Σχεδόν σημερινό φαντάζει κείμενο δημοσιευθέν στην «Πρωία» πριν από εβδομήντα πέντε περίπου χρόνια. Ιδού εύγλωττα εδάφια: «Είχα έναν δυστυχισμένο φίλο που έπασχε από μικροβιοφοβία... Διαρκώς είχε στην τσέπη του το θερμόμετρο. Κι αυτό το γυάλινο ραβδί είχε γίνει ο μαύρος άξονας της ζωής του... Αν και δικηγόρος, ξενυχτούσε σαν τον Φάουστ διαβάζοντας ιατρικά βιβλία και πάντα εύρισκε πως είχε όλα τα συμπτώματα της πιο φοβερής και πιο απίθανης αρρώστιας... Στον δρόμο δεν έδινε ποτές του το χέρι σε κανέναν. Χαιρετούσε τους φίλους του από μακριά, για να μην του κολλήσουνε καμιάν αρρώστια. Κι όταν τους κουβέντιαζε, γύριζε το πρόσωπό του δίπλα για να μην τον φτάνει η ανάσα τους... Φοβότανε και τα μικρά παιδάκια που παίζανε στο δρόμο και τον κήπο. Μικροφοβία, λοιπόν, μαζί με τη μικροβιοφοβία. Και γιατί; Γιατί τα μικρά παιδάκια πιάνουνε χώματα, κυλιούνται χάμου, ρίχνουνε πέτρες. Δεν ήθελε λοιπόν να τον αγγίζουνε, μήπως τον μολύνουν ή του σπάσουν το θερμόμετρο και το μποτιλάκι του σουμπλιμέ μέσα στις τσέπες του...».
Γραμμένο διά χειρός Κώστα Βάρναλη, σκιαγραφεί τον μέσο πολίτη σε καιρούς κορονοϊού. Ο μεγάλος μας ποιητής και φιλόλογος, που πέθανε σαν σήμερα το 1974, χρημάτισε επί σειρά ετών χρονογράφος σε ευρείας κυκλοφορίας αθηναϊκές εφημερίδες, προσθέτοντας αίγλη στην τόσο παρεξηγημένη στις μέρες μας δημοσιογραφία. Ο συνάδελφος του διπλανού γραφείου, Γεράσιμος Σταύρου, περιγράφει γλαφυρά τον τρόπο δουλειάς του Βάρναλη, στα «Φέιγ βολάν της Κατοχής» [Καστανιώτης, 2007]:
«Στρώνεται στο γράψιμο σαν να αρχίζει μια χειρωνακτική εργασία. Βγάζει το σακκάκι, ανασηκώνει τα μανίκια, απλώνει στο στήθος και στη μέση μια ποδιά, σαν τους καλφάδες στα τσαγκαράρικα, και πέφτει κυριολεκτικά με τα μούτρα πάνω στα χαρτιά του. Εχει αραδιάσει μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια στο τραπέζι σ’ όλα τα σχέδια και τα μεγέθη. Αν τον ρωτήσετε τι τα θέλει τόσα μολύβια έτοιμα προς... δράσιν, θα σας απαντήσει πως δεν μπορεί αλλιώς να δουλέψει. Μόλις σπάσει ή λιώσει του ενός η μύτη, αρπάζει τ’ άλλο. Δεν μπορεί να σταματήσει. Είναι τα εργαλεία του δουλευτή που δεν τ’ αφήνει να του παγώσουν στα χέρια. Ετσι κι ο σιδεράς έχει στη φωτιά τις αναμμένες σφήνες για να παίρνει τη μια όταν λιγοστεύει η κόκκινη φλόγα της άλλης. Με το ίδιο τρόπο ο μπαρμπα-Κώστας μας φτιάχνει τα “Λόγια που Καίνε”. Α, εκείνα τα χειρόγραφα τι τραβάνε μαζί του. Αυτά, μάλιστα, θα τον νομίζουν ένα γέρο παράξενο. Και θα έχουν δίκιο. Δε μουντζουρώνει ποτέ τη λέξη ή τη φράση που δεν του αρέσει για να προχωρήσει. Θα τη σβήσει με τη γομολάστιχα, να μην υπάρχει. Θα γράψει πάνω της την καινούργια – κι αυτό μπορεί να γίνει δυο και τρεις φορές, πέντε φορές. Ποτέ δεν αποφεύγει κάτι που τον ενοχλεί. Παλεύει ακούραστος με την έκφραση. Γι’ αυτό είναι θριαμβευτής της...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου