Παραδέχομαι ότι δεν έχω διαβάσει κανένα μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο. Το «Όνομα
του ρόδου» βρίσκεται στην βιβλιοθήκη μου από τη στιγμή που το πέτυχα σε μια
προσφορά αλλά παραμένει ανέγγιχτο. Έχω διαβάσει όμως εκτός, από το «Η
σημειολογία στην καθημερινή ζωή», το
«Κήνσορες και θεράποντες» του 1964 από τις «Εκδόσεις Γνώση»,1987, στην τρυφερή
ηλικία των 18 χρονών και θεωρώ ότι με επηρέασε σε κάποια επιμέρους θέματα του.
Το ίδιο το βιβλίο είναι μια συλλογή δοκιμίων στα οποία οι κήνσορες είναι οι
επαΐοντες που διατυπώνουν ένα σφοδρό κατηγορητήριο ενάντια στην μαζική
κουλτούρα, σε όλες τις εκφάνσεις της, που τη δεκαετία του 1960 εξαπλώνεται με
φρενήρεις ρυθμούς, ενώ θεράποντες είναι όσοι εκφράζουν αδιαπραγμάτευτα θετική
στάση ως προς τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών. Ο Ουμπέρτο Έκο κρατά μια
ενδιάμεση εποικοδομητική στάση, αναλύοντας θέματα της μαζικής κουλτούρας όπως
τα κόμικς (πχ. ανάγνωση του κόμικ, Στηβ Κάνυον)και παρεμβαίνοντας
εξισορροπητικά στα ζητήματα που ανακύπτουν από τη διάδοση της μαζικής
κουλτούρας.
Το βιβλίο όμως με έχει επηρεάσει κυρίως ως προς την ανάλυση του Kitsch που επιχειρεί ο
Έκο στο σχετικό του κεφάλαιο «Η δομή της κακογουστιάς». Ο ίδιος ο συγγραφέας
αναφέρει με διαλεκτικό τρόπο πως δεν
είναι μόνο η πρωτοπορία που υψώνεται ως αντίδραση στη διάδοση του Kitsch, αλλά και το ίδιο το Kitsch που ανανεώνεται και ανθεί εκμεταλλευόμενο διαρκώς τις
ανακαλύψεις της πρωτοπορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που παρατίθεται στο
βιβλίο και μου είχε προξενήσει μεγάλη
εντύπωση είναι ο Ernest Hemingway. Στο
εσωτερικό της παραγωγής του Hemingway μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη
διαλεκτική σχέση μεταξύ πρωτοπορίας και Kitsch: από την εποχή που η γραφή αποτελούσε πράγματι όργανο
για την ανακάλυψη της πραγματικότητας (πχ. η συλλογή διηγημάτων «Άντρες χωρίς
γυναίκες» ή το διήγημα «ο Αήττητος» που παρατίθεται στο βιβλίο), μέχρι τότε
(στο «Ο γέρος και η θάλασσα») που
αυτή η ίδια γραφή, παραμένοντας φαινομενικά αναλλοίωτη, υποκύπτει στις
απαιτήσεις, για εύπεπτο περιεχόμενο ενός μέσου κοινού, το όποιο θέλει πια να μυηθεί στην απόλαυση ενός τόσο
προκλητικού συγγραφέα. Στο συγκεκριμένο έργο ο συγγραφέας με αρκετά πειστικά
επιχειρήματα αναδεικνύει ότι ο μέσος αναγνώστης βρίσκει τους εξωτερικούς
τρόπους ενός Hemingway, όμως διαλυμένους, επαναλαμβανόμενους, μέχρις ότου
χωνευτούν ως υψηλή «ποιητική» εντύπωση.
Στο κατά πόσο το «Κήνσορες και θεράποντες» διατηρεί τη δυναμική του τόσα
χρόνια μετά, χρήσιμα είναι μερικά αποσπάσματα από μια συνέντευξη που είχε
παραχωρήσει ο συγγραφέας στον Θανάση Γιαλκέτση, στην Εφημερίδα των Συντακτών στις
16.11.2014:
●Το βιβλίο
σας «Κήνσορες και θεράποντες» έγινε πενήντα ετών. Στο μεταξύ υπήρξε η
επανάσταση του διαδικτύου, που γέννησε τη νιοστή εκδοχή αυτής της διχοτομίας. Η
δεύτερη φάση της ψηφιακής εποχής, ωστόσο, με την εγγενή της κοινωνικότητα,
φαίνεται να ευνοεί τις στάσεις των «θεραπόντων». Υπάρχει ένα ολόκληρο πάνθεον
μεταφορών και όρων -άνοιγμα, συνεργασία, μοίρασμα- που προσλαμβάνονται ως
«καθαυτό καλές », ως από τη φύση τους λυτρωτικές. Τι σκέφτεστε γι’ αυτό;
Η αποστολή κάθε κουλτούρας είναι να
παράγει μια συλλογική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη, όμως, ακόμα και με πλήρη
ελευθερία έκφρασης (διαφορετικά, μιλάμε για δικτατορία και όχι για αληθινή
κουλτούρα), αρθρώνεται πάντοτε ως διαρκής κριτική του λόγου του άλλου. Είναι το
ιδεώδες υπόδειγμα του σωκρατικού διαλόγου: ένας σηκώνεται και λέει τα δικά του,
έπειτα ο άλλος, είτε είναι ο δάσκαλος είτε ο φίλος ή οποιοσδήποτε άλλος,
σηκώνεται και με τη σειρά του εκφράζει τη διαφωνία του και ούτω καθεξής. Αυτό
φυσικά ισχύει για την κοινωνία όπως ισχύει και για τα άτομα. Και η προσωπική
κουλτούρα χρειάζεται την κριτική.
Με δυο λόγια, η κουλτούρα είναι μια
συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στην ελεύθερη έκφραση του λόγου και στην κριτική αυτής
της έκφρασης του λόγου. Αυτό που συμβαίνει με το διαδίκτυο, όμως, είναι ότι
καθιερώνεται μια ειδωλολατρία της απόλυτης έκφρασης του λόγου, χωρίς κανέναν
έλεγχο από μέρους των άλλων. Αν ήθελα να γίνω κακός -ή κήνσορας- θα μπορούσα να
πω ότι είναι ο θρίαμβος του: «ο λόγος στον κρετίνο». Αυτό όμως δεν είναι
κουλτούρα. Ή καλύτερα: ο κρετίνος μπορεί και να μιλάει ή ακόμα και να διδάσκει
στο πανεπιστήμιο, αρκεί να διατηρείται η δυνατότητα για τους άλλους να
απαντούν, να αμφισβητούν, να προτείνουν εναλλακτικά μοντέλα. Με αυτές τις
μορφές ψευδοσυμμετοχής αντίθετα καθένας εκφράζει ό,τι του έρχεται στο νου.
Απειλείται έτσι η θεμελιώδης προϋπόθεση της δημοκρατίας, δηλαδή η παραδοχή ότι
δεν είναι όλα όσα λέγονται ορθά. Οποιος διατυπώνει την αντίθετη θεωρία,
υπερασπιζόμενος την απλή εκφορά του λόγου ως μοναδική μορφή έκφρασης, έχει εκ
των πραγμάτων απαρνηθεί τη δημοκρατία -και επομένως τη δημοκρατική κουλτούρα-
ως κριτική των γνωμών.
● Ενα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα των κηνσόρων του διαδικτύου αφορά τους
ψηφιακούς αυτόχθονες και συγκεκριμένα την υποτιθέμενη ανθρωπολογική μεταβολή
που θα συνεπαγόταν το γεγονός ότι γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτό το ψηφιακό σύμπαν.
Προσωπικά, εκείνο που με εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η πρώιμη ικανότητα των
παιδιών να μαθαίνουν τη γραμματική των ψηφιακών μέσων όσο οι γνωσιακές
συνέπειες αυτής της πελώριας και άμεσης διαθεσιμότητας περιεχομένων, και
ιδιαίτερα οι επιπτώσεις της στην ατομική μνήμη.
Το πρόβλημα είναι ότι παρακολουθούμε
μια πελώρια κρίση της συλλογικής μνήμης. Αρκεί να σκεφτούμε τους τέσσερις
νεαρούς που πριν από λίγο καιρό, στη διάρκεια ενός τηλεοπτικού κουίζ, όταν
ρωτήθηκαν για ένα επεισόδιο της ζωής του Μουσολίνι, δεν ήξεραν καθόλου σε ποια
εποχή να το τοποθετήσουν. Κανείς τους δεν θυμόταν ότι ο Μουσολίνι είχε πεθάνει
το 1945! Δεν λέω ότι οι προηγούμενες γενεές γνώριζαν την ακριβή ημερομηνία του
θανάτου του Ναπολέοντα, αλλά σίγουρα γνώριζαν σε γενικές γραμμές να την
τοποθετήσουν χρονολογικά σε σχέση με την εκστρατεία του Γκαριμπάλντι ή με την
έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η συλλογική μνήμη, όμως, μπαίνει σε
κρίση επειδή μπαίνει σε κρίση και η επιθυμία της ατομικής μνήμης.
Όποιος δεν ξέρει πότε πέθανε ο
Μουσολίνι πιθανότατα δεν ενδιαφέρεται να θυμάται ούτε και τι έκανε το περασμένο
καλοκαίρι. Ούτε, κατά μείζονα λόγο, τον ενδιαφέρει να μάθει τι είχε συμβεί
στους γονείς του ή στους παππούδες του. Όταν ήμουν παιδί, έμαθα πολλά
ενδιαφέροντα πράγματα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακούγοντας τις αφηγήσεις
της μητέρας μου. Η προσωπική μου μνήμη παραβλήθηκε με αποσπάσματα μνήμης άλλων
και μου επέτρεψε να ανασυγκροτήσω ένα επίπεδο κοινής ανάμνησης, του οποίου
αποτελούν μέρος τόσο τα τραγούδια που τραγουδούσε η μάνα μου όσο και η
ημερομηνία της επίθεσης στον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο στο Σαράγεβο. Το
παιδί που ζει μπροστά στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή και δεν ακούει πλέον
τη μάνα του να τραγουδάει υποφέρει, ταυτόχρονα, από μιαν απώλεια ατομικής και
συλλογικής μνήμης.
● Πόση σχέση έχει αυτό με το ότι έχουμε βυθιστεί σε ακραίο βαθμό στον
παρόντα χρόνο;
Πιθανότατα μεγάλη. Κινδυνεύει να
γεννηθεί μια γενιά που θα ενδιαφέρεται να γνωρίσει μόνο το παρόν. Πριν από λίγο
καιρό, ένας φίλος μού είπε, λίγο προβοκατόρικα, ότι ξαναδιαβάζοντας το
μυθιστόρημά μου «Το εκκρεμές του Φουκό» ξαφνιάστηκε μπροστά στην περιγραφή ενός
τηλεφώνου που λειτουργούσε με κέρματα. Είχε ξεχάσει ότι κάποτε για να
τηλεφωνήσεις όταν ήσουν έξω από το σπίτι σου υπήρχαν οι τηλεφωνικοί θάλαμοι.
Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα πολιτιστικής ισοπέδωσης στο παρόν. Ο φίλος μου
δεν είχε ξεχάσει με μιαν απόλυτη έννοια, αλλά είχε κατά κάποιον τρόπο
απενεργοποιήσει εκείνη την ιδιαίτερη ανάμνηση, επειδή ήταν ασύμβατη με ένα
παρόν στο οποίο τείνουμε να προσχωρούμε με τρόπο υπερβολικό. Και αν για
ορισμένους αυτό οδηγεί στη λήθη του παρελθόντος, για άλλους -για τους
νεότερους- οδηγεί στην απουσία ενδιαφέροντος για όσα συνέβησαν. Δεν γνωρίζω
πόσοι νέοι σήμερα θα ήξεραν να πουν πότε μπήκαν στη ζωή μας τα κινητά τηλέφωνα,
αλλά είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω ότι πολλοί θα συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες
ακόμα και μόνο για να φανταστούν μιαν εποχή στην οποία τέτοια μαραφέτια δεν
υπήρχαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου