KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Στάχτη τσιγάρου

Έχοντας σταματήσει να καπνίζω για πέντε σχεδόν ημέρες- το ξέρω ασήμαντο χρονικό διάστημα, για μένα όμως ρεκόρ τουλάχιστον δεκαετίας-συνειδητοποίησα πόσο ακριβής ήταν ένας φίλος μου στην αρχική του διαπίστωση, όταν έκοψε το τσιγάρο.


-Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χρόνο κέρδισα μέσα στην κάθε ημέρα!!

Τώρα αρχίζω να φαντάζομαι και εγώ αλλά σκέφτομαι επίσης, πως η αντικαπνιστική εκστρατεία ίσως να μην γίνεται τόσο για λόγους υγείας, όσο για λόγους παραγωγικότητας. Οι μη καπνιστές έχουν τα περιθώρια να είναι πιο παραγωγικοί. Οι καπνιστές ενδέχεται και μόνο να ραίνουν με δαχτυλίδια καπνού το άπειρο κάθε πέντε λεπτά. Όλα αυτά όμως μπορεί να είναι και κουβέντες της υπερδιέγερσης και νευρικότητας που μου προκαλεί η ακαπνία.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Δελτίο ειδήσεων

                                                                  Image via
                                   http://rimeimprovvisate.blogspot.com/2007/06/blog-post_16.html

Όταν οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν ανυπόστατες ειδήσεις,

σταμάτησες την ανάγνωση τους.

Πρώτα είχες σταματήσει να διαβάζεις κήνσορες δημοσιογράφους,

που άλλα έλεγαν και έγραφαν εν δήμω

και άλλα έκαναν εν οίκω.

Όταν ως αναγνώστης μάθαινες, για άλλον έναν συγγραφέα

πως ήταν σκάρτος,

τον έδιωχνες από τη βιβλιοθήκη σου.

Μήπως όμως θα έπρεπε να συνεχίσεις να διαβάζεις

ανάμεσα στις λέξεις,

ψάχνοντας τα χάσματα και τις γέφυρες;

Άλλωστε και εσύ, μόνο λίγο πριν πεθάνεις,

θα ξέρεις αν ήσουν ή δεν ήσουν άλλος ένας σκάρτος.

Τουλάχιστον για τους συγγραφείς,

το ζήτημα είναι πιο απλό:

Πόσα απίδια πιάνει αύριο το τραγούδι

που σφύριξες σήμερα;

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Τα τσιγάρα είναι θεσπέσια

Σήμερα το πρωί αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο. Αυτό συμβαίνει, να διευκρινίσω, χωρίς να μου έχει χτυπήσει κάποιο άμεσο καμπανάκι υγείας. Μέχρι πρότινος απλώς καθυστερούσα, όσο το δυνατόν περισσότερο, το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Η ουσία είναι ότι κάποια τσιγάρα είναι ζωτικά για μένα, όπως και για κάθε φανατικό καπνιστή, απλώς συνοδεύονται και από άλλα αδιάφορα ή μηχανικά ή αγχωτικά έτσι ώστε σου αναλογεί ένα ή δύο πακέτα την ημέρα χωρίς να το καταλάβεις. Στον πυρήνα της επιθυμίας μου, ακόμα και τώρα που εκφράζω την απόφαση μου να κόψω το τσιγάρο, θα με γοήτευε να έκανα μισό πακέτο την εβδομάδα ή το μήνα, χωρίς να παρασυρόμουν να αρχίσω το κάπνισμα κανονικά. Για να το πετύχω όμως αυτό, πρέπει πρώτα να σταματήσω να καπνίζω πλήρως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποφάσισα να… δημοσιοποιήσω την απόφαση μου για να ξορκίσω την πιθανή αποτυχία.


Άλλωστε ολόκληρος συγγραφέας ο Richard Klein έγραψε ένα ολόκληρο εγκωμιαστικό βιβλίο για την συμβολική και ιστορική διάσταση του τσιγάρου στην προσπάθεια του να το κόψει. Ο ίδιος παρουσιάζει το βιβλίο του με τίτλο «Τα τσιγάρα είναι θεσπέσια» ως εξής: «Το να γράψω αυτό το εγκώμιο των τσιγάρων ήταν η στρατηγική που μηχανεύτηκα για να σταματήσω να καπνίζω-και σταμάτησα οριστικά! Πρόκειται συνεπώς τόσο για ωδή όσο και για ελεγεία για το τσιγάρο». Είθε να πραγματοποιηθεί και η δική μου ευχή! Αν δεν τα καταφέρω, τα scripta απλώς manent.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

UP IN THE AIR

Αν ο Τζορτζ Κλούνι, ως Ράιαν Μπίγκαμ και οι δεκάδες εργαζόμενοι σαν κι αυτόν δεν υπήρχαν, κάποιοι, ελάχιστοι βέβαια, από τους χιλιάδες εργαζόμενους που απολύει… για την ακρίβεια διαχειρίζεται δημιουργικά με το γάντι την απόλυση τους θα είχαν δουλειά. Σώζεται η κατάσταση; Σίγουρα όχι. Κάνεις μια καλή αρχή; Σίγουρα ναι. Πράγματι δεν γνωρίζω αν το επάγγελμα του Ράιαν Μπίγκαμ υφίσταται ή είναι σκηνοθετικό εύρημα. Πιστεύω πως υφίσταται. Στην Ελλάδα μπορούν να μπουν και κάποιες ιδέες για επαγγελματική καριέρα. Θεωρώ πάντως στοιχειώδες αυτός για τον οποίον εργάζεσαι να σου ανακοινώσει ο ίδιος την απόλυση σου. Έχω απολυθεί δύο φορές στη ζωή μου και η κατά πρόσωπο αντιμετώπιση, παρά την ένταση της στιγμής, ήταν τουλάχιστον κατευναστική. Τουλάχιστον αυτός που σε προσέλαβε αναλαμβάνει να σου εξηγήσει γιατί στην παρούσα στιγμή του είσαι περιττός αριθμός.


Η ταινία για να μην δημιουργούμε παρεξηγήσεις κινηματογραφικά είναι σχεδόν σπουδαία. Κινείται με επιδεξιότητα σε διάφορα κινηματογραφικά είδη, είναι κομεντί που υποστηρίζει επιδέξια ένα επίκαιρο κοινωνικό θέμα, θα μπορούσε να είναι ρομαντική κωμωδία αν το επέτρεπαν οι ανάγκες αληθοφάνειας του σεναρίου, πάντως υπονομεύει πετυχημένα και τον ένα ρόλο της και τον άλλο. Στον πυρήνα της όμως χρησιμοποιεί το θέμα της ανεργίας ως επίκαιρο ντεκόρ. Δεν γίνεται αναγωγή στις αιτίες. Δεν γίνεται αναγωγή, έστω, σε κάτι επεξηγηματικό γενικότερο. Έτσι είναι η ζωή τι να κάνουμε! Υπάρχουν στιγμές που ο οικονομικός κύκλος παίρνει την κατιούσα και συνθλίβει στη μυλόπετρα της πραγματικότητας και μερικές χιλιάδες ανθρώπους.

Μόνο μια απολυμένη στην σεναριακή οικονομία της ταινίας καταφέρνει να γίνει αποτελεσματική. Κάτι καταφέρνει να αλλάξει, έστω την καριέρα ενός γυναικείου πουλέν που τρέφει αρχικά την προσδοκία πως ο ρόλος του Ράιαν Μπίγκαμ είναι περιττός, αφού οι απολύσεις μπορούν να γίνουν, προς περικοπή του λειτουργικού κόστους, ακόμα και διαδικτυακά. Πως το καταφέρνει; Αυτοκτονεί και το μικρό πουλέν αλλάζει αυτόχρημα επάγγελμα. Εδώ ακριβώς σκέφτεσαι πως η καλοκουρδισμένη ταινία όχι μόνο χωλαίνει αλλά εν τέλει είναι συντηρητική στον πυρήνα της. Φοβάται να διαπραγματευτεί το ενδεχόμενο ότι κάποιος από τους χιλιάδες απολυόμενους είναι πιθανό και προπάντων θεμιτό αντί να αυτοκτονήσει να πυροβολήσει τον Τζορτζ Κλούνι ή- ακόμα καλύτερα επειδή αυτός δεν φταίει, κάνει απλώς τη μίζερη δουλεία του-να πυροβολήσει το αφεντικό του, που τα αρχίδια του είναι τόσο ξεχειλωμένα, ώστε δεν μπορεί να απολύσει κάποιον και να του το πει ο ίδιος κατάμουτρα.

Στατιστικά άλλωστε ο Τζορτζ Κλούνι ως Ράιαν Μπίγκαμ θα πρέπει να θεωρεί το εαυτό του πολύ τυχερό. Στο τέλος της ταινίας, μετά το ρομαντικό ιντερμέδιο που σκηνοθετικά δεν ήταν εφικτό να καρποφορήσει για να είναι εναρμονισμένη η ταινία με την πένθιμη ατμόσφαιρα του…mood της ανεργίας, ο Ράιαν Μπίγκαμ κερδίζει αμήχανος το στόχο του ενός εκατομμυρίου μιλίων πτήσεων. Θα πρέπει πράγματι να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό. Ίσως ήταν πιο πιθανό στατιστικά, πριν πετύχει τον… ταπεινό στόχο του, να έχει συντριβεί το αεροπλάνο που πετά σε κάποια πτήση.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Διαφορές και αναλογίες

Οι πρώτες μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της Ελλάδας ήταν ασταθείς και διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς να μπορούν να επιβάλλουν συνθήκες πολιτικής ομαλότητας. Το καλοκαίρι του 1951 η τρίτη βραχύβια κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου έπνεε τα λοίσθια, έτσι ώστε ήταν απολύτως φυσιολογικό που η βουλή διαλύθηκε πρόωρα στις 30 Ιουλίου 1951, σηματοδοτώντας τη λήξη της Α΄ βουλευτικής περιόδου, η οποία ανέδειξε πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις. Προκηρύχτηκαν εκλογές για την 9η Σεπτεμβρίου 1951, στις οποίες θα έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου, που χωρίς να κερδίσει σε εκείνες τις εκλογές την απόλυτη πλειοψηφία, σηματοδότησε ριζικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας. Παράλληλα στις 3 Αυγούστου 1951 ιδρύθηκε η ΕΔΑ που συμμετείχε κι αυτή στην εκλογική διαδικασία, θέτοντας τις βάσεις ενός μακροχρόνιου και εξόχως επιδραστικού πολιτικού μορφώματος της αριστεράς.


Λίγους μήνες πιο πριν η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν έκρυθμη. Οι συνέπειες του πολέμου της Κορέας, τα εγγενή προβλήματα της υπανάπτυκτης τότε χώρας και η περιοριστική αμερικανική πολιτική στο θέμα της οικονομικής βοήθειας δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Τα βασικά είδη διατροφής και κατανάλωσης ανατιμώνται διαρκώς. Οι εργαζόμενοι ζητούν αναπροσαρμογή των αποδοχών τους καθώς οι μισθοί και τα ημερομίσθια παραμένουν καθηλωμένα. Οι καπνοπαραγωγοί της Αν. Μακεδονίας οργανώνουν πορεία διαμαρτυρίας γιατί τα καπνά τους μένουν απούλητα, ενώ πορεία διαμαρτυρίας οργανώνουν επίσης και οι σιτοπαραγωγοί. Η χώρα στην πράξη εκείνη την εποχή είναι προτεκτοράτο των Αμερικάνων καθώς οι αδύναμες κυβερνήσεις της αρεσκείας τους χρειάζονται τη σύμφωνη γνώμη και εύνοια τους για να πράξουν τα στοιχειώδη. Την οικονομία της χώρας την κατευθύνουν στην πράξη οι ίδιοι οι Αμερικάνοι επιμένοντας σε αντιπληθωριστική πολιτική.

Η αντίδραση των εργαζομένων εκδηλώνεται με απεργίες. Απεργούν οι υπάλληλοι των μικρών τραπεζών, ενώ σε εργοστάσια γίνονται στάσεις εργασίας. Η κυβέρνηση όμως είναι πιο ανήσυχη από την προειδοποίηση των δημόσιων υπαλλήλων ότι θα κατέβουν σε απεργία διαρκείας. Ο πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα απευθύνεται στο λαό στις 16 Ιουνίου 1951 από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών εκθέτοντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση. Επισημαίνει ότι η κρίση της Κορέας είχε ως συνέπεια να αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες κατά 651 δισεκατομμύρια δραχμές ενώ παράλληλα η αμερικανική βοήθεια περικόπηκε κατά 65,5 εκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα αναγνωρίζει ότι η διεθνής άνοδος των τιμών εξαιτίας του πολέμου της Κορέας έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην Ελλάδα. Θεωρεί δίκαια τα αιτήματα για αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων αλλά δηλώνει πως η οικονομία δεν αντέχει. Υπόσχεται μόνο ότι θα εφαρμοσθεί σύστημα διανομών με το δελτίο. Έτσι με κοινή ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης και της αμερικανικής αποστολής, πέρα από τα γενικά ευχολόγια, ότι θα εξετασθούν τα αιτήματα των μισθωτών, προκρίνεται να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά το σύστημα γενικών διανομών για να μην διαταραχθεί η οικονομική ισορροπία.

Τα πνεύματα όμως δεν ηρεμούν. Η αντίδραση είναι άμεση. Η ΑΔΕΔΥ κηρύσσει 24ωρη απεργία στις 28 Ιουνίου που δεν έχει κανένα απτό αποτέλεσμα. Έτσι στις 5 Ιουλίου οι δημόσιοι υπάλληλοι κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας. Οι νουθεσίες σταματούν και αρχίζουν οι απειλές. Ο εισαγγελέας Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη κατά της ΑΔΕΔΥ με βάση το άρθρο 247 Π.Κ. που απαγορεύει ακόμα και την απειλή δημοσιοϋπαλληλικής απεργίας. Οι Αμερικάνοι είναι ανένδοτοι, ενώ όσες επαφές γίνονται με την συνδικαλιστική ηγεσία δεν τελεσφορούν. Η απεργία συνεχίζεται ακόμα και μετά την κυβερνητική απόφαση να διακοπεί η μισθοδοσία των απεργών. Στις 21 Ιουλίου σε σύσκεψη του πρωθυπουργού ανακοινώνεται ως μαστίγιο, ότι αν σε δυο μέρες δε σταματήσει η απεργία, θα επιστρατευθούν οι υπάλληλοι και οι πρωταίτιοι θα παραπεμφθούν σε στρατοδικεία αλλά και ως καρότο, ότι θα δοθεί ως ενίσχυση μισός πρόσθετος μισθός και θα θεωρηθούν οι μέρες απεργίας ως τμήμα της άδειας από την οποία και θα αφαιρεθούν.

Ο Αμερικάνος πρέσβης Πιουριφόυ υποστηρίζει σε επιστολή του που διέρρευσε η ίδια η κυβέρνηση ότι τα έργα ανασυγκρότησης της χώρας καθυστερούν εξαιτίας της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων και θα διστάσει να χορηγήσει βοήθεια στο προσδοκώμενο ύψος «προς έθνος το οποίον έχει παραλύσει δια της παραλύσεως των δημόσιων αυτού υπηρεσιών». Τέλος ο Πιουριφόυ δέχεται ότι πρέπει να μελετηθεί το θέμα … ενδεχόμενων αναπροσαρμογών των μισθών «εντός των ορίων του δυνατού». Στις 22 Ιουλίου αναστέλλεται η δεκαπενθήμερη απεργία των δημοσίων υπαλλήλων.

Η μακροσκελής αφήγηση νομίζω υπαινίσσεται κάποιες ομοιότητες με την παρούσα κατάσταση αλλά ενεργοποιεί και τη σκέψη για να επισημανθούν και κάποιες καίριες διαφορές. Καταρχήν το αυτονόητο που μετά από τόσα χρόνια έμμεσης και άμεσης καπιταλιστικής διαφήμισης συχνά ξεχνιέται: Τα δικαιώματα και οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας δεν χαρίζονται αλλά διεκδικούνται διαρκώς και συχνά επώδυνα ακόμα και σε δύσκολες οικονομικές καταστάσεις. Βέβαια μόνο οργανωμένες, μαζικές «συντεχνίες» που θα επιμείνουν επί μακρόν μπορούν να διεκδικήσουν σημαντικά αποτελέσματα, επειδή συχνά πυκνά έχουν ακριβώς τη δύναμη να «παραλύσουν το έθνος».

Μερικές φορές θυμάμαι μια ιστορία που είχε διηγηθεί ο Βασίλης Βασιλικός σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη του. Προσπαθούσε τη δεκαετία του 1960 να πετύχει να αναγράφει την ιδιότητα του, του συγγραφέα και στην φορολογική του δήλωση, αν δεν απατώμαι. Πάντα αντιμετώπιζε την σθεναρή αντίδραση των αρμοδίων υπαλλήλων που του τόνιζαν ότι αυτό δεν είναι επάγγελμα. Μάλιστα ένας πνευματώδης υπάλληλος του έθεσε το θέμα αφοπλιστικά: Μπορείτε να απεργήσετε κύριε και να έχει η ενέργεια σας αυτή σοβαρές συνέπειες σε κάποιον;

Οι δημόσιοι υπάλληλοι λοιπόν και τότε δύσκολα και μέχρι πρότινος πιο εύκολα μπορούσαν αποτελεσματικά να διεκδικήσουν αν όχι μεγάλες αναπροσαρμογές μισθών, αντί αυτών να κερδίσουν τα περιβόητα επιδόματα που σε πολλούς τα ονόματα τους φαντάζουν σχήματα οξύμωρα(Πχ. Επίδομα μεταφοράς φακέλων).

Λέω μέχρι πρότινος γιατί σιγά-σιγά τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, θεωρώντας πως οι συνολικοί μισθοί τους σε καμία περίπτωση δεν θα έβαιναν μειούμενοι, έχουν ωθηθεί σε τέτοια δάνεια που έχουν οδηγήσει την αυτόνομη κατανάλωση τους να φτάνει σε πολύ υψηλό ποσοστό του συνολικού εισοδήματος τους. Ακόμα κι αν κάποιος πετσοκόψει «προνόμια» ή «επιδόματα», ακόμα κι αν κάποιος μειώσει δραστικά τον ίδιο τον μισθό τους δεν έχουν, όπως είναι καταχρεωμένοι, το περιθώριο να προβούν σε απεργίες διαρκείας. Έχω προσωπικό παράδειγμα στην οικογένεια μου. Όταν κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο, που δουλεύει στο ευρύτερο δημόσιο τομέα, αναγκάστηκε να προσθέσει και δεύτερο δάνειο στα τρέχοντα έξοδα του σταμάτησε να συμμετέχει σε απεργίες ενώ μέχρι τότε και για λόγους ιδεολογικούς συμμετείχε πάντα στις απεργίες που γίνονταν.

Έτσι και «προνομιούχες» κατηγορίες όπως οι εφοριακοί και οι τελωνειακοί υπάλληλοι θα ρίξουν μερικές τουφεκιές για λίγες μέρες και μετά απλά θα σιγήσουν. Όπως σιωπηλοί -πλην εξαιρέσεων- ήταν ο ιδιωτικός τομέας και οι αυτοαπασχολούμενοι τόσα χρόνια. Το ζήτημα είναι ο συνδυασμός καρότου και μαστιγίου που θα μας επιβληθεί έξωθεν. Αν τα πράγματα μεσοπρόθεσμα δεν βελτιωθούν ή έστω να σταθεροποιηθούν, αν ο κόσμος δεν μασήσει και λίγο καρότο, σε λίγο πολλοί θα έχουν χάσει τόσα πολλά, που τα λίγα που θα τους απομείνουν ενδέχεται να σκεφτούν να τα κάψουν με την απελπισμένη ελπίδα ότι στο γενικό παρανάλωμα πυρός θα καούν και μερικοί χοντρόπετσοι ιθύνοντες, έτσι ώστε μετά να πιάσουμε το πράγμα από την αρχή.

Κύρια πηγή: Σπύρου Λιναρδάτου-Από τον Εμφύλιο στη Χούντα (Τόμος Α΄ 1949-1952) σελ.290-293

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Ετοιμο-λογία

Το κάτεργον είναι το πλοίο που δουλεύουν κατάδικοι και πάνω στους πάγκους τους κωπηλατούν. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του κωπηλατεί και θα συνεχίσει να κωπηλατεί ολοένα και πιο επώδυνα. Το θέμα είναι πια κυβέρνηση κατευθύνει και διευθύνει το πλοίο. Δήμος ελλήνων πολιτών; Κοινόν ελλήνων; Νομαρχία ελληνική παρά ανωνύμου του Έλληνος, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας ή Μοναρχία Ευρωπαϊκή ως κοινο-τοπία και μονόλογος; Ο ανώνυμος προτρέπει πως «η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει τελειώνη ή δια την ελευθερία του ή με την ελευθερία του ». Με κλικ στην υπερσύνδεση θα διαβάσετε ετυμολογικές ευχές που δεν ευοδώθηκαν…

Κάποιος σε θυμάται



Ο David Mc Comb front man του αυστραλέζικου συγκροτήματος των Triffids, γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1962 και πέθανε νεότατος, σε ηλικία 37 ετών, στις 2 Φεβρουαρίου 1999. Αντικειμενικά οι Triffids ήταν ένα σημαντικό συγκρότημα της «εναλλακτικής»- όπως λέγαμε τότε, σκηνής των ΄80s. Υποκειμενικά οι Triffids και η υποβλητική, μελαγχολική φωνή του David Mc Comb, αποτέλεσαν αγαπημένοι μουσικοί συνοδοί της εφηβείας και της μετεφηβείας μου. Δεν γνώρισαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία ακόμα και με το πιο γνωστό κομμάτι τους, το «Bury Me Deep in Love» από το LP «Calenture» του 1987. Εντελώς υποκειμενικά γνωρίζω ότι οι μνήμες μου θα μείνουν πάντα ανεξίτηλες για αυτούς, γιατί έτυχε να συνδυαστούν με μια από τις πρώτες συναυλίες της ζωής μου και μάλιστα την πρώτη στο «ΡΟΔΟΝ» το 1987. Άλλωστε και για το «ΡΟΔΟΝ», αν δεν απατώμαι πλάνη οικτρά, ήταν η πρώτη συναυλία που φιλοξένησε στη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Κακές λέξεις

Καπιταλισμός, Καπιταλισμός, Καπιταλισμός, φτου κακά…


Διεθνές Νομισματικό Ταμείο… έρχεται και με τη σύμφωνη γνώμη του θα πορευτούμε.

Ευχή αγαπημένων ποτών

Κάνε με ανώτερη δύναμη να μπορώ να πίνω μέχρι τα βαθιά γεράματα,


ουίσκι, ρακί, τσίπουρο, μπύρα, κρασί και τους χυμούς της αγαπημένης μου…

I'm A Living Sickness


Διάφοροι κήνσορες, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, μόλις τα δουν σκούρα από έμπνευση μηχανεύονται σκιαμαχίες με τα δεινά της τηλεόρασης και τη ρηχότητα των τηλεπερσόνων. Αρχίζουν να γράφουν θούριους για την ευτέλεια του τηλεοπτικού πολτού, ξεπατικώνουν, τάχα μου εφ΄ υψηλού, κατινιές που είδαν σε μεσημεριανά ή βραδινά για να κάνουν το κείμενο πιο ζωντανό, γενικά σκοτώνουν τον νεκρό. Οι πιο επιδέξιοι επενδύουν σε μια σύζευξη υψηλού- οι βαθυστόχαστοι συνειρμοί τους- με χαμηλό- τι πιο χαμηλό από τα κρέας που λαμπυρίζει…

Βέβαια σπαταλούν τόση από την ικμάδα τους γιατί ξεκινούν με την παραδοχή ότι η τηλεόραση είναι άκρως επιδραστική. Τα μεγάλα πλήθη ψυχαγωγούνται, οδηγούνται και φοβούνται μέσω αυτής. Οι παραγωγικές ηλικίες όμως τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ για τον άρτων ημών τον επιούσιον και αργά το βράδυ αποχαυνώνονται λελογισμένα και αν κρίνω από ένα ευρύτερο- αν και όχι τόσο ενδεικτικό- περίγυρο μου, δεν ανοίγουν την οθόνη παρά μόνο για να δουν dvd, αντίθετα προσπαθούν να κερδίσουν τις ώρες της ζωής τους ο καθένας με τον τρόπο του όσο πιο δημιουργικά και εποικοδομητικά γίνεται… μιλώντας σε φίλους και συντρόφους, φτιάχνοντας… έπιπλα, κυνηγώντας λέξεις ή όνειρα, παίζοντας σαν μικρά παιδιά με τα παιδιά τους που μεγαλώνουν…

Οπότε τα μεγάλα πλήθη που παρακολουθούν τηλεόραση είναι μάλλον οι συνταξιούχοι και τα παιδιά. Για τους συνταξιούχους η τηλεόραση αποτελεί μια φτηνή θαλπωρή και ένα είδος συντροφιάς. Είναι η αντήχηση μιας παρουσίας. Ένα κατοικίδιο και ή οθόνη της τηλεόρασης και όλα είναι πιο εύκολα, για την ακρίβεια πιο ανώδυνα, μέχρι το τελικό fade out, δηλαδή τον καλλιγραφικό ευφημισμό του θανάτου.

Το θέμα είναι όταν ξεκινάει η ζωή, δηλαδή τα μικρά παιδιά. Ξεκινάμε από την γενική παραδοχή ότι ή τηλεόραση για τα μικρά παιδιά τείνει να γίνει μια ηλεκτρονική νταντά. Εκεί είναι το δύσκολο ζήτημα. Να βρεις τη ζωτικότητα και την ενέργεια μετά από μια κουραστική μέρα να ασχοληθείς δημιουργικά με τα παιδιά σου. Το στοίχημα εδώ είναι πιο δύσκολο. Αφενός μεν πρέπει να έχεις οργανώσεις έτσι τη ζωή σου που εν απουσία σου η τηλεόραση να μην παίζει το ρόλο της ηλεκτρονικής νταντάς και αφετέρου να έχεις υπόψη σου, ότι με τα μικρά παιδιά είναι ελαφρώς εγκληματικό να μην υπάρχει τηλεόραση στο σπίτι. Τα υποχρεώνεις να είναι σε μια μειονεκτική σύγκριση με τους συνομήλικους τους που έχουν παρακολουθήσει αυτό ή εκείνο το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Δεν υπάρχει πιστοποιημένη πατέντα να κινηθείς με ασφάλεια. Είθε να αυτενεργήσεις με το ένστιχτο του πατέρα και της μητέρας που νοιάζεται πάνω από όλα να βοηθήσει το παιδί του να σταθεί ελεύθερο στα δικά του πόδια.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Τω αγνώστω επαγγελματία

Ο Αγνωστόπουλος θα μπορούσε να είναι γιατρός, δικηγόρος ή πολιτικός μηχανικός. Για την οικονομία της ιστορίας, ας δεχτούμε ότι ασκούσε ένα από αυτά τα πάλαι ποτέ απολύτως επιθυμητά επαγγέλματα του έλληνα γονέα για τα τέκνα του. Ο Αγνωστόπουλος δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στον επαγγελματικό του χώρο αλλά επειδή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άντε αρχές της δεκαετίας του 1990, ήσυχα-ήσυχα, επειδή τα επαγγέλματα αυτά είχαν ακόμα μέλι, έβγαλε λεφτά.


Πάντα τόνιζε πόσο εργατικός ήταν και πώς χτυπούσε το κεφάλι του στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του ή του νοσοκομείου που εργαζόταν για να βρει λύσεις στα συνεχή επαγγελματικά περιστατικά, που αυγάτιζαν την περιουσία του. Συχνά υπενθύμιζε πως είχε δοθεί πλήρως στην εργασία του και δεν είχε χρόνο όχι για να δει άνθρωπο, αλλά ακόμα και για μια απλή βόλτα. Πάντως ξέκλεβε χρόνο για κοινωνικές εκδηλώσεις με αγνώστους ή ελαφρώς γνωστούς, στους οποίους παρουσιαζόταν ευγενικός, προσηνής και πολλά υποσχόμενος με την προοπτική να τους εξαργυρώσει ως πελάτες ή ασθενείς, όταν θα έφτανε- χτύπα ξύλο- εκείνη η ώρα. Βέβαια είχε προνοήσει να παντρευτεί νωρίς, σαν φέρελπις ποδοσφαιριστής, την πρώτη γυναίκα που του παρουσιάστηκε και να σκαρώσει και δυο-τρία κουτσούβελα για ξεκάρφωμα και απάγκιο.

Πολλοί ήξεραν όμως πόσο σκάρτος ήταν. Ήταν όμως και πανέξυπνος. Γρήγορα αντιλήφθηκε πως δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκην κάποια χοντρή κομπίνα για να αυξάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις του. Για παράδειγμα, επικαλιόταν την πασίγνωστη ελληνική κακοδαιμονία. Για να προχωρήσει η δουλειά σου στην Ελλάδα πρέπει να λαδώσεις τον δημόσιο υπάλληλο που τυγχάνει στην ανάλογη θέση. Μόνο που συχνά -όλως παραδόξως- ο υπάλληλος ταπεινά εκτελούσε τα δέοντα χωρίς μπαχτσίσι και τα λεφτά που ζητούσε ο Αγνωστόπουλος για να… προχωρήσει η υπόθεση, κατέληγαν στην τσέπη του. Έτσι με 200, 300, 500 ευρώ έστρωνε λιθαράκι-λιθαράκι το δρόμο της επιτυχίας του. Αν εργαζόταν ως γιατρός βέβαια θα ήταν πιο φιλεύσπλαχνος. Απλώς θα διέδιδε ότι η ταρίφα του στο φακελάκι ήταν ελαφρώς κατώτερη από τα standards της αγοράς και κατά αυτόν τον τρόπο και με τη βοήθεια της κοινωνικής δικτύωσης του, θα αύξανε τον τζίρο του.

Για την οικονομία της ιστορίας βέβαια ας κάνουμε μια διόρθωση κι ας παραδεχτούμε, πως ο Αγνωστόπουλος δύσκολα θα μπορούσε να είναι γιατρός. Κι ο πιο πωρωμένος γιατρός κάπου στο βάθος σέβεται την ανθρώπινη ζωή και τον πόνο της αρρώστιας. Το θέμα είναι ότι ο Αγνωστόπουλος, μολονότι είχε λεφτά, κοινωνική θέση, οικογένεια και απογόνους δεν είχε φίλους. Οι παλιοί του φίλοι ήξεραν πως βρώμαγε η ανάσα του και το μάτι του πάντα έπαιζε κάποιο χυδαίο σκοπό κι έκοψαν λάσπη γρήγορα. Καινούργιους δεν μπορούσε να κάνει, γιατί ήταν έξυπνος για να καταλάβει πως αν προχωρούσε τις κοινωνικές συναναστροφές του σε κάτι διαφορετικό, γρήγορα θα τον αντιλαμβάνονταν και θα έφευγαν τρέχοντας.

Κάποια κακή στιγμή επειδή τον ήξερα, στο τέλος ενός λεκτικού διαπληκτισμού μας, του είπα: «Πρόσεχε Αγνωστόπουλε γιατί στο τέλος θα σε κυνηγάει η σκιά σου». Πάντα αναρωτιόμουν, αν έπραξα σωστά που δεν τον πλάκωσα στο ξύλο εκείνη τη στιγμή. Κάποιοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν από γαλλικά, έστω κι αν τα γνωρίζουν ως δεύτερη γλώσσα. Ίσως εκείνο το βράδυ να ανησύχησε λίγο και να μην μπόρεσε να κοιμηθεί γαλήνια. Σίγουρα όμως πιστεύω πως την επόμενη μέρα συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τουλάχιστον οι μώλωπες θα τον συντρόφευαν περισσότερο καιρό.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...