Ο Αγνωστόπουλος θα μπορούσε να είναι γιατρός, δικηγόρος ή πολιτικός μηχανικός. Για την οικονομία της ιστορίας, ας δεχτούμε ότι ασκούσε ένα από αυτά τα πάλαι ποτέ απολύτως επιθυμητά επαγγέλματα του έλληνα γονέα για τα τέκνα του. Ο Αγνωστόπουλος δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στον επαγγελματικό του χώρο αλλά επειδή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άντε αρχές της δεκαετίας του 1990, ήσυχα-ήσυχα, επειδή τα επαγγέλματα αυτά είχαν ακόμα μέλι, έβγαλε λεφτά.
Πάντα τόνιζε πόσο εργατικός ήταν και πώς χτυπούσε το κεφάλι του στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του ή του νοσοκομείου που εργαζόταν για να βρει λύσεις στα συνεχή επαγγελματικά περιστατικά, που αυγάτιζαν την περιουσία του. Συχνά υπενθύμιζε πως είχε δοθεί πλήρως στην εργασία του και δεν είχε χρόνο όχι για να δει άνθρωπο, αλλά ακόμα και για μια απλή βόλτα. Πάντως ξέκλεβε χρόνο για κοινωνικές εκδηλώσεις με αγνώστους ή ελαφρώς γνωστούς, στους οποίους παρουσιαζόταν ευγενικός, προσηνής και πολλά υποσχόμενος με την προοπτική να τους εξαργυρώσει ως πελάτες ή ασθενείς, όταν θα έφτανε- χτύπα ξύλο- εκείνη η ώρα. Βέβαια είχε προνοήσει να παντρευτεί νωρίς, σαν φέρελπις ποδοσφαιριστής, την πρώτη γυναίκα που του παρουσιάστηκε και να σκαρώσει και δυο-τρία κουτσούβελα για ξεκάρφωμα και απάγκιο.
Πολλοί ήξεραν όμως πόσο σκάρτος ήταν. Ήταν όμως και πανέξυπνος. Γρήγορα αντιλήφθηκε πως δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκην κάποια χοντρή κομπίνα για να αυξάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις του. Για παράδειγμα, επικαλιόταν την πασίγνωστη ελληνική κακοδαιμονία. Για να προχωρήσει η δουλειά σου στην Ελλάδα πρέπει να λαδώσεις τον δημόσιο υπάλληλο που τυγχάνει στην ανάλογη θέση. Μόνο που συχνά -όλως παραδόξως- ο υπάλληλος ταπεινά εκτελούσε τα δέοντα χωρίς μπαχτσίσι και τα λεφτά που ζητούσε ο Αγνωστόπουλος για να… προχωρήσει η υπόθεση, κατέληγαν στην τσέπη του. Έτσι με 200, 300, 500 ευρώ έστρωνε λιθαράκι-λιθαράκι το δρόμο της επιτυχίας του. Αν εργαζόταν ως γιατρός βέβαια θα ήταν πιο φιλεύσπλαχνος. Απλώς θα διέδιδε ότι η ταρίφα του στο φακελάκι ήταν ελαφρώς κατώτερη από τα standards της αγοράς και κατά αυτόν τον τρόπο και με τη βοήθεια της κοινωνικής δικτύωσης του, θα αύξανε τον τζίρο του.
Για την οικονομία της ιστορίας βέβαια ας κάνουμε μια διόρθωση κι ας παραδεχτούμε, πως ο Αγνωστόπουλος δύσκολα θα μπορούσε να είναι γιατρός. Κι ο πιο πωρωμένος γιατρός κάπου στο βάθος σέβεται την ανθρώπινη ζωή και τον πόνο της αρρώστιας. Το θέμα είναι ότι ο Αγνωστόπουλος, μολονότι είχε λεφτά, κοινωνική θέση, οικογένεια και απογόνους δεν είχε φίλους. Οι παλιοί του φίλοι ήξεραν πως βρώμαγε η ανάσα του και το μάτι του πάντα έπαιζε κάποιο χυδαίο σκοπό κι έκοψαν λάσπη γρήγορα. Καινούργιους δεν μπορούσε να κάνει, γιατί ήταν έξυπνος για να καταλάβει πως αν προχωρούσε τις κοινωνικές συναναστροφές του σε κάτι διαφορετικό, γρήγορα θα τον αντιλαμβάνονταν και θα έφευγαν τρέχοντας.
Κάποια κακή στιγμή επειδή τον ήξερα, στο τέλος ενός λεκτικού διαπληκτισμού μας, του είπα: «Πρόσεχε Αγνωστόπουλε γιατί στο τέλος θα σε κυνηγάει η σκιά σου». Πάντα αναρωτιόμουν, αν έπραξα σωστά που δεν τον πλάκωσα στο ξύλο εκείνη τη στιγμή. Κάποιοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν από γαλλικά, έστω κι αν τα γνωρίζουν ως δεύτερη γλώσσα. Ίσως εκείνο το βράδυ να ανησύχησε λίγο και να μην μπόρεσε να κοιμηθεί γαλήνια. Σίγουρα όμως πιστεύω πως την επόμενη μέρα συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τουλάχιστον οι μώλωπες θα τον συντρόφευαν περισσότερο καιρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου