Η εμβληματική και ιδιαίτερα πετυχημένη, με τα μέτρα της εποχής, αφίσα των
εκλογών του 1985 με την Αννούλα της Αλλαγής είναι για μένα η πεμπτουσία του kitsch. Η συγκεκριμένη αφίσα δεν είναι κακόγουστη αλλά ήταν
σχεδιασμένη να επιτελέσει το συναισθηματικό εκβιασμό του ψηφοφόρου. Δεν
αναπαριστά απλώς το συγκεκριμένο κοριτσάκι. Το συγκεκριμένο κοριτσάκι γίνεται
σύμβολο του τότε ΠΑΣΟΚ του μέλλοντος μας. Μάλιστα το κοριτσάκι έδωσε κλαίγοντας
λουλούδια στον Ανδρέα Παπανδρέου στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του
κόμματος στην Αθήνα. Ο μεγάλος τιμονιέρης της δεκαετίας του 1980 δεν αγκάλιασε
ακριβώς το συγκεκριμένο κοριτσάκι, θώπευσε το… ευτυχισμένο μέλλον που μας επιφύλασσε.
Όπως λέει και ο Μίλαν Κούντερα στο
βιβλίο του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»: «Όταν μιλάει η καρδιά δεν είναι σωστό η λογική
να προβάλλει αντιρρήσεις. Στο βασίλειο του κιτς επικρατεί η δικτατορία της καρδιάς.
Πρέπει φυσικά, τα συναισθήματα που υποκινούνται από το κιτς να μπορεί να τα
συμμερίζεται η πλειοψηφία. Επίσης το κιτς, δεν έχει να κάνει με το ασυνήθιστο, αναφέρεται
σε εικόνες κλειδιά, βαθιά αγκυροβολημένες στην μνήμη των ανθρώπων: η αχάριστη
κόρη, ο εγκαταλελειμμένος πατέρας, τα πιτσιρίκια που τρέχουν σε ένα πάρκο, η προδομένη πατρίδα, η ανάμνηση
του πρώτου έρωτα. Το κιτς κάνει να αναβλύζουν, το ένα μετά το άλλο, δύο δάκρυα
συγκίνησης. Το πρώτο δάκρυ λέει: Τι ωραία που είναι τα πιτσιρίκια που τρέχουν
σε ένα πάρκο! Το δεύτερο δάκρυ λέει: Τι ωραία που είναι να συγκινείσαι μαζί με
όλη την ανθρωπότητα βλέποντας τα πιτσιρίκια να τρέχουν σε ένα πάρκο. Μόνο το
δεύτερο αυτό δάκρυ κάνει το κιτς να είναι κιτς»
Τα παιδιά βέβαια έκτοτε χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον σε προεκλογικές εκστρατείες. Μερικές αφίσες
που παραθέτω είναι όχι μόνο κίτς άλλα και
υπερβολικά κακόγουστες.
O πιθανότατα γερμανικής καταγωγής, όρος Kitsch, χρησιμοποιείται
κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των
οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη,
επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την
τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για
την περιγραφή έργων ζωγραφικής και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε
προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.
Ως Kitsch εννοούνται επίσης οι
ευτελείς απομιμήσεις αληθινών έργων τέχνης, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική,
στη λογοτεχνία,
στη φωτογραφία,
στον κινηματογράφο,
στο θέατρο αλλά και στη μόδα. Στην Κοινωνιολογία
της Τέχνης, ο Άρνολντ Χάουζερ υποστήριξε πως το κιτς διαφέρει από άλλες
προσφιλείς μορφές τέχνης, ως προς την τάση του να εκλαμβάνεται σοβαρά ως τέχνη
ή να θεωρεί πως εκφράζει το ευγενές γούστο.
Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε
περίπου το 1870, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου,
ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Σύμφωνα με μία ετυμολογική υπόθεση,
προέρχεται από τον αγγλικό όρο sketch (σκετς, σκίτσo), τον οποίο χρησιμοποιούσαν
Αγγλόφωνοι επισκέπτες ζητώντας από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων
θεμάτων. Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από το δύσχρηστο γερμανικό ρήμα kitschen που σημαίνει μαζεύω
λάσπη στο δρόμο, παραπέμποντας στους τουρίστες που μάζευαν άκριτα έργα ζωγραφικής ή
σχέδια. Επίσης μπορεί
να προέρχεται από το verkitschen, που σημαίνει κάνω κάτι φθηνό, το
φτηναίνω. Για
πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του '30.
Ο Clement Greenberg, στο δοκίμιό του «Το κιτς και την
Πρωτοπορία» (1939) είναι αρνητικός απέναντι στο κιτς επιμένοντας στη διάκρισή
του από τις εικαστικές πρωτοπορίες με ένα από τα βασικά κριτήρια, την κίνηση: η
avant-garde βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, ενώ το κιτς
μένει ακίνητο. Θεωρώντας το κιτς ιστορικά προσδιορίσιμο από τη Βιομηχανική
Επανάσταση, η οποία με την έλευσή της
θέτει σε αμφισβήτηση τις έννοιες του μοναδικού και του αυθεντικού για να τις αντικαταστήσει με αυτήν του πολλαπλού και του
αντιγράφου, αποδίδει την αίγλη του στη συναισθηματική
φόρτιση που προκαλεί ως κάτι το εύκολα αναγνωρίσιμο,
σε αντίθεση με την πρωτοπορία η οποία μιμείται τη διαδικασία της μίμησης και
για την οποία ακόμη και το αφηρημένο για να έχει μια αισθητική αξία δεν πρέπει
να είναι τυχαίο και αυθαίρετο αλλά να υπακούει σε κάποια αρχή.
Πάντως όποιος αναφέρεται
στο κιτς ειρωνεύεται συχνά, φιλικά ή εχθρικά, κάτι κατώτερό του. Η ειρωνεία
ενυπάρχει πάντα στο εγχείρημα ενός χαρακτηρισμού που γίνεται αφ' υψηλού για να
αποδώσει σε ένα αντικείμενο, σε ένα έργο τέχνης, σε μια συμπεριφορά, την
ταμπέλα τουλάχιστον της κακογουστιάς. Με
την σχετική ειρωνεία ή χωρίς παραθέτω περιπτωσιολογικά διάφορες εκφάνσεις του
κιτς που σε αρκετές περιπτώσεις ταυτίζονται με την έννοια του κακόγουστου:
Χουντικό κιτς
Αυτοκρατορικό …κιτς
Βασιλικό κιτς. Η βασίλισσα Ελισάβετ στο…. σαλόνι
της με τον Κάμερον
Η βασίλισσα Ελισάβετ με την Lady Gaga
Ινδός εκατομμυριούχος με χρυσό πουκάμισο και ο…καναπές της κόρης του
Καντάφι.
Το κιτς στις μέρες μας
Το κιτς στις μέρες μας
Τούρτα.. κοτόπουλο
Και για το τέλος, ελπίζω να κάνω λάθος, το σπίτι του Φλωρινιώτη.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CF%84%CF%82
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=129777
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CF%84%CF%82
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=129777
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου