Mετά την αποτυχία, σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς
του σκηνοθετικού ντεμπούτου του, «Η Συνεκδοχή
της Νέας Υόρκης» (2008), ταινία που παρεμπιπτόντως δεν έχω δει, ο βραβευμένος με Όσκαρ σεναρίου Τσάρλι
Κάουφμαν («Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation», «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού
Μυαλού») επιστρέφει, έχοντας την καθοριστική τεχνική βοήθεια του Ντιουκ Τζόνσον,
με ένα ενήλικο stop motion animation. Οι τρεις «ηχητικοί» πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Ντέιβιντ
Θιούλις, η Τζένιφερ Τζέισον Λι και ο Τομ
Νούναν που δίνει φωνή σε όλα τα πρόσωπα που
παρελαύνουν στην ταινία εκτός από το
βασικό ήρωα, Μάικλ Στόουν, συγγραφέα εγχειριδίων αυτοβοήθειας και επαγγελματικής
επιτυχίας ο οποίος ταξιδεύει ως το Σινσινάτι για μια διάλεξή του και τη Λίζα
που συναντά εκεί. Το ξενοδοχείο ονομάζεται «Φρεγκόλι» και δηλώνει υπαινικτικά το ιατρικά υπαρκτό σύνδρομο από το οποίο
πάσχει ο ήρωάς του, αναγνωρίζοντας όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους ως ένα και
το αυτό πρόσωπο, για αυτό και οι φωνές τους, αντρικές ή γυναικείες παρουσιάζονται
ίδιες.
Εσωστρεφής
και καταθλιπτικός, θα γνωρίσει στο ξενοδοχείο μια συνεσταλμένη θαυμάστριά του
που, παρά το σημάδι στο πρόσωπο της, θα
τον γοητεύσει με την φωνή της που επιτέλους την διακρίνει ως ξεχωριστή μέσα στις
πανομοιότυπες άλλες που ακούει καθημερινά. Θα ακολουθήσει μια υπέροχη ερωτική
σκηνή, ένας εξίσου έξοχα σκηνοθετημένος εφιάλτης και μετά τους όρκους αιώνιας
πίστης προς την Λίζα του, την Anomalisa του, από τον συγκερασμό της
ελληνικής λέξης ανωμαλία, που έμαθε η Λίζα σε ένα εγχειρίδιο του, με το όνομα της,
που δεν θα κρατήσουν πολύ, δεν θα κρατήσει και η ταινία το δραματουργικό
κρεσέντο της και θα τελειώσει μάλλον γρήγορα και απότομα, αφήνοντας μας, μάλλον
ανικανοποίητους.
Τεχνικά η ταινία είναι πολύ καλή καθώς
οι animators μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας
Τζο Πασαρέλι κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν αληθινό κόσμο με όλες τις μονότονες
λεπτομέρειες του και μια σειρά πλήρως αναγνωρίσιμων χαρακτήρων. Ο Ντιουκ
Τζόνσον αναφέρει πως ήθελε τα σώματα τους να μοιάζουν αληθινά και ότι οι
κούκλες ήταν μικρές και χρειάζονταν ακριβείς κινήσεις με πινέζες για να
ζωντανεύσουν τα μάτια τους. Υπογραμμίζει ότι ο στόχος τους ήταν να κάνουν τους
χαρακτήρες να μοιάζουν εκφραστικοί σαν να έχουν ψυχή. Για αυτό το λόγο οι συντελεστές
της ταινίας αποφάσισαν να μην σβήσουν ψηφιακά τις «ραφές» που φαίνονται στις κούκλες,
για να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες stop motion ταινίες. Η
ταινία εξακολουθεί να παίζεται στις αθηναϊκές κινηματογραφικές αίθουσες σε
περιορισμένες πια προβολές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου