραγματικότητα. Την
απάντηση δίνει στα βιβλία του ο Bello: Αυτό που
χρειάζονται είναι έναν οργανωτή, έναν γνώστη, μερικούς χάκερ, δημόσιες
δηλώσεις, έρευνες, αναλύσεις και... πολιτικές αποφάσεις. Η ποιότητα του
αποτελέσματος κρίνει αν οι ηγεσίες είναι σκιτζήδες ή επαγγελματίες...
παραποιητές.
Στην πρώτη κατηγορία, που χαρακτηρίζει πολιτικούς μικρών
κρατών, οι Ελληνες πολιτικοί μπορούν να διεκδικήσουν περίοπτη θέση: Ο κ.
Μητσοτάκης, που προσπαθεί να γράψει την ιστορία του «τρώγοντας» φράσεις από
επίσημες δηλώσεις του (Ουάσινγκτον), εμφανίζοντας κραυγαλέες αστοχίες σαν
μέγιστες επιτυχίες (μεταναστευτικό) και ανακατασκευάζοντας δηλώσεις (ανάπτυξη).
Ο κ. Τσίπρας με τα «όχι». Ο κ. Σαμαράς με τα «Ζάππεια». Ο κ. Παπανδρέου
λέγοντας ότι «... ο τελικός μας προορισμός είναι να απελευθερώσουμε την Ελλάδα
από επιτηρήσεις και κηδεμονίες...».2
Στη δεύτερη όμως ανακαλύπτεις πολιτικούς των ισχυρών
κρατών που όλοι τους παραποίησαν την πραγματικότητα: Ρισελιέ, Ναπολέων,
Μπίσμαρκ, Στάλιν, Χίτλερ αλλά και φρέσκους, όπως Μέρκελ, Πούτιν, Μακρόν, Τραμπ.
Ολους τούς χαρακτηρίζει ο αψεγάδιαστος επαγγελματισμός του... παραποιητή καθώς
όντας «επαγγελματίες» αξιοποίησαν το τεράστιο απόθεμα γνώσης, πλούτου και
ισχύος που διαθέτουν για να διαμορφώσουν τη δική τους ιστορία.
Μια πρόσφατη οικονομική
ιστορία θα μπορούσε να έχει πολλά απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά. Πρωταγωνιστής ο
Τραμπ που με χάρη βιρτουόζου χειρίστηκε τις κινεζικές... ισοτιμίες. Πριν από
μερικές μέρες λοιπόν ανακοίνωσε ότι αποσύρει την Κίνα από τη μαύρη λίστα των
κρατών που χειραγωγούν το νόμισμά τους. Αντιμετωπίστηκε ως χειρονομία καλής
θέλησης και ελάχιστοι ανέφεραν ότι λίγους μήνες νωρίτερα ο ίδιος την είχε συμπεριλάβει
στη μαύρη λίστα εκτοξεύοντας κατηγορίες για σκόπιμη υποτίμηση του γουάν, ώστε
τα κινεζικά προϊόντα να είναι φτηνότερα.
Αν ο ιστορικός του μέλλοντος περιοριστεί στην τελευταία
απόφαση, τότε θα σχηματίσει την εικόνα ενός φιλειρηνικού Νέστορα πολιτικού που
επιθυμεί να αποκλιμακώσει τις εντάσεις. Αν όμως ψάξει λίγο βαθύτερα, θα
ανακαλύψει μια εντελώς διαφορετική αλήθεια.
Από τη δεκαετία του ’90 και μέχρι το 2014 οι Κινέζοι
ηγέτες προσάρμοζαν τις ισοτιμίες στις ανάγκες τους. Υπό κανονικές συνθήκες, η
ταχεία ανάπτυξη θα είχε αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη αύξηση3 της αξίας
του γουάν. Ωστόσο, το Πεκίνο αρνήθηκε να αφήσει το νόμισμά του να κινηθεί
ελεύθερα αγοράζοντας δολάρια για να υποτιμήσει τεχνητά την αξία του. Η
χειραγώγηση του γουάν στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ένας λόγος για να
συμβεί το λεγόμενο «κινεζικό σοκ», με οδυνηρές επιπτώσεις στη μεταποίηση των
ΗΠΑ και της Ε.Ε. που ανταγωνίζονταν την Κίνα.
Οι κυβερνήσεις του Μπους και
του Ομπάμα, αν και έβλεπαν τη χειραγώγηση, δεν απέδωσαν στην Κίνα τον χαρακτηρισμό
του «νομισματικού χειραγωγού». Υποστήριζαν ότι η σχετική νομοθεσία δεν
προέβλεπε καμία πραγματική κύρωση για τη χειραγώγηση των ισοτιμιών και επομένως
ο χαρακτηρισμός αυτός θα ισοδυναμούσε με βρισιά χωρίς πραγματικές συνέπειες.
Πράγματι, η νομοθεσία προβλέπει έναν χρόνο
διαπραγματεύσεων και μετά -μάλλον ανώδυνες- κυρώσεις, όπως ενισχυμένη εποπτεία
του ΔΝΤ και απώλεια της ασφάλισης κινδύνου μέσω της Εταιρείας Διεθνών Ιδιωτικών
Επενδύσεων των ΗΠΑ. Το πιθανό όμως είναι ότι δεν ήθελαν να παρέμβουν όχι λόγω
αδυναμίας -διέθεταν το Ταμείο Σταθεροποίησης Συναλλάγματος– αλλά επειδή
γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με την κήρυξη συναλλαγματικού πολέμου.
Τα τελευταία χρόνια όμως η Κίνα σταμάτησε να χειραγωγεί
το νόμισμά της. Αυτό συνέβη μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, όταν η Fed ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια και η ΕΚΤ εφάρμοσε την ποσοτική χαλάρωση.
Η άνοδος του δολαρίου ανέβασε την αξία του γουάν και τότε πολλοί Κινέζοι
άρχισαν να ανησυχούν ότι το νόμισμά τους θα μπορούσε να υποτιμηθεί. Αντέδρασαν
βγάζοντας τα χρήματά τους στο εξωτερικό και χρειάστηκε η παρέμβαση της
Κεντρικής Τράπεζας για να σταματήσει τη διαρροή.
Πλέον, το Πεκίνο δεν χρειαζόταν να αγοράζει μεγάλα ποσά
δολαρίων για να συγκρατήσει το γουάν από το να ανατιμηθεί. Αντίθετα, έπρεπε να πουλά
δολάρια για να εμποδίσει μια πτώση της αξίας του. Πάντως όλοι γνωρίζουν ότι η
Κίνα εξακολουθεί να ελέγχει την ισοτιμία του γουάν θέτοντας το κεντρικό σημείο
της ημερήσιας συναλλαγματικής ισοτιμίας του. Αλλά σήμερα το κάνει για να το
προφυλάξει από την ταχύτερη πτώση.
Ο πρόεδρος Τραμπ, από την προεκλογική του εκστρατεία
ακόμα, μιλούσε για τη ζημιά που υφίσταται η οικονομία των ΗΠΑ από το γουάν και
προειδοποιούσε με τη λήψη μέτρων. Ετσι, πριν από λίγους μήνες αποφάσισε να
δράσει και ζήτησε από τον υπουργό Οικονομικών του να χαρακτηρίσει την Κίνα
«χειραγωγό συναλλάγματος» - αν και ήξερε ότι αυτό είχε σταματήσει. Τον
Ιανουάριο όμως άλλαξε γνώμη και την αποχαρακτήρισε θεωρώντας προφανώς ότι έτσι
θα έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Δηλαδή, αρχικά θώπευσε την
εκλογική του πελατεία και στη συνέχεια με την επιστροφή στο αρχικό status καθησύχασε τους μετριοπαθείς και πρόσφερε στους
ιστορικούς στοιχεία ηπιότητας και σύνεσης.
Συγκρίνετε, λοιπόν, τις προικισμένες με την ομορφιά της
γνώσης και τη χάρη της εξοικείωσης πιρουέτες της πολιτικής του Αμερικανού
προέδρου με τις άτσαλες, πρόχειρες και αλαζονικά ερασιτεχνικές κινήσεις των
δικών μας, για να συνειδητοποιήσετε όχι μόνο πώς γράφεται η ιστορία αλλά και
τις διαφορές των πολιτικών, του κοινού αλλά και τα τερτίπια όσων γράφουν...
ιστορία.
*Δημοσιογράφος,
συγγραφέας
1
«How Not to Fight a Currency War», B. W. Setser
2 Καστελόριζο,
23 /4/2010
3 Η ισοτιμία
γουάν/δολαρίου: 1994: 8,72 γουάν ανά δολάριο (ιστορικό χαμηλό ). 1997-98:
σταθερή. 2005-2015: ανατιμήθηκε περισσότερο από ένα τρίτο έναντι του δολαρίου.
2015-2016: εξασθένησε και έκτοτε σταθεροποιήθηκε (περίπου 7 γουάν/δολάριο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου