«Η φωτογραφία δεν έχει
ημερομηνία, έχει τίτλο ''Έλληνες πρόσφυγες στο Χαλέπι'', και δείχνει μια ομάδα
ανθρώπων με κουρελιασμένα ρούχα, ανάμεσά τους μικρά αγόρια, που περιμένουν να
φάνε. Σε πρώτο πλάνο, μια γυναίκα, με ένα τενεκεδάκι στα πόδια της, στέκεται
δίπλα σε ένα πρότυπο ''μαγειρείο''. Κάτω από τη φωτογραφία ως λεζάντα γράφει:
''Δόθηκε φαγητό σε 12.000 Ελληνες από τους Αμερικανούς''.»
Προς
τη Συρία και από τη Συρία. Τουλάχιστον τέσσερις φορές σημειώνεται στα χρονικά
το φαινόμενο, έχοντας μαζικό χαρακτήρα:
§ Το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στο
πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
§ Το 1939 όταν η περιοχή της Αλεξανδρέττας,
μέρος της Μεγάλης Συρίας, προσαρτήθηκε στις επαρχίες της Τουρκίας.
§ Το 1860 όταν ξεκίνησαν σφαγές και διώξεις
χριστιανών στη Β. Αφρική.
§ Το 1882 στη διάρκεια της αιγυπτιακής
επανάστασης.
Οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες Έλληνες πρόσφυγες βρέθηκαν στη Συρία και Έλληνες
πρόσφυγες ήρθαν από την ευρύτερη περιοχή στην Ελλάδα διαφέρουν ριζικά μεταξύ
τους. Κοινός, όμως, παρονομαστής ήταν ο
πόλεμος και ο φόβος για τη ζωή τους. Αλλά και η ομοιότητα των προσφυγικών
τραγωδιών ανεξαρτήτως εποχών, προέλευσης και προορισμού των θυμάτων.
Από το 1922
Η πιο μαζική περίπτωση Ελλήνων προσφύγων, που αναζητούν άσυλο στη Συρία, καταγράφεται αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μερικές χιλιάδες, από τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που ξεριζώνονται από τη Μικρασία το δεύτερο εξάμηνο του 1922 και τις αρχές του 1923 και ενώ συνεχίζονται στη Λοζάνη οι διαπραγματεύσεις για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, καταφεύγουν στη Συρία.
Η
οθωμανοκρατούμενη περιοχή της φυσικής Συρίας (περιλάμβανε, εκτός από τη
σημερινή, δηλ. τη γεωγραφική Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και την
Υπεριορδονία) είχε καταληφθεί ως εχθρικό έδαφος, ενώ διαρκούσε ο Α' Παγκόσμιος
Πόλεμος από αγγλογαλλικά στρατεύματα (ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης είχε
ταχθεί με την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων).
Μετά τη λήξη του πολέμου οι Γάλλοι, προλαβαίνοντας και
καταστέλλοντας με στρατιωτικά μέσα την «αραβική αφύπνιση», έγιναν κύριοι της
Δαμασκού, αντικαθιστώντας τους Άγγλους (είχαν αποχωρήσει λίγο νωρίτερα ύστερα
από γαλλοαγγλική διανομή εδαφών περιοριζόμενοι σε Παλαιστίνη και Υπεριορδανία).
Με τη συμφωνία του Σαν Ρέμο (1920) νομιμοποιείται
η γαλλική στρατιωτική παρουσία σε Συρία - Λίβανο στο όνομα της Κοινωνίας των
Εθνών. Τυπικά, για την προστασία των μειονοτήτων και μέχρι να ανεξαρτητοποιηθεί
η περιοχή. Ουσιαστικά η «εντολή» σήμανε μετατροπή σε γαλλική αποικία. Εκεί
καταφεύγουν για προστασία χιλιάδες Έλληνες. Είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός για
μετάβαση σε ελληνικά εδάφη ή αλλού.
Μια περιγραφή της κατάστασης
παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χάρολντ Σπένσερ, ο οποίος
αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Ελλάδα και αρθρογραφεί για την προσφυγική
τραγωδία. Γράφει αρχές Μαρτίου του 1923: «Η κατάστασις εχειροτέρευσεν, ιδίως
λόγω της πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως... Μέγας αριθμός προσφύγων της Μικράς Ασίας επί των πλοίων εις τους
Γαλλικούς λιμένας της Συρίας, οι δε Γάλλοι ουχί μόνον αρνούνται να επιτρέψουν
εις αυτούς να παραμείνουν τουλάχιστον εις Συρίαν, αλλά αρνούνται και να τους
δώσουν τροφήν... Ο εκεί Έλλην πρόξενος ζητεί εσπευσμένως χρήματα διά να σώση
τους πληθυσμούς αυτούς εκ πείνης θανάτου, παρίσταται δε ανάγκη να μεταφερθούν
και οι πρόσφυγες ούτοι της Συρίας εις την Ελλάδα εφ' όσον οι Γάλλοι τους
εκδιώκουν...» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 3/3/1923).
Για τους Γάλλους αυτή την περίοδο το
τελευταίο που ενδιαφέρει είναι η ανθρώπινη ζωή και η προστασία των μειονοτήτων.
Δεν θα διστάσουν, άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα να βομβαρδίσουν την ίδια τη
Δαμασκό, όταν ξέσπασε αραβική επανάσταση (Μεγάλη Επανάσταση του 1925 στη
συριακή ιστορία).
Η στάση της Γαλλίας στιγματίζεται ως «απάνθρωπος», ενώ
γίνονται εκκλήσεις προς Αμερικανούς και Βρετανούς για βοήθεια. Οι πρώτοι
ανταποκρίνονται στο πλαίσιο της ευρύτερης βοήθειας προς τους Έλληνες πρόσφυγες.
Αμερικανικές πηγές (Ερυθρός Σταυρός) κάνουν λόγο για διάθεση ενός συνολικού
ποσού 30 εκ. δολαρίων, από τα οποία τα 2-3 διατίθενται για τους πρόσφυγες στη
Συρία μέχρι τον Αύγουστο του 1923.
Είναι
δυσδιάκριτο ποια ακριβώς είναι η συνέχεια του δράματος των 15.000 -ίσως και
παραπάνω- προσφύγων στη Συρία. Ελάχιστες πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Πολλοί
απ' αυτούς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν αλλού. Πάντως, προς το
τέλος Ιουνίου του 1923 μερικές χιλιάδες βρίσκονταν ακόμη στην περιοχή,
προσμένοντας τη μεταφορά τους (πηγές της ελληνικής κυβέρνησης εκείνη τη χρονική
περίοδο κάνουν λόγο για 2.000-3.000 μόνο στη Βηρυτό). Αυτοί είχαν μεταφερθεί εκεί
από τις συριακές ακτές με ελληνικά μέσα, ύστερα από απαίτηση των Γάλλων της
Συρίας.
Αρκετοί απ' αυτούς, πάντως, παρέμειναν στη Συρία, όπου
προφανώς το κλίμα δεν ήταν εχθρικό τότε. Ούτε λίγο αργότερα με την έκρηξη της
επανάστασης, όταν οι συνθήκες έγιναν πολεμικές και οι συγκρούσεις πήραν
επιπλέον και θρησκευτικό χαρακτήρα.
Για την ιστορία ας σημειωθεί ότι στη
Δαμασκό προϋπήρχε από το 1917 σύλλογος Ελλήνων, αλλά τότε δημιουργείται ο
πρώτος πυρήνας της κατοπινής ελληνικής χριστιανικής κοινότητας. Έπειτα την πρωτεύουσα
θα ακολουθήσει αμέσως μετά δημιουργία κοινότητας στο Χαλέπι. Αυτή θα εξελιχθεί
στη μεγαλύτερη της Συρίας , ενώ θα «τροφοδοτεί» με μέλη και την ελληνική
κοινότητα της Βηρυτού.
ΣΤΟ ΧΑΛΕΠΙ
Πείνα και εξαθλίωση για 12.000 Μικρασιάτες
Πείνα και εξαθλίωση για 12.000 Μικρασιάτες
Με αφορμή την πρόσφατη απεργία
πείνας Σύρων προσφύγων στην πλατεία Συντάγματος, ο δημοσιογράφος Νταμιάν Μακόν
Ουλάντ (ανταποκριτής της εφημερίδας «Irish Times» στην Αθήνα) δημοσιοποίησε
από την ιστοσελίδα του (https://damomac.wordpress.com ) ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο που δείχνει Έλληνες «Πρόσφυγες στο Χαλέπι»,
όπως αναγράφεται στην κορυφή της εικόνας. Οπως γράφει ο Ουλάντ ένας Σύρος
πρόσφυγας- απεργός πείνας του υπέδειξε ότι στην ίδια θέση που βρίσκεται αυτός
σήμερα, βρέθηκαν άλλοτε Έλληνες στη Συρία. Ο
δημοσιογράφος ερεύνησε το θέμα, εντόπισε σχετική φωτογραφία στο αρχείο της
αμερικανικής Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και τη δημοσίευσε με το ακόλουθο
κείμενο: «Η φωτογραφία δεν έχει ημερομηνία, έχει τίτλο ''Έλληνες πρόσφυγες στο
Χαλέπι'', και δείχνει μια ομάδα ανθρώπων με κουρελιασμένα ρούχα, ανάμεσά τους
μικρά αγόρια, που περιμένουν να φάνε. Σε πρώτο πλάνο, μια γυναίκα, με ένα
τενεκεδάκι στα πόδια της, στέκεται δίπλα σε ένα πρότυπο ''μαγειρείο''. Κάτω από
τη φωτογραφία ως λεζάντα γράφει: ''Δόθηκε φαγητό σε 12.000 Ελληνες από τους
Αμερικανούς''.»
«Τραγική και αβέβαιη κατάσταση»
Σύμφωνα με τα στοιχεία για την
υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως συμφωνήθηκε
με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923, περίπου 17.000 Ελληνες από τη Μικρά Ασία
βρέθηκαν πρόσφυγες σε διάφορες πόλεις της Συρίας. Τόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση
που τον Αύγουστο του 1923 ο υπεύθυνος των Ελλήνων προσφύγων στο Χαλέπι έστειλε
τηλεγράφημα στο υπουργείο Εξωτερικών της Αθήνας ζητώντας να αποτρέψει άλλους Έλληνες
να φτάσουν στην πόλη, γιατί ''ήταν αδύνατο να δεχτούν άλλους πρόσφυγες''. Η
γενικότερη κατάσταση για τους Ελληνες πρόσφυγες το καλοκαίρι του 1923
περιγράφεται ως ''τραγική και αβέβαιη'', όπως σήμερα των Σύρων προσφύγων...».
Ας προστεθεί ότι η φωτογραφία χρονικά ανήκει, κατά πάσα πιθανότητα, στις μέρες
του Μαΐου-Ιουνίου 1923.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟ 1939
Ελληνοαρμενικά καραβάνια από την Αλεξανδρέττα
Ελληνοαρμενικά καραβάνια από την Αλεξανδρέττα
Ενα δεύτερο κύμα Ελλήνων προσφύγων
στη Συρία σημειώνεται με την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία.
Η επαρχία (σαντζάκι) της
Αλεξανδρέττας (κοντά στην αρχαία Αλεξάνδρεια, που ιδρύθηκε μετά τη μάχη στην
Ισσό το 333 π.Χ.) από τον 16ο αιώνα μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτελούσε μέρος της επαρχίας Χαλεπίου της
Μεγάλης Συρίας, αλλά το 1918 ανεξαρτητοποιήθηκε και τέθηκε, όπως η υπόλοιπη
Συρία και ο Λίβανος, υπό γαλλική κατοχή. Το στρατηγικό λιμάνι ήταν ένας από
τους πρώτους επεκτατικούς στόχους του νέου τουρκικού κράτους. Όπως και έγινε με
την ανοχή και υποστήριξη της Γαλλίας, ενώ ξεσπούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το
1938 τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν εκεί, ενώ το επόμενη χρονιά προκηρύχθηκε
ένα νόθο δημοψήφισμα (για την ένωση ή όχι με την Τουρκία).
Από τότε η επαρχία Χατάι προστέθηκε
στην τουρκική επικράτεια. Ιστορικά η περιοχή κατοικούνταν από Άραβες, αλλά και
άλλες μειονότητες. Οι Τούρκοι ακολουθώντας τακτική εθνοκάθαρσης άλλαξαν την
πληθυσμιακή σύνθεση. Το 1939-1940
υπολογίζεται ότι ένας πληθυσμός περίπου 50.000 ανθρώπων αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την περιοχή. Απ' αυτούς 11.000-12.000 ήταν Έλληνες και
26.000-27.000 Αρμένιοι.
Οι περισσότεροι Έλληνες κατέφυγαν τότε στη Δαμασκό και
στο Χαλέπι, ενισχύοντας τις υπάρχουσες ελληνικές κοινότητες.
Από τα δύο βασικά ελληνικά προσφυγικά ρεύματα (1923 και
1939) προέρχονταν και οι 1.200 περίπου κάτοικοι της Συρίας, που είχαν ελληνικά
διαβατήρια κατά την έναρξη του σημερινού.
(κακή διατύπωση του άρθρου)
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ
Οι επεμβάσεις στη Β. Αφρική έδιωξαν τους χριστιανούς
Έλληνες πρόσφυγες θα καταφύγουν
κυρίως στη Δαμασκό και στο Χαλέπι δύο φορές κατά τον 19ο αιώνα. Μάλιστα, θα
προκύψει ταυτοχρόνως και στη χώρα μας ζήτημα με Έλληνες πρόσφυγες από την
ευρύτερη περιοχή. Η πρώτη διαδραματίζεται στην οθωνική Ελλάδα το 1860.
Η τότε βασιλική κυβέρνηση Μιαούλη
μετέχει με ναυτική δύναμη σε γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην
οθωμανοκρατούμενη περιοχή, σε μία από τις πρώτες διεθνείς «ανθρωπιστικές
επεμβάσεις» για την προστασία χριστιανών από «ιθαγενείς». Προσχηματικοί,
βεβαίως, ήταν οι λόγοι και πραγματική αιτία ο έλεγχος της περιοχής και ο
καθορισμός γαλλοβρετανικών ζωνών.
Πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί, απειλούμενοι πραγματικά ή
όχι, εγκαταλείπουν τις ακτές της Β. Αφρικής και καταφεύγουν σε άλλα μέρη.
Ανάμεσά στους πρόσφυγες και Έλληνες που κατευθύνονται προς τη Δαμασκό και το
Χαλέπι. Αρκετοί απ' αυτούς θα μεταφερθούν και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις
σύγχρονες πηγές μετά το τέλος της επιχείρησης (Οκτώβριος 1860) τα ελληνικά
πλοία μετέφεραν στη χώρα «τους εις αυτά προσφεύγοντες... Ουκ ολίγοι τότε ήλθον
εις Αθήνας και άλλας Ελληνικάς πόλεις... Πλήθος προσφύγων μετήγαγον εις την
Ελλάδα και τα Ρωσικά πλοία, τους ενταύθα γενικώς κληθέντες Βερουτιανούς
(κατοίκους της Βηρυτού), όπερ όνομα απέκτησε έκτοτε εν Ελλάδι την σημασίαν του
πρόσφυξ...».
Στην επαναστατημένη Αλεξάνδρεια
Η δεύτερη περίπτωση εξελίσσεται το 1882 (κυβέρνηση Τρικούπη). Όταν πάλι η Ελλάδα παίρνει μέρος με στρατιωτικές δυνάμεις στη γαλλοβρετανική επέμβαση, με επίκεντρο την επαναστατημένη Αλεξάνδρεια (επανάσταση του Ουράμπι στην Αίγυπτο).
Αρκετοί από τους δεκάδες χιλιάδες Έλληνες
(υπολογίζονται σε 40.000-50.000), οι οποίοι εγκαταλείπουν την Αλεξάνδρεια και
γενικότερα την Αίγυπτο, όπου υπάρχει έντονη ελληνική παρουσία, καταφεύγουν σε
άλλες περιοχές (Κωνσταντινούπολη, Δαμασκό, Χαλέπι κ.α.). Κατά τη διάρκεια της
κρίσης (Μάιος - Ιούλιος 1882) και μέχρι το βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας από τα
αγγλικά πολεμικά (11 Ιουλίου) τα ελληνικά πλοία συμμετέχουν στην εκκένωση.
Οι περισσότεροι Έλληνες μεταφέρονται
σε διάφορες πόλεις ελληνικές πόλεις με εμπορικά πλοία που πηγαινοέρχονται. Η
κατάσταση περιγράφεται ως εξής σε ένα χρονικό της εποχής: «Απειράριθμοι οι
συσσωρευθέντες εκ των προσφύγων εν Αθήναις και εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος
Ελληνες (της Αιγύπτου)... Η Κυβέρνησις και αυτός ο Ελληνικός λαός διά
συνεισφορών τους συντηρούσι? Καίτοι εγείρονται υπόνοιαι και φόβοι περί
επιδηματικών ασθενειών και υπό των επιτροπών υγείας γνωματεύεται η αραίωσις, η
συμπάθεια του κοινού άκαμπτος...».
Οι Έλληνες της Αιγύπτου θα
επιστρέψουν αργότερα από τα σημεία όπου έχουν διασκορπιστεί στην ισοπεδωμένη
σχεδόν Αλεξάνδρεια και στην αγγλοκρατούμενη, πλέον, Αίγυπτο. Θα ξεκινήσει τότε
η λεγόμενη δεύτερη άνθηση της «Αλεξάνδρειας των Ελλήνων» και γενικότερα των
ελληνικών κοινοτήτων στην Αίγυπτο.
Τ. Κατσιμάρδος
http://www.kathimerini.gr/835391/article/epikairothta/ellada/otan-oi-ellhnes-efeygan-gia-syria-ws-prosfyges
Όταν οι Έλληνες έφευγαν για Συρία ως
πρόσφυγες
Ήταν πέντε χρόνων ο Γιώργος Τακτικός, όταν μια νύχτα οι
γονείς του τον επιβίβασαν στα παράλια της Χίου σε μια βάρκα για να καταλήξουν
όλοι μαζί πρόσφυγες στην έρημο του Σινά...
Σήμερα, στα 78 του παρακολουθεί την ιστορία να
γράφεται αντιστρόφως. Με πόνο ψυχής βλέπει τα καραβάνια των κατατρεγμένων από
τη Μέση Ανατολή να αποβιβάζονται στα παραλία των νησιών και ο νους του πάει
πίσω, στο δικό του μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς το άγνωστο. Ο κ. Τακτικός, από το χωριό Κουρούνια της
Χίου, ήταν ένας από τις 30.000 και πλέον Ελλήνων από τα νησιά του Ανατολικού
Αιγαίου που στην Κατοχή έφυγαν, άλλοι πρόσφυγες στη Συρία ενώ άλλοι έφτασαν
μέχρι και τη νότια Αφρική, για να γλιτώσουν από την πείνα και τον πόλεμο. Όπως
και τώρα, έτσι και τότε: βάρκες, πνιγμοί στη θάλασσα, βαγόνια τρένων ασφυκτικά
γεμάτα, καταυλισμοί, στερήσεις. Μόνο η κατεύθυνση της διαδρομής άλλαξε. Τότε οι
ανθρώπινες ροές κατευθύνονταν από την Ελλάδα προς τη Συρία, τώρα κινούνται από
εκεί προς τα εδώ. «Η πείνα και ο φόβος δεν παλεύονται, ο πόνος του πρόσφυγα
είναι μεγάλος», λέει καθώς ξεδιπλώνει στην «Κ» τις δικές του αναμνήσεις από την
«οδύσσεια» των ξεριζωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Φθινόπωρο του 1942. Η Ελλάδα έχει υποδουλωθεί απ’ άκρη σ’
άκρη, η πείνα θερίζει τα μεγάλα αστικά κέντρα και στα νησιά τα πράγματα κάνει
ακόμα χειρότερα ο ναυτικός αποκλεισμός στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο γενικότερα
από το βρετανικό ναυτικό.
Η φυγή καθίσταται μονόδρομος για όσους μπορούσαν
και για τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Ικαρία, Χίος,
Λέσβος, Λήμνος κ.ά.) ήταν πιο εύκολη, λόγω της γειτνίασης με τα παράλια της
Τουρκίας.
«Ήμουν πέντε χρόνων. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και πείνα στο
νησί. Ηταν Νοέμβριος του 1942 και τα πράγματα χειροτέρευαν. Ο πατέρας αποφάσισε
να φύγουμε για να σωθούμε. Κλέψαμε μαζί με άλλους δύο νεαρούς μια βάρκα που
είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και μια νύχτα η οικογένειά μου, πατέρας, μητέρα και
η μικρότερη αδελφή μου, μαζί με άλλες δύο οικογένειες συγχωριανών περάσαμε με
δυσκολία απέναντι στο Τσεσμέ. Στην ακτή που βγήκαμε, μας μάζεψε ένας ορθόδοξος
ιερέας, ο παπα-Ξενάκης, που συγκέντρωνε τους πρόσφυγες και τους πήγαινε σ’ ένα
άσυλο όπου τους φρόντιζαν ανθρωπιστικές οργανώσεις. Πρώτα ο ιερέας έκανε
κομμάτια τη βάρκα για να μην τη βρει η τουρκική ακτοφυλακή και μας στείλουν
πίσω με το ίδιο σκάφος...».
Έπειτα από
παραμονή τριών μηνών στο Τσεσμέ και τη Σμύρνη, με ευθύνη του Γενικού
Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, μεταφέρθηκαν –αυτό γινόταν με όλους του
πρόσφυγες που αποβιβάζονταν από την Ελλάδα στην Τουρκία– στο ισοπεδωμένο σήμερα
Χαλέπι της Συρίας, απ’ όπου γινόταν η διασπορά προς την Παλαιστίνη, τον Λίβανο,
τη χερσόνησο Σινά, αλλά και χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής.
«Μείναμε στο
Χαλέπι εννέα μήνες σε καταυλισμούς και εκεί πήγα πρώτη φορά στο σχολείο.
Τρώγαμε καλά, μας φρόντιζαν οι Βρετανοί. Μετά μας μετέφεραν μέσω Σουέζ στην
έρημο του Σινά. Εκεί ήταν τέσσερις καταυλισμοί με Έλληνες πρόσφυγες από τα
νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Μείναμε σε καλές συνθήκες διαβίωσης ενάμιση χρόνο
και επιστρέψαμε όταν τελείωσε ο πόλεμος...».
Τη ίδια, περίπου, διαδρομή ακολούθησε και η
84χρονη σήμερα Δέσποινα Σιταρά από το χωριό Καλλιμασιά της Χίου. Μόνο που
εκείνη και η οικογένειά της, όπως αφηγείται στην «Κ», από το Χαλέπι πήγαν στον
Λίβανο και στην Αίγυπτο και όταν ο Ρόμελ πλησίαζε στο Κάιρο τους φόρτωσαν,
1.200 άτομα, σε πλοίο και μέσω του Αντεν έφτασαν στο Βελγικό Κογκό, απ’ όπου
επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Χαλέπι, Λωρίδα της Γαζας, Σινά, αλλά και Αφρική,
ήταν οι βασικοί προορισμοί των Ελλήνων προσφύγων τότε, ενώ ένας σημαντικός
αριθμός εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Αλλά δεν ήταν μόνο Έλληνες στην Κατοχή που
από το Αιγαίο έφθαναν στη Μέση Ανατολή για να σωθούν. Πολωνοί, Σέρβοι και
πολλοί Εβραίοι της Ευρώπης διέσχιζαν τον «ελληνικό άξονα», προς τη σωτηρία.
«Προσπαθούμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους,
τους νιώθουμε και τους πονάμε», τονίζουν στην «Κ» η Δέσποινα Σιταρά και ο
Γιώργος Τακτικός. «Εκ πείρας», όπως λένε...