Η Χιλιανή Νόνα Φερνάντες, δυναμική φωνή της λογοτεχνικής γενιάς που
διαδέχθηκε τον Λουίς Σεπούλβεδα και βίωσε τη ζοφερή συνέχεια ανάμεσα στη
δικτατορία και στη δημοκρατία, πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά με το πυκνό και
καθηλωτικό μυθιστόρημα «Space Invaders» (εκδ. Gutenberg, μτφρ. -
εισαγ. - επίμετρο Κ. Αθανασίου), όπου αποτυπώνεται ο πόλεμος ενάντια στη λήθη
και στη σιωπή που μαίνεται στη Χιλή και σημαδεύει την ατομική και συλλογική
συνείδηση των σημερινών 40-50άρηδων
– Κύριε, τι σημαίνει να μπλέκεται κανείς με τα πολιτικά;
Τι ηλικία πρέπει να έχει για να το κάνει αυτό;
– Παιδιά, τούτο εδώ είναι το μάθημα των Μαθηματικών. Και
στο σχολείο έρχεστε για να μάθετε, όχι για να μιλάτε για ανοησίες.
Η σκηνή δεν διαδραματίζεται στην Αθήνα της Νίκης
Κεραμέως, αλλά στη Χιλή το 1982, στο σχολείο της λεωφόρου Μάτα του Σαντιάγο. Οι
μαθητές και οι μαθήτριες εκείνης της Α΄ Γυμνασίου, «φτωχόπαιδα με επίθετα του
κώλου» που φορούσαν σακάκια, γραβάτες, ποδιές και κάλτσες μπλε πάνω από το γόνατο,
είχαν μόλις μάθει ότι δύο συμμαθητές τους πήραν αποβολή επειδή έριξαν έξω από
το προαύλιο προκηρύξεις που καλούσαν σε μια «Πορεία για την πείνα» εναντίον του
Πινοτσέτ. Δεν ήξεραν γιατί ήταν κακό, ήξεραν όμως ότι ήταν απαγορευμένο, και
ότι του ενός οι γονείς ήταν «ηγετικά στελέχη», κι ο αδελφός του,
«στρατευμένος». Ακόμα και σήμερα που είναι σχεδόν 50άρηδες νιώθουν ότι εκείνη η
δεκαετία του 1980, από τα δέκα ώς τα είκοσί τους, σαν να τους κατάπιε. Διότι
ήδη στην Α΄ Γυμνασίου είχαν γίνει το «βασικό πιόνι σε ένα παιχνίδι», αλλά τότε
ακόμα «δεν ξέραμε σε ποιο…»
Η Νόνα Φερνάντες Σιλάνες, μια από τις πιο ισχυρές,
σήμερα, αφηγηματικές φωνές της Χιλής, έρχεται μια γενιά μετά τον Λουίς
Σεπούλβεδα, και με το Space Invaders (Εκδ.Gutenberg, μτφρ,
εισαγωγή, επίμετρο Κώστας Αθανασίου), ένα μίνι μυθιστόρημα-διαμαντάκι που
συνομιλεί με τις πολιτικές εξελίξεις στη σημερινή Χιλή, θέτει το μεγάλο
ερώτημα: Τι θα μπορούσαν να κάνουν τότε; Τι θα έπρεπε να είχαν κάνει τόσα
χρόνια; Τι χρειάζεται να κάνουν σήμερα; Πώς μπορεί η γενιά της να βγει
επιτέλους από αυτό το παιχνίδι;
Το ερώτημα αφορά όσους και όσες ενηλικιώθηκαν στα τέλη
του 1980, κι έζησαν τη μετάβαση από τη δικτατορία σε μια δημοκρατία «ύποπτη και
ανατριχιαστική» που διατήρησε την ασυλία του πραξικοπηματία ώς το 2000. Και
μάλιστα υποχρέωσε, όπως σημειώνει ο Κ. Αθανασίου στο Επίμετρο, «τις
δημοκρατικές εκλεγμένες δυνάμεις σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με πολιτικές
δυνάμεις φιλικές προς τον Πινοτσέτ». Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από 7
μήνες, τον Οκτώβριο του 2019, όταν ο λαός της Χιλής βγήκε στους δρόμους
τσακισμένος από τη φτώχεια και την καταστολή, και μάτωσε διαδηλώνοντας ενάντια
στην κυβέρνηση του νεοφιλελεύθερου εκατομμυριούχου Σεμπαστιάν Πινιέρα, το
κυρίαρχο σύνθημα ήταν: «Δεν είναι τα 30 πέσος (σ.σ. της αύξησης στα εισιτήρια
του μετρό), είναι τα 30 χρόνια».
Γεννημένη το 1971, η Nona Fernández Silanes είναι μια δυναμική και πολιτικοποιημένη συγγραφέας,
σεναριογράφος και ηθοποιός, μια «ενοχλητική Χιλιανή ενίοτε εξαγριωμένη», με
τολμηρή και ουσιαστική ματιά σε σχέση με «τα συναισθήματα ενός ολόκληρου έθνους
απέναντι σε ένα παρελθόν μαύρο και ίσως ντροπιαστικό». Αυτό σημείωνε η επιτροπή
που της απένειμε ένα κορυφαίo βραβείo της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, το «Sor Juana Inès de le Cruz». Η Φερνάντες παρακολουθεί τις προσπάθειες να ξεπλυθεί η πολιτική,
θεσμική, οικονομική κληρονομιά της δικτατορίας, και εξερευνά το φαινόμενο του
ελέγχου της μνήμης και της λήθης, ζητώντας «δικαιοσύνη και αλήθεια», διότι «δεν
πιστεύω στη συγγνώμη». Η επιλεκτική μνήμη είναι κάτι που σημάδεψε τη γενιά της
και που χαρακτηρίζει πολλές και ισχυρές πολιτικοκοινωνικές δυνάμεις στη Χιλή
μετά το 1980, από τότε δηλαδή που εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία το σύνταγμα
που πρότεινε η στρατιωτική χούντα. Εκείνη τη χρονιά ξεκινά και το μυθιστόρημα Space Invaders, που έχει έντονη αυτοβιογραφική διάσταση.
Το εύρημα της Φερνάντες είναι το ηλεκτρονικό παιχνίδι του
τίτλου, που παραπέμπει στην αντιστροφή της αλήθειας για την έκρηξη της βίας που
έζησε η γενιά της στα μαθητικά της χρόνια. Τότε που όποιος αμφισβητούσε τη
διακυβέρνηση Πινοτσέτ αντιμετωπιζόταν σαν απειλή, και εξοντωνόταν χωρίς
δισταγμό όπως οι «εισβολείς από το Διάστημα» σ’ αυτόν τον πρόδρομο των
βιντεοπαιχνιδιών επιβίωσης. Οι πρωταγωνιστές της πυροβολούν στις τηλεοπτικές
οθόνες τους στρατιές εξωγήινων, αλλά στο σχολείο τους αυτοί είναι που καλούνται
να πειθαρχούν σαν στρατός, και στα όνειρά τους αυτοί βάλλονται σαν εξωγήινοι.
Η συγγραφέας συνθέτει ένα αφήγημα από εικόνες
καταχωνιασμένες και θραύσματα αναμνήσεων και ονείρων, καθώς αφουγκράζεται τους
νευρικούς, αναστατωμένους, αγωνιώδεις, αδιέξοδους, δειλούς ή και ένοχους
ψιθύρους των παλιών συμμαθητών/τριών της στις σημαδιακές χρονιές 1980, 1982,
1985, 1994, 1991. Και παρατηρεί ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου, έστω με
καθυστέρηση, η δικαιοσύνη αποδίδεται, το κακό όνειρο δεν σβήνει. Διότι η
κοινωνία έχει δηλητηριαστεί σε βάθος και το παιχνίδι είναι ακόμα ανοιχτό…
«Ακόμα κι αν δεν
είμαστε ένοχοι, είμαστε υπεύθυνοι. Που σιωπούμε για να κρατήσουμε τη θέση μας
στη δουλειά, που δε λέμε “αυτό είναι έγκλημα”».
Το
υπογράμμισε η Νόνα Φερνάντες στην ισπανική «El Pais». Και με τους «Space Invaders» φωτίζει βαθύτερες πτυχές αυτής της συζήτησης για τη σιωπή των πολιτών
μπροστά στα εγκλήματα, μέσα από ένα παράδειγμα που ακονίζει τη συνείδηση του
αναγνώστη: τη νεαρή Εστρέγια Γκονσάλες, που έχει καταλυτική παρουσία στο
μυθιστόρημα κι ας είναι απούσα.
Η
Γκονσάλες είναι η κόρη του καραμπινιέρου-με-το-ξύλινο-προσθετικό-χέρι, και είχε
πρωτοφτάσει στο καινούργιο σχολείο της εκείνο το υποκριτικό 1980. Ενας τραγικός
χαρακτήρας ο οποίος (ξανα)κτίζεται σαν ψηφιδωτό –και σαν συλλογικό υποκείμενο–
με υλικά από τις αναμνήσεις και τα όνειρα των συμμαθητών και των συμμαθητριών
της που υπονομεύουν το κυρίαρχο αφήγημα για τα χρόνια εκείνα.
Η
συγγραφέας την παρακολουθεί από τα 10 μέχρι τα 15 της που εξαφανίζεται από τις
ζωές τους, ενόσω η Χιλή βυθίζεται στη βία με εκφοβισμούς, διώξεις, απαγωγές,
βασανιστήρια, πυροβολισμούς «ταραχοποιών», κομμένους λαιμούς κομμουνιστών. Στην
καθημερινότητά της έβλεπε πολλά δυσάρεστα, αλλά υιοθετούσε την εξωραϊσμένη,
παραπλανητική, οικογενειακή ερμηνεία τους, κι έπαιζε με χαρά «Space Invaders». Παράλληλα, τους ζέσταινε όλους με τη φιλία της, τη γλύκα, την ερωτική
αύρα της, την άδολη ψυχή της, την ευαισθησία της, αλλά πάντα οχυρωμένη στη
σιωπή της. Ακόμα κι όταν τα όνειρά τους εξελίχθηκαν σε εφιάλτες, με το ξύλινο
χέρι του πατέρα της να τους κυνηγά ανελέητα, εκείνη συνέχισε να τους
στοιχειώνει σαν καθησυχαστικό χάδι. Και ζητούσε να την συγχωρήσουν… Αυτό
ακριβώς που απορρίπτει η Φερνάντες. «Εγινα συγγραφέας για να τα πρήζω σε
κάποιους, για να μην ξεχαστεί ό,τι δεν πρέπει να ξεχαστεί».
Η
Φερνάντες μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, αλλά η έκδοση του Gutenberg, πλαισιωμένη με αποσπάσματα από
συνεντεύξεις της, με το βιωματικό κείμενο «Μαθαίνοντας να ξυπνάμε» του εκδότη
Χάιμε Πίνος και με τις διεισδυτικές αναλύσεις του Κώστα Αθανασίου («Η Νόνα
Φερνάντες και ο πόλεμος της μνήμης» και «Φωτιά στο “υπόδειγμα οικονομικής
επιτυχίας”»), προσφέρει μια ουσιαστική λογοτεχνική, πολιτική και κοινωνική
γνωριμία μαζί της και με όσα την έχουν διαμορφώσει.
Πολύ Καλό πρέπει να είναι. Στα προσεχώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το έχω διαβάσει αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφή