Οι πρώτες μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της Ελλάδας ήταν ασταθείς και διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς να μπορούν να επιβάλλουν συνθήκες πολιτικής ομαλότητας. Το καλοκαίρι του 1951 η τρίτη βραχύβια κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου έπνεε τα λοίσθια, έτσι ώστε ήταν απολύτως φυσιολογικό που η βουλή διαλύθηκε πρόωρα στις 30 Ιουλίου 1951, σηματοδοτώντας τη λήξη της Α΄ βουλευτικής περιόδου, η οποία ανέδειξε πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις. Προκηρύχτηκαν εκλογές για την 9η Σεπτεμβρίου 1951, στις οποίες θα έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου, που χωρίς να κερδίσει σε εκείνες τις εκλογές την απόλυτη πλειοψηφία, σηματοδότησε ριζικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας. Παράλληλα στις 3 Αυγούστου 1951 ιδρύθηκε η ΕΔΑ που συμμετείχε κι αυτή στην εκλογική διαδικασία, θέτοντας τις βάσεις ενός μακροχρόνιου και εξόχως επιδραστικού πολιτικού μορφώματος της αριστεράς.
Λίγους μήνες πιο πριν η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν έκρυθμη. Οι συνέπειες του πολέμου της Κορέας, τα εγγενή προβλήματα της υπανάπτυκτης τότε χώρας και η περιοριστική αμερικανική πολιτική στο θέμα της οικονομικής βοήθειας δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Τα βασικά είδη διατροφής και κατανάλωσης ανατιμώνται διαρκώς. Οι εργαζόμενοι ζητούν αναπροσαρμογή των αποδοχών τους καθώς οι μισθοί και τα ημερομίσθια παραμένουν καθηλωμένα. Οι καπνοπαραγωγοί της Αν. Μακεδονίας οργανώνουν πορεία διαμαρτυρίας γιατί τα καπνά τους μένουν απούλητα, ενώ πορεία διαμαρτυρίας οργανώνουν επίσης και οι σιτοπαραγωγοί. Η χώρα στην πράξη εκείνη την εποχή είναι προτεκτοράτο των Αμερικάνων καθώς οι αδύναμες κυβερνήσεις της αρεσκείας τους χρειάζονται τη σύμφωνη γνώμη και εύνοια τους για να πράξουν τα στοιχειώδη. Την οικονομία της χώρας την κατευθύνουν στην πράξη οι ίδιοι οι Αμερικάνοι επιμένοντας σε αντιπληθωριστική πολιτική.
Η αντίδραση των εργαζομένων εκδηλώνεται με απεργίες. Απεργούν οι υπάλληλοι των μικρών τραπεζών, ενώ σε εργοστάσια γίνονται στάσεις εργασίας. Η κυβέρνηση όμως είναι πιο ανήσυχη από την προειδοποίηση των δημόσιων υπαλλήλων ότι θα κατέβουν σε απεργία διαρκείας. Ο πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα απευθύνεται στο λαό στις 16 Ιουνίου 1951 από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών εκθέτοντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση. Επισημαίνει ότι η κρίση της Κορέας είχε ως συνέπεια να αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες κατά 651 δισεκατομμύρια δραχμές ενώ παράλληλα η αμερικανική βοήθεια περικόπηκε κατά 65,5 εκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα αναγνωρίζει ότι η διεθνής άνοδος των τιμών εξαιτίας του πολέμου της Κορέας έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην Ελλάδα. Θεωρεί δίκαια τα αιτήματα για αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων αλλά δηλώνει πως η οικονομία δεν αντέχει. Υπόσχεται μόνο ότι θα εφαρμοσθεί σύστημα διανομών με το δελτίο. Έτσι με κοινή ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης και της αμερικανικής αποστολής, πέρα από τα γενικά ευχολόγια, ότι θα εξετασθούν τα αιτήματα των μισθωτών, προκρίνεται να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά το σύστημα γενικών διανομών για να μην διαταραχθεί η οικονομική ισορροπία.
Τα πνεύματα όμως δεν ηρεμούν. Η αντίδραση είναι άμεση. Η ΑΔΕΔΥ κηρύσσει 24ωρη απεργία στις 28 Ιουνίου που δεν έχει κανένα απτό αποτέλεσμα. Έτσι στις 5 Ιουλίου οι δημόσιοι υπάλληλοι κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας. Οι νουθεσίες σταματούν και αρχίζουν οι απειλές. Ο εισαγγελέας Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη κατά της ΑΔΕΔΥ με βάση το άρθρο 247 Π.Κ. που απαγορεύει ακόμα και την απειλή δημοσιοϋπαλληλικής απεργίας. Οι Αμερικάνοι είναι ανένδοτοι, ενώ όσες επαφές γίνονται με την συνδικαλιστική ηγεσία δεν τελεσφορούν. Η απεργία συνεχίζεται ακόμα και μετά την κυβερνητική απόφαση να διακοπεί η μισθοδοσία των απεργών. Στις 21 Ιουλίου σε σύσκεψη του πρωθυπουργού ανακοινώνεται ως μαστίγιο, ότι αν σε δυο μέρες δε σταματήσει η απεργία, θα επιστρατευθούν οι υπάλληλοι και οι πρωταίτιοι θα παραπεμφθούν σε στρατοδικεία αλλά και ως καρότο, ότι θα δοθεί ως ενίσχυση μισός πρόσθετος μισθός και θα θεωρηθούν οι μέρες απεργίας ως τμήμα της άδειας από την οποία και θα αφαιρεθούν.
Ο Αμερικάνος πρέσβης Πιουριφόυ υποστηρίζει σε επιστολή του που διέρρευσε η ίδια η κυβέρνηση ότι τα έργα ανασυγκρότησης της χώρας καθυστερούν εξαιτίας της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων και θα διστάσει να χορηγήσει βοήθεια στο προσδοκώμενο ύψος «προς έθνος το οποίον έχει παραλύσει δια της παραλύσεως των δημόσιων αυτού υπηρεσιών». Τέλος ο Πιουριφόυ δέχεται ότι πρέπει να μελετηθεί το θέμα … ενδεχόμενων αναπροσαρμογών των μισθών «εντός των ορίων του δυνατού». Στις 22 Ιουλίου αναστέλλεται η δεκαπενθήμερη απεργία των δημοσίων υπαλλήλων.
Η μακροσκελής αφήγηση νομίζω υπαινίσσεται κάποιες ομοιότητες με την παρούσα κατάσταση αλλά ενεργοποιεί και τη σκέψη για να επισημανθούν και κάποιες καίριες διαφορές. Καταρχήν το αυτονόητο που μετά από τόσα χρόνια έμμεσης και άμεσης καπιταλιστικής διαφήμισης συχνά ξεχνιέται: Τα δικαιώματα και οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας δεν χαρίζονται αλλά διεκδικούνται διαρκώς και συχνά επώδυνα ακόμα και σε δύσκολες οικονομικές καταστάσεις. Βέβαια μόνο οργανωμένες, μαζικές «συντεχνίες» που θα επιμείνουν επί μακρόν μπορούν να διεκδικήσουν σημαντικά αποτελέσματα, επειδή συχνά πυκνά έχουν ακριβώς τη δύναμη να «παραλύσουν το έθνος».
Μερικές φορές θυμάμαι μια ιστορία που είχε διηγηθεί ο Βασίλης Βασιλικός σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη του. Προσπαθούσε τη δεκαετία του 1960 να πετύχει να αναγράφει την ιδιότητα του, του συγγραφέα και στην φορολογική του δήλωση, αν δεν απατώμαι. Πάντα αντιμετώπιζε την σθεναρή αντίδραση των αρμοδίων υπαλλήλων που του τόνιζαν ότι αυτό δεν είναι επάγγελμα. Μάλιστα ένας πνευματώδης υπάλληλος του έθεσε το θέμα αφοπλιστικά: Μπορείτε να απεργήσετε κύριε και να έχει η ενέργεια σας αυτή σοβαρές συνέπειες σε κάποιον;
Οι δημόσιοι υπάλληλοι λοιπόν και τότε δύσκολα και μέχρι πρότινος πιο εύκολα μπορούσαν αποτελεσματικά να διεκδικήσουν αν όχι μεγάλες αναπροσαρμογές μισθών, αντί αυτών να κερδίσουν τα περιβόητα επιδόματα που σε πολλούς τα ονόματα τους φαντάζουν σχήματα οξύμωρα(Πχ. Επίδομα μεταφοράς φακέλων).
Λέω μέχρι πρότινος γιατί σιγά-σιγά τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, θεωρώντας πως οι συνολικοί μισθοί τους σε καμία περίπτωση δεν θα έβαιναν μειούμενοι, έχουν ωθηθεί σε τέτοια δάνεια που έχουν οδηγήσει την αυτόνομη κατανάλωση τους να φτάνει σε πολύ υψηλό ποσοστό του συνολικού εισοδήματος τους. Ακόμα κι αν κάποιος πετσοκόψει «προνόμια» ή «επιδόματα», ακόμα κι αν κάποιος μειώσει δραστικά τον ίδιο τον μισθό τους δεν έχουν, όπως είναι καταχρεωμένοι, το περιθώριο να προβούν σε απεργίες διαρκείας. Έχω προσωπικό παράδειγμα στην οικογένεια μου. Όταν κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο, που δουλεύει στο ευρύτερο δημόσιο τομέα, αναγκάστηκε να προσθέσει και δεύτερο δάνειο στα τρέχοντα έξοδα του σταμάτησε να συμμετέχει σε απεργίες ενώ μέχρι τότε και για λόγους ιδεολογικούς συμμετείχε πάντα στις απεργίες που γίνονταν.
Έτσι και «προνομιούχες» κατηγορίες όπως οι εφοριακοί και οι τελωνειακοί υπάλληλοι θα ρίξουν μερικές τουφεκιές για λίγες μέρες και μετά απλά θα σιγήσουν. Όπως σιωπηλοί -πλην εξαιρέσεων- ήταν ο ιδιωτικός τομέας και οι αυτοαπασχολούμενοι τόσα χρόνια. Το ζήτημα είναι ο συνδυασμός καρότου και μαστιγίου που θα μας επιβληθεί έξωθεν. Αν τα πράγματα μεσοπρόθεσμα δεν βελτιωθούν ή έστω να σταθεροποιηθούν, αν ο κόσμος δεν μασήσει και λίγο καρότο, σε λίγο πολλοί θα έχουν χάσει τόσα πολλά, που τα λίγα που θα τους απομείνουν ενδέχεται να σκεφτούν να τα κάψουν με την απελπισμένη ελπίδα ότι στο γενικό παρανάλωμα πυρός θα καούν και μερικοί χοντρόπετσοι ιθύνοντες, έτσι ώστε μετά να πιάσουμε το πράγμα από την αρχή.
Κύρια πηγή: Σπύρου Λιναρδάτου-Από τον Εμφύλιο στη Χούντα (Τόμος Α΄ 1949-1952) σελ.290-293