Διατηρώ τον τίτλο της συνέντευξης του Μανόλη Αναγνωστάκη στην δημοσιογράφο
και συγγραφέα Κατερίνα Ζαρόκωστα, μάλλον το 1995, στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακάτικης
Ελευθεροτυπίας. Δεν έχω αναπαραγάγει όλο τον, ενδιάμεσο της συνέντευξης σχετικό
με τον Αναγνωστάκη, λόγο της Κατερίνας Ζαρόκωστα. Θέλω να ακουστεί ο λόγος του
ποιητή σχεδόν γυμνός.
-Πως τα βγάλατε πέρα;
Να σου πω, η σύγκρουση βοηθάει
την τέχνη. Η καταστολή, επίσης. Γιατί ψάχνει να βρει δρόμους. Η πολλή ελευθερία
δεν βοήθησε ποτέ την τέχνη. Αλλά δεν μ’ αρέσει να το λέω αυτό γιατί θα νομίζουν
ότι είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Και δεν είναι καθόλου αυτό που εννοώ, φυσικά.
-«Σε τι βοηθάει η ποίηση;»
γράφεται κάπου.
Ρωτάω πραγματικά. Σε τι
βοηθάει;
-Εσάς σε τι σας βοήθησε;
Σε τίποτα.
-Σήμερα μπορεί να ακουστεί ο
ποιητής;
Ο καθένας ακούγεται μέχρι εκεί
που έχει απήχηση στην κοινή γνώμη. Τώρα εγώ έχω απήχηση σε 5.000 ανθρώπους.
Ένας τραγουδιστής, πολύ μέτριος έχει απήχηση σε 100.000 ανθρώπους. Διότι είναι
το είδος τέτοιο. Ένας ποδοσφαιριστής…
-Μα αυτός δεν είναι
καλλιτέχνης.
-Ο τραγουδιστής όμως βγαίνει
κάθε μέρα στην τηλεόραση τραγουδάει… Ο ποιητής δεν βγαίνει στην τηλεόραση. Δε
μπορεί να βγει. Είναι βαρετό αν βγει. Αν διαβάσεις ποιήματα στην τηλεόραση,
μισή ώρα ποιήματα θα κοιμηθούν όλοι. Δεν γίνεται. Τέτοια ήταν πάντα η απήχηση
του ποιητή. Κάποτε στον Παρνασσό γινόντουσαν διαλέξεις ποιητών. Πόσος κόσμος
πήγαινες; Όταν κηδεύτηκε ο Παλαμάς κι έγινε αυτό το κακό, ήταν λόγω εποχής. Το
ίδιο και με τον Σεφέρη. Ο κόσμος δεν είχε ιδέα περί Σεφέρη και περί Παλαμά.
Ήρθε μια γριά σπίτι, τότε στην Κατοχή και έλεγε «Πέθανε κι ο Κωστής ο Παλαμάς,
τον καημένο» «Και που τον ξέρεις τον Παλαμά;» της λέω. Η ποίηση δεν φτάνει στον
πολύ κόσμο. Η πεζογραφία μπορεί. Ιδίως το μυθιστόρημα.
- Και το παλιό όνειρο της
Αριστεράς: να φτάσει η τέχνη στον κόσμο;
Το υπερτίμησε αυτό η Αριστερά.
Δεν είναι όλος ο κόσμος πλασμένος για τέχνη. Δεν είναι. Τι να κάνουμε. Κι αυτό
δεν το λέω υποτιμητικά. Απλώς δεν είναι πλασμένος.
Η Κατερίνα Ζαρόκωστα κουβεντιάζει με
τον ποιητή σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με φωτεινά μπαλκόνια, στο σπίτι του ποιητή,
στην Πεύκη.
«Μαγκουφάνα λεγόταν παλιότερα
και ήταν μονοκατοικία. Το δώσαμε αντιπαροχή» λέει ο Μανώλης Αναγνωστάκης που
στη συνέχεια μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του: « Πολλά λουλούδια, πολλά
λουλούδια, με προφανή στόχο τη σύζυγο του. Η Νόρα Αναγνωστάκη, σημειώνει η Κατερίνα
Ζαρόκωστα, είναι μια όμορφη γυναίκα με σπινθηροβόλο πνεύμα. Δοκιμιογράφος η
ίδια, μοιράστηκε τη ζωή του ποιητή για πάνω από σαράντα χρόνια. Και δεν ήταν
εύκολη αυτή η ζωή.
«Με την Νόρα γνωριστήκαμε το
΄51,μόλις είχα βγει από την φυλακή.»
-Πως σας φαίνεται που ζήσατε
τόσα χρόνια μαζί:
Είναι το μόνο, είναι το μόνο…
Από 14 χρονών άρχισα να γράφω.
Το σπίτι ήταν αστικό, είχα άνεση να διαβάζω, πάντα κρυφά βέβαια λόγω σχολείου.
Μορφωμένοι υπήρχαν στο σπίτι, λόγιοι όχι.
Ο πατέρας του Μανώλη
Αναγνωστάκη ήταν γιατρός, σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Εκεί γεννήθηκε ο
ποιητής το 1925. Σπούδασε κι αυτός ιατρική και εξάσκησε το επάγγελμα στη
συμπρωτεύουσα και αργότερα στην Αθήνα.
«Βιβλιοθήκη δεν υπήρχε στο
σπίτι παρά μόνο επιστημονική. Τα βιβλία εγώ τα αγόραζα. Στην Κατοχή βγήκαν στην
φόρα όλα τα βιβλία του Μεταξά. Δηλαδή όσα βιβλία ήταν παράνομα πριν,
κυκλοφορούσαν τώρα ελεύθερα. Το καλοκαίρι του ΄40 ήταν για μένα η αποκάλυψη.
Είχε έρθει το Βασιλικό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, μ’όλους τους μεγάλους της
εποχής, τον Βεάκη, την Παπαδάκη, τη Μανωλίδου, το Γληνό κι έδωσαν παραστάσεις
εξαιρετικές. Το σχολείο μου επίσης είχε καλούς δάσκαλους. Ένας απ’ αυτούς ήταν
και ο Θέμελης.»
Το 1945, δάσκαλος και μαθητής
εκδίδουν από μια ποιητική συλλογή. Ο Θέμελης είναι ήδη δόκιμος ποιητής, ο
Αναγνωστάκης μόλις αρχίζει. Είναι μόνο 20 χρονών και η συλλογή φέρει τον
εύγλωττο τίτλο «Εποχές», σημειώνει η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Και συνεχίζει: Το
φθινόπωρο του 1942 ο Αναγνωστάκης είχε γραφτεί στη Φυσικομαθηματική Σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (τον επόμενο χρόνο περνάει στην Ιατρική Σχολή).
Στη διάρκεια της κατοχής δραστηριοποιείται στην ΕΠΟΝ.
«Μέσα από την ΕΠΟΝ έκανα καινούργιες
παρέες, γνώρισα ανθρώπους, τότε μπήκα κι εγώ στη διανόηση. Μέχρι τότε δεν ήξερα
τίποτα. Το ’45 περίπου, επειδή έτρωγα πολύ ξύλο στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκα στην
Αθήνα, μήπως φάω λιγότερο ξύλο. Αλλά έφαγα κι εδώ και γύρισα πίσω. Ήταν
χειρότερη η Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη τότε»
-Δεν νομίζεται, τον ρώτησα, ότι
η σιωπή κρύβει κι ένα είδος έπαρσης;
Δεν το αρνήθηκε… Η ποίηση είναι
έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμός για να γραφτεί ένα ποίημα, χρειάζονται
αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα ’χουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις
καλύτερα τα μέσα σου, γίνεσαι τεχνίτης. Αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι
τέλειο για να είναι καλό.
-Σας απασχολεί τι θα μείνει
μετά από σας;
Άκουσε να δεις. Εγώ είμαι
εβδομήντα χρονών. Ακριβώς εβδομήντα. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω. Ούτε γράφω, ούτε
διαβάζω, τίποτα δεν κάνω.
-Ζείτε.
Κι επειδή ζω, τι κάνω; Βλέπω
τηλεόραση; Βλέπω τη φύση; Τι κάνω; Μετά από μένα θα γράψουν μερικά άρθρα οι
εφημερίδες, δεν μπορεί να μην γράψουν, κι ύστερα θα σταματήσει εντελώς.
-Θα μείνει το έργο.
Αν μείνει, θα μείνει σε μερικούς
φιλόλογους.
-Τι σας ευχαριστεί;
Τίποτα.
-Οι φίλοι;
Οι φίλοι ήταν το ’52, ’53 μέχρι
και το ’56. Ο Αργυρίου, ο Δάλλας, ο
Σαχτούρης, η Ελένη Βακαλό. Ο Παπαδίτσας πέθανε, ο Λειβαδίτης πέθανε, ο Δούκαρης
πέθανε, ο Σινόπουλος πέθανε… Αυτοί ήμασταν οι φίλοι. Τώρα ζουν στη Θεσσαλονίκη
ο Κύρου και ο Θασίτης. Πήγα τους είδα… Πήγα τώρα τελευταία στη Θεσσαλονίκη. Έκανα
δυο συγκεντρώσεις, εκτός από την εκδήλωση που έγινε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Είδα την κατοχική μου παρέα. Ένα μεσημέρι φάγαμε μαζί. Το ευχαριστήθηκα! Τι
ίδιο βράδυ βγήκαμε με την παρέα των νεότερων, την παρέα του πανεπιστημίου, τον
Κοκόλη, το Μουλλά… Δεν μου λείπει τίποτα άλλο από τη Θεσσαλονίκη. Μόνο μερικοί
άνθρωποι.
-Δηλαδή παίζει μεγάλο ρόλο η
ηλικία;
Παίζει πολύ, πάρα πολύ… Παλιά
κατέβαινα, πήγαινα στην Ομόνοια, τσακωνόμουνα, σε σώζανε… Μια φορά ήρθε ο
Λιοντάκης. «Μην τον πειράζεται, είναι ο Αναγνωστάκης» φώναξε. Κάποτε ήμουν τοπ.
Εκεί γύρω στο ’60-’65. Δεν μ’ έπιανε κανείς. Δηλαδή οτιδήποτε έβγαινε,
περιοδικό, βιβλίο, εγώ το ’ξερα. Το παρακολουθούσα. Μετά σιγά σιγά παρατηρείς
ότι οι νεότεροι σε προσπερνούν. Διαβάζουν πιο πολύ, ακούνε πιο πολύ, ταξιδεύουν
πιο πολύ… Ως το ’74, ως τη μεταπολίτευση, ήταν τα πράγματα λίγο πολύ άγνωστα. Η
εποχή μου ήταν άγνωστη, κρυμμένη, δεν την ήξεραν πολλοί. Εγώ τα ήξερα όλα αυτά, τα είχα
ζήσει. Μετά έγινε η μεταπολίτευση, όλα έγιναν πλέον δημόσια. Τι μένει; Σε
ινστιτούτα πας κι όλα τα ξέρουν.
-Αυτό δεν αντικαθιστά το βίωμα,
την προσωπική μαρτυρία.
Αυτό το λάθος κάνουν μερικοί. Τα
παλαιότερα πράγματα τα τοποθετούν σήμερα και λένε: «Πως τότε δεν σκεφτότανε
έτσι και έτσι;» Ε, μα τότε σκεφτότανε διαφορετικά. Σκεφτότανε αλλιώς. Ε, ωραία,
θα πεθάνω αύριο, λοιπόν ποίος έζησε; Ποιος θα τα ξέρει αυτά τα πράγματα;
Μπορούσα να κάνω παραπάνω. Δεν θέλησα να κάνω παραπάνω. Είχα ένα μυθιστόρημα της
φυλακής. Δεν το ’βγαλα. Τώρα
ξεπεράστηκε.
-Γιατί δεν το βγάλατε τότε;
Λογοκρισία. Τότε θα ’λεγα
μερικά πράματα που δεν έπρεπε να πω.
-Σας καθόρισε η εποχή σας…
Βεβαίως απόλυτα!(σκέφτεται
λίγο). Ο Σαλάς ξέρεις ποιος είναι;
-Όχι.
Εκεί που γράφω: «Δεν ήξερε κανείς
τους ποιος ήταν ο Γιάννης Σαλάς»;… Είναι αυτός που λέει ο Τσίρκας στο βιβλίο
του ο «Φάνης». Ήταν αντάρτης. Τότε ήταν στη Μέση Ανατολή. Μετά πήγε στη Σάμο.
Και στον εμφύλιο τον έβαλαν στη Σάμο αρχηγό. Λοιπόν τον σκότωσαν και τον σέρνανε
με το κάρο. Είναι ήρωας ο Σαλάς. Εγώ γνώρισα στη φυλακή Ικαριώτες που τραγουδούσαν
τραγούδια που είχαν γραφτεί για το Σαλά. Δημοτικά τραγούδια. Αυτός έμεινε
άγνωστος.
-Αισθάνεστε ότι λίγα κάνατε;
Ελάχιστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου