Μετάφραση: ΚΜ, ΚΠ για το avant-garde
Για μια φευγαλέα στιγμή κατά τη διάρκεια της καθημερινής
ενημέρωσης για τον κορωνοϊό του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Andrew Cuomo, την Τετάρτη, το ζοφερό ύφος που γεμίζει τις οθόνες μας εδώ και εβδομάδες
αντικαταστάθηκε για λίγο από κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο.
«Είμαστε έτοιμοι,
είμαστε εντελώς μέσα», τόνισε ο κυβερνήτης .
«Είμαστε Νεοϋορκέζοι, γι’ αυτό είμαστε επιθετικοί για αυτό, είμαστε φιλόδοξοι
για αυτό… Συνειδητοποιούμε ότι η αλλαγή δεν είναι μόνο επικείμενη, αλλά μπορεί
στην πραγματικότητα να είναι και φίλος αν γίνει με τον σωστό τρόπο.»
Η έμπνευση για αυτές τις ασυνήθιστα καλές εικόνες ήταν
μια βιντεοεπίσκεψη από τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Google Eric Schmidt, ο οποίος συμμετείχε στην ενημέρωση του κυβερνήτη για να ανακοινώσει ότι θα ηγηθεί μιας ανεξάρτητης επιτροπής
για τον επαναπροσδιορισμό (reimagine) τής μετά covid πραγματικότητας της πολιτείας της Νέας
Υόρκης, με έμφαση στην μόνιμη ενσωμάτωση της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της ζωής
των πολιτών.
«Οι πρώτες προτεραιότητες αυτού που προσπαθούμε να κάνουμε», δήλωσε ο Schmidt, «επικεντρώνονται στην τηλε-υγεία, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και στην
ευρυζωνικότητα… Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις που μπορούν να παρουσιαστούν τώρα,
και να επιταχυνθούν, και να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να κάνουμε τα
πράγματα καλύτερα». Για να μην υπάρχει
αμφιβολία ότι οι στόχοι του πρώην προέδρου της Google ήταν αμιγώς καλοπροαίρετοι, το βίντεο του
φόντου έδειχνε μια εικόνα χρυσών φτερών αγγέλου.
Μόλις μια μέρα
νωρίτερα, ο Cuomo είχε ανακοινώσει μια παρόμοια συνεργασία
με το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates για την ανάπτυξη ενός «εξυπνότερου
εκπαιδευτικού συστήματος». Αποκαλώντας τον Γκέιτς «οραματιστή», ο Κούομο είπε
ότι η πανδημία έχει δημιουργήσει «μια στιγμή στην ιστορία που μπορούμε
πραγματικά να ενσωματώσουμε και να προωθήσουμε τις ιδέες [του Γκέιτς]… όλα αυτά
τα κτήρια, όλες αυτές οι φυσικές αίθουσες διδασκαλίας – γιατί [να τα έχουμε] με
όλη την τεχνολογία που έχετε;» ρώτησε, προφανώς ρητορικά.
Χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να πάρει μορφή, αλλά αρχίζει να αναδύεται
κάτι που μοιάζει με ένα συνεκτικό Δόγμα του Σοκ της Πανδημίας. Ας το πούμε «Screen New Deal». Πολύ περισσότερη υψηλή τεχνολογία από
οτιδήποτε έχουμε δει κατά τη διάρκεια προηγούμενων καταστροφών, το μέλλον που βιάζεται να δημιουργηθεί καθώς τα πτώματα σωρρεύονται και
αντιμετωπίζει τις τελευταίες βδομάδες της φυσικής απομόνωσης όχι ως αναγκαίο
κακό για τη σωτηρία ζωών, αλλά ως
ζωντανό εργαστήριο για ένα μόνιμο -και εξαιρετικά κερδοφόρο- ανέπαφο μέλλον.
Η Anuja Sonalker, Διευθύνων Σύμβουλος της Steer Tech, μιας εταιρείας που εδρεύει στο Maryland που εμπορεύεται τεχνολογία αυτο-στάθμευσης, συνόψισε πρόσφατα τη νέα,
διαμορφωμένη για τους ιούς παρουσίαση. «Υπήρξε
μια σαφής προθέρμανση της μη-ανθρώπινης, ανέπαφης τεχνολογίας», ανέφερε. «Οι άνθρωποι είναι βιολογικοί κίνδυνοι,
οι μηχανές δεν είναι».
Είναι ένα μέλλον στο οποίο τα σπίτια μας δεν θα είναι
ποτέ ξανά αποκλειστικά προσωπικοί χώροι, αλλά είναι επίσης, μέσω ψηφιακής
συνδεσιμότητας υψηλής ταχύτητας, τα σχολεία μας, τα ιατρεία του γιατρού μας, τα
γυμναστήριά μας και, αν αποφασιστεί από το κράτος, οι φυλακές μας. Φυσικά, για
πολλούς από εμάς, αυτά τα ίδια σπίτια είχαν ήδη μετατραπεί σε χώρους
αδιάλειπτης εργασίας και τους κύριους χώρους ψυχαγωγίας μας πριν από την
πανδημία, και η φυλάκιση επιτήρησης «στην κοινότητα» ήδη άνθιζε. Αλλά στο μέλλον που βρίσκεται υπό βιαστική
κατασκευή, όλες αυτές οι τάσεις είναι έτοιμες για τεράστια επιτάχυνση.
Αυτό είναι ένα μέλλον στο οποίο, για τους προνομιούχους,
σχεδόν όλα παραδίδονται στο σπίτι, είτε ψηφιακά μέσω τεχνολογίας streaming και «συννέφου» (cloud), είτε φυσικά μέσω μη στελεχωμένων
οχημάτων ή drones, και στη συνέχεια «κοινοποιείται» σε οθόνη σε κάποια πλατφόρμα
διαμεσολάβησης. Είναι ένα μέλλον που απασχολεί πολύ λιγότερους δασκάλους,
γιατρούς και οδηγούς. Δεν δέχεται μετρητά ή πιστωτικές κάρτες (με το πρόσχημα
του ελέγχου του ιού) και έχει ελάχιστη μαζική μεταφορά και πολύ λιγότερη ζωντανή
τέχνη. Είναι ένα μέλλον που
ισχυρίζεται ότι λειτουργεί με «τεχνητή νοημοσύνη», αλλά στην πραγματικότητα
συγκρατείται από δεκάδες εκατομμύρια ανώνυμων εργαζομένων κρυμμένων σε
αποθήκες, κέντρα δεδομένων, μονάδες εποπτείας περιεχομένου, ηλεκτρονικά
εργαστήρια, ορυχεία λιθίου, βιομηχανικές εκμεταλλεύσεις, μονάδες επεξεργασίας
κρέατος και φυλακές, όπου μένουν απροστάτευτοι από ασθένειες και
υπερεκμετάλλευση. Είναι ένα μέλλον στο οποίο κάθε κίνησή μας, κάθε λέξη μας,
κάθε σχέση μας είναι ανιχνεύσιμη και μπορεί να ανασυρθεί από δεδομένα μέσω
πρωτοφανών συνεργασιών μεταξύ κυβέρνησης και τεχνολογικών γιγάντων.
Εάν όλα αυτά ακούγονται γνωστά, αυτό συμβαίνει επειδή,
προ Covid, αυτό το συγκεκριμένο μέλλον, που βασίζεται στις
εφαρμογές και την οικονομία της «ευελφάλειας» (gig economy), μας το πουλούσαν στο όνομα της ευκολίας,
της απλοποίησης και της εξατομίκευσης. Αλλά πολλοί από εμάς είχαν ανησυχίες. Σχετικά με την ασφάλεια, την
ποιότητα και την ανισότητα της τηλεϊατρικής και των ηλεκτρονικών
αιθουσών διδασκαλίας. Σχετικά με τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό που
χτυπούν πεζούς και με τα ντρόουνς
που καταστρέφουν πακέτα (και ανθρώπους). Σχετικά με τον γεωεντοπισμό θέσης και το
εμπόριο χωρίς
μετρητά που εξαλείφουν την ιδιωτικότητά μας και οχυρώνουν περαιτέρω τις φυλετικές
διακρίσεις και τις διακρίσεις λόγω φύλου. Σχετικά με αδίστακτες πλατφόρμες
κοινωνικών μέσων που δηλητηριάζουν την οικολογία των
πληροφοριών μας και την ψυχική
υγεία των παιδιών μας . Σχετικά με τις «έξυπνες πόλεις» γεμάτες αισθητήρες που αντικαθιστούν
την τοπική αυτοδιοίκηση. Σχετικά με τις καλές θέσεις εργασίας που αφανίστηκαν
από αυτές τις τεχνολογίες. Σχετικά με τις κακές δουλειές που παράγουν μαζικά.
Και πάνω απ’ όλα, είχαμε ανησυχίες σχετικά με τον πλούτο και τη δύναμη, που
απειλούν τη δημοκρατία, και που συσσωρεύονται από μια χούφτα τεχνολογικών
εταιρειών που είναι ειδικοί στην αποποίηση ευθυνών – αποποιούμενες κάθε ευθύνη
για τα συντρίμμια που αφήνουν πίσω τους στους τομείς όπου κυριαρχούν τώρα, είτε
πρόκειται για τα μέσα ενημέρωσης, είτε για το λιανικό εμπόριο είτε για τις
μεταφορές.
Αλλά αυτά όμως ήταν στο αρχαίο παρελθόν, επίσης γνωστό και ως Φεβρουάριος.
Σήμερα, πολλές από αυτές τις βάσιμες ανησυχίες παραμερίζονται από ένα
παλιρροϊκό κύμα πανικού, και αυτή η ξαναζεσταμένη δυστοπία υπόκειται σε ένα
βιαστικό «λανσάρισμα νέου προϊόντος» (rebranding). Τώρα, στο φόντο ενός οδυνηρού σκηνικού μαζικού θανάτου, μας την πουλάνε με
την αμφίβολη υπόσχεση ότι αυτές οι τεχνολογίες αποτελούν το μόνο πιθανό τρόπο
να οχυρώσουμε τις ζωές μας απέναντι στις πανδημίες, τα απαραίτητα κλειδιά για
να διατηρήσουμε τους εαυτούς μας και τους αγαπημένους μας ασφαλείς.
Χάρη στον Cuomo και τις διάφορες συνεργασίες του με
δισεκατομμυριούχους (συμπεριλαμβανομένου μιας με τον Μάικλ Μπλούμπεργκ για τεστ και ανίχνευση), η πολιτεία
της Νέας Υόρκης τοποθετείται ως ο εκθαμβωτικός εκθεσιακός χώρος για αυτό το
ζοφερό μέλλον – αλλά οι φιλοδοξίες φτάνουν πολύ πέρα από τα σύνορα οποιουδήποτε
κράτους ή χώρας.
Και στο κέντρο όλων αυτών είναι ο Έρικ Σμιντ. Πολύ πριν οι Αμερικανοί κατανοήσουν την απειλή του Covid-19, ο Σμιντ ασχολούταν με μια επιθετική εκστρατεία λόμπινγκ και δημοσίων
σχέσεων ωθώντας ακριβώς το όραμα της κοινωνίας «Μαύρος Καθρέφτης» – αυτό που ο
Κουόμο μόλις τον εξουσιοδότησε να οικοδομήσει. Στην καρδιά του οράματος αυτού βρίσκεται
η απρόσκοπτη ενοποίηση της κυβέρνησης με μια χούφτα γιγάντων της Σίλικον Βάλεϊ.
-με τα δημόσια σχολεία, τα νοσοκομεία, τα ιατρεία, την αστυνομία και το στρατό
να αναθέτουν σε αυτές τις ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας πολλές από τις
βασικές τους λειτουργίες (σε υψηλό κόστος).
Πρόκειται για ένα όραμα που προωθεί ο Σμιντ στους ρόλους
του ως πρόεδρος τουΣυμβουλίου
Αμυντικής Καινοτομίας , το οποίο συμβουλεύει το Υπουργείο Άμυνας
για την αυξημένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στο στρατό, και ως πρόεδρος της
ισχυρήςΕπιτροπής
Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη, ή NSCAI, η οποία συμβουλεύειτο Κογκρέσο για την «πρόοδο στην τεχνητή
νοημοσύνη, τις σχετικές εξελίξεις μηχανικής μάθησης και τις συναφείς
τεχνολογίες», με στόχο την αντιμετώπιση των «εθνικών και οικονομικών αναγκών
ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού ρίσκου».
Και τα δύο διοικητικά συμβούλια είναι γεμάτα από ισχυρούς CEO της Silicon Valley και κορυφαία στελέχη εταιρειών όπως η Oracle, η Amazon, η Microsoft, το Facebook, και φυσικά, οι συνεργάτες του Σμιντ στη Google.
Ως πρόεδρος, ο Σμιντ, ο οποίος εξακολουθεί να κατέχει περισσότερα από 5,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε
μετοχές της Alphabet (τη μητρική εταιρεία της Google), καθώς και μεγάλες επενδύσεις σε άλλες εταιρείες τεχνολογίας, ουσιαστικά
διευθύνει μια μεγάλη προσαρμογή που γίνεται με έδρα την Ουάσινγκτον για
λογαριασμό της Silicon Valley. Ο κύριος σκοπός των
δύο επιτροπών είναι να απαιτήσουν εκθετική αύξηση των κυβερνητικών δαπανών για
έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη και σε υποδομές τεχνολογίας όπως το 5G – επενδύσεις που θα ωφελούσαν άμεσα τις εταιρείες στις οποίες ο Σμιντ και
άλλα μέλη αυτών των συμβουλίων έχουν εκτεταμένη περιουσία.
Πρώτα σε παρουσιάσεις κεκλεισμένων των θυρών σε νομοθέτες
και αργότερα σε δημόσια άρθρα γνώμης και συνεντεύξεις, η ουσία του επιχειρήματος του Schmidt είναι ότι, εφόσον η κινεζική κυβέρνηση
είναι πρόθυμη να δαπανήσει απεριόριστο δημόσιο χρήμα για την κατασκευή υποδομών
παρακολούθησης υψηλής τεχνολογίας, επιτρέποντας παράλληλα σε κινεζικές
εταιρείες τεχνολογίας όπως η Alibaba, η Baidu και η Huawei να αποκομίσουν τα κέρδη από εμπορικές
εφαρμογές, η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο
χείλος της κατάρρευσης.
Το Ηλεκτρονικό Κέντρο Πληροφοριών για την Προστασία της
Ιδιωτικής Ζωής πρόσφατα απέκτησε πρόσβαση μέσω ενός αιτήματος του νόμου περί
Ελευθερίας της Πληροφόρησης σε μια παρουσίαση που έγινε από το NSCAI του Σμιντ πριν από ένα χρόνο, τον Μάιο του
2019. Οι διαφάνειές της κάνουν μια σειρά ανησυχητικών ισχυρισμών για το πώς η
σχετικά χαλαρή ρυθμιστική υποδομή της Κίνας και η χωρίς όριο όρεξή της για
επιτήρηση την κάνουν να προχωρήσει και να ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε αρκετούς τομείς,
όπως η «Τεχνητή Νοημοσύνη για ιατρική διάγνωση», τα αυτόνομα οχήματα, οι
ψηφιακές υποδομές, οι «έξυπνες πόλεις», η κοινή χρήση αυτοκινήτων για διαδρομές
(ride-sharing) και το εμπόριο χωρίς μετρητά.
Οι λόγοι που προβάλλονται για το ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα της Κίνας είναι μυριάδες, και ποικίλλουν από τον τεράστιο όγκο των
καταναλωτών που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές, «την έλλειψη παλαιών
τραπεζικών συστημάτων στην Κίνα», η οποία της επέτρεψε να ξεπεράσει τα μετρητά
και τις πιστωτικές κάρτες και να απελευθερώσει «μια τεράστια αγορά ηλεκτρονικού
εμπορίου και ψηφιακών υπηρεσιών» χρησιμοποιώντας «ψηφιακές πληρωμές», και μια
σοβαρή έλλειψη γιατρών, η οποία οδήγησε την κυβέρνηση να συνεργαστεί στενά με
εταιρείες τεχνολογίας όπως η Tencent για τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για
«προληπτική» ιατρική. Οι διαφάνειες
σημειώνουν ότι στην Κίνα, οι τεχνολογικές εταιρείες «έχουν την εξουσία να
ξεπεράσουν γρήγορα τους ρυθμιστικούς φραγμούς, ενώ οι αμερικανικές πρωτοβουλίες
έχουν δεμένα τα χέρια από τη συμμόρφωση με το HIPPA και την έγκριση της FDA».
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, ωστόσο, η NSCAI επισημαίνει την προθυμία της Κίνας να αγκαλιάσει τις συμπράξεις
δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στη μαζική επιτήρηση και τη συλλογή δεδομένων ως λόγο
για το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Η παρουσίαση επισημαίνει τη «ρητή κρατική
υποστήριξη και συμμετοχή της Κίνας, π.χ. στην εφαρμογή μέσων αναγνώρισης
προσώπου». Υποστηρίζει ότι «η επιτήρηση είναι ένας από τους «πρώτους και
καλύτερους πελάτες για την τεχνητή νοημοσύνη» και, περαιτέρω, ότι «η μαζική
επιτήρηση αποτελεί μια καταπληκτική εφαρμογή για τη βαθιά μάθηση».
Μια διαφάνεια με τίτλο «Κρατικά σύνολα δεδομένων: επιτήρηση = έξυπνες
πόλεις» σημειώνει ότι η Κίνα, μαζί με την κύρια κινεζική εταιρεία –
ανταγωνίστρια της Google, την Alibaba, τρέχουν μπροστά.
Αυτό είναι αξιοσημείωτο επειδή η μητρική εταιρεία της Google, η Alphabet, προωθεί αυτό ακριβώς το όραμα μέσω του
τμήματός της Sidewalk Labs, επιλέγοντας ένα μεγάλο μέρος της
προκυμαίας του Τορόντο ως πρωτότυπο για τις «έξυπνες πόλεις» της. Αλλά το έργο του Τορόντο
μόλις σταμάτησε, μετά από δύο χρόνια αδιάκοπης διαμάχης
σχετικά με τον τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων που επρόκειτο να συλλέγει η Alphabet, την έλλειψη προστασίας της ιδιωτικότητας και τα αμφισβητήσιμα οφέλη για
την πόλη στο σύνολό της.
Πέντε μήνες μετά από αυτήν την παρουσίαση, το Νοέμβριο, η
NSCAI εξέδωσε μια ενδιάμεση έκθεση στο Κογκρέσο, προκαλώντας
περαιτέρω ανησυχία σχετικά με την ανάγκη να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ το παράδειγμα
της Κίνας στην υιοθέτηση αυτών των αμφιλεγόμενων τεχνολογιών. «Βρισκόμαστε σε
στρατηγικό ανταγωνισμό», αναφέρει ηέκθεση, που αποκτήθηκε μέσω του FOIA από το Ηλεκτρονικό Κέντρο Πληροφοριών Απορρήτου. «Η τεχνική νοημοσύνη θα
είναι στο κέντρο. Διακυβεύεται το μέλλον της εθνικής μας ασφάλειας και
οικονομίας ».
Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, ο Schmidt μετέφερε την εκστρατεία του στο κοινό, καταλαβαίνοντας ίσως ότι ο
προϋπολογισμός την αύξηση του οποίου ζητούσε το διοικητικό του συμβούλιο δεν θα
μπορούσε να εγκριθεί χωρίς πολύ περισσότερες εξαγορές (buy-ins). Σε ένα άρθρο των New York Times με τίτλο «Διοικούσα την Google. Η Silicon Valley θα μπορούσε να χάσει από την Κίνα», ο Schmidt κάλεσε σε «άνευ προηγουμένου σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και βιομηχανίας»
και, παίζοντας για άλλη μια φορά το χαρτί του «κίτρινου κινδύνου», σημείωσε:
«Η τεχνητή
νοημοσύνη θα ανοίξει νέα σύνορα σε όλα, από τη βιοτεχνολογία έως τις τράπεζες,
και αποτελεί επίσης προτεραιότητα του Υπουργείου Άμυνας. … Εάν συνεχιστούν οι
τρέχουσες τάσεις, οι συνολικές επενδύσεις της Κίνας στην έρευνα και την
ανάπτυξηαναμένεται
να ξεπεράσουν αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών εντός 10 ετών, περίπου την ίδια στιγμή που η
οικονομία της προβλέπεται
να γίνει μεγαλύτερη από τη δική μας.
Εάν δεν αλλάξουν αυτές οι τάσεις, τη δεκαετία του 2030 θα
ανταγωνιζόμαστε μια χώρα με μεγαλύτερη οικονομία, περισσότερες επενδύσεις
έρευνας και ανάπτυξης, καλύτερη έρευνα, ευρύτερη ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και
ισχυρότερες υπολογιστικές υποδομές. … Τελικά, οι Κινέζοι ανταγωνίζονται για να
γίνουν οι κορυφαίοι καινοτόμοι στον κόσμο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν
παίζουν για να κερδίσουν.»
Η μόνη λύση, για τον Schmidt, ήταν μια βροχή δημόσιου χρήματος. Επαινώντας τον Λευκό Οίκο που ζήτησε το διπλασιασμό της χρηματοδότησης
της έρευνας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής πληροφορικής,
έγραψε: «Πρέπει να σχεδιάσουμε το διπλασιασμό της χρηματοδότησης σε αυτούς τους
τομείς ξανά καθώς χτίζουμε τη θεσμική ικανότητά μας σε εργαστήρια και
ερευνητικά κέντρα. … Ταυτόχρονα, το Κογκρέσο θα πρέπει να ικανοποιήσει το
αίτημα του προέδρου για το
υψηλότερο επίπεδο χρηματοδότησης στην έρευνα και ανάπτυξη της εθνικής άμυνας για πάνω από 70 χρόνια, και το
υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να αξιοποιήσει αυτή την αύξηση των πόρων για να
δημιουργήσει πρωτοποριακές δυνατότητες σε τεχνητή νοημοσύνη, κβαντική,
υπερηχητική και σε άλλους τεχνολογικούς τομείς προτεραιότητας.»
Αυτό έγινε ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από ανακηρυχτεί η
επιδημία του κορωνοϊού ως πανδημία, και δεν υπήρχε καμία αναφορά ότι ο στόχος
αυτής της τεράστιας επέκτασης υψηλής τεχνολογίας ήταν η προστασία της
αμερικανικής υγείας. Μόνο ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να αποφευχθεί να
κερδίσει η Κίνα τον ανταγωνισμό. Αλλά, φυσικά, αυτό θα άλλαζε σύντομα.
Τους δύο μήνες από τότε, ο Schmidt υποβάλλει αυτές τις προϋπάρχουσες απαιτήσεις του –για μαζικές δημόσιες
δαπάνες για έρευνα και υποδομή υψηλής τεχνολογίας, για μια σειρά «συνεργασιών
δημόσιου-ιδιωτικού τομέα» στην τεχνητή νοημοσύνη και για την χαλάρωση των
μυριάδων δικλείδων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ασφάλειας– σε μια
επιθετική προσπάθεια λανσαρίσματος σαν να ήταν διαφορετικά προϊόντα (rebranding). Τώρα όλα αυτά τα μέτρα (και ακόμα
περισσότερα) πωλούνται στο κοινό ως η μόνη δυνατή ελπίδα μας να προστατευτούμε
από έναν νέο ιό που θα είναι μαζί μας για τα επόμενα χρόνια.
Και οι εταιρείες τεχνολογίας με τις οποίες ο Schmidt έχει στενούς δεσμούς, και που στελεχώνουν τα ισχυρά συμβούλια στα οποία
προεδρεύει, έχουν επανατοποθετηθεί όλες ως καλοπροαίρετοι προστάτες της
δημόσιας υγείας και γενναιόδωροι υπερασπιστές των «καθημερινών ηρώων» αναγκαίων
εργαζομένων (πολλοί από τους οποίους, όπως οι οδηγοί παράδοσης, θα έχαναν τις
δουλειές τους αν αυτές οι εταιρείες πετύχαιναν αυτό που επιδιώκουν). Λιγότερο
από δύο εβδομάδες μετά το λοκντάουν της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο Schmidt έγραψε ένα άρθρο γνώμης για τη Wall Street Journal στο οποίο έθεσε τον νέο τόνο και κατέστησε
σαφές ότι η Silicon Valley είχε κάθε πρόθεση να εκμεταλλευτεί την
κρίση για έναν μόνιμο μετασχηματισμό.
«Όπως και άλλοι Αμερικανοί, ο τομέας της υψηλής
τεχνολογίας προσπαθεί να παίξει το ρόλο του για να υποστηρίξει αυτούς που
βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην πανδημία. …
Αλλά ο κάθε Αμερικανός πρέπει να ρωτά: πού θέλουμε να
βρίσκεται το έθνος όταν τελειώσει η πανδημία Covid-19; Πώς θα μπορούσαν οι αναπτυσσόμενες τεχνολογίες που μπαίνουν σε
εφαρμογή στην τρέχουσα κρίση να μας ωθήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον; … Εταιρείες
όπως η Amazon γνωρίζουν πώς να προμηθεύουν και να διανέμουν αποτελεσματικά. Θα πρέπει να
παρέχουν υπηρεσίες και συμβουλές σε κυβερνητικούς αξιωματούχους που δεν
διαθέτουν υπολογιστικά συστήματα και τεχνογνωσία.
Πρέπει επίσης να επιταχύνουμε την τάση προς την εξ
αποστάσεως μάθηση, η οποία δοκιμάζεται σήμερα όπως ποτέ άλλοτε. Στο διαδίκτυο,
δεν υπάρχει απαίτηση εγγύτητας, η οποία επιτρέπει στους μαθητές να λαμβάνουν
οδηγίες από τους καλύτερους δασκάλους, ανεξάρτητα από τη σχολική περιοχή στην
οποία διαμένουν.…
Η ανάγκη για γρήγορο, μεγάλης κλίμακας πειραματισμό θα
επιταχύνει επίσης την επανάσταση της βιοτεχνολογίας. … Τέλος, η χώρα έχει
καθυστερήσει πολύ για μια πραγματική ψηφιακή υποδομή…. Εάν θέλουμε να
οικοδομήσουμε μια μελλοντική οικονομία και ένα εκπαιδευτικό σύστημα βασισμένο
σε τηλε-οτιδήποτε, χρειαζόμαστε έναν πλήρως συνδεδεμένο πληθυσμό και υποδομή
μεγάλων ταχυτήτων. Η κυβέρνηση πρέπει να πραγματοποιήσει μια τεράστια επένδυση
– ίσως ως μέρος ενός πακέτου στήριξης – για να μετατρέψει την ψηφιακή υποδομή
του έθνους σε βασισμένες στο σύννεφο (cloud) πλατφόρμες και να τις συνδέσει με ένα
δίκτυο 5G.»
Πράγματι, ο Schmidt δεν έχει σταματήσει να επιδιώκει το όραμα αυτό. Δύο εβδομάδες αφότου
εμφανίστηκε αυτό το άρθρο, περιέγραψε το πρόγραμμα
διδασκαλίας στο σπίτι που οι δάσκαλοι και οι οικογένειες σε ολόκληρη τη χώρα
είχαν αναγκαστεί να φτιάξουν μαζί ad-hoc κατά τη διάρκεια αυτής της έκτακτης
ανάγκης για τη δημόσια υγεία ως «ένα τεράστιο πείραμα στην εξ αποστάσεως
μάθηση». Ο στόχος αυτού του πειράματος, είπε, ήταν «να προσπαθήσουμε να
μάθουμε: Πώς μαθαίνουν τα παιδιά από απόσταση; Και με αυτά τα δεδομένα θα
πρέπει να είμαστε σε θέση να χτίσουμε καλύτερα εργαλεία εξ αποστάσεως μάθησης
τα οποία, όταν συνδυάζονται με τον δάσκαλο … θα βοηθήσουν τα παιδιά να μάθουν
καλύτερα.» Κατά τη διάρκεια αυτής της ίδιας βιντεοκλήσης, που φιλοξενήθηκε από
το Economic Club της Νέας Υόρκης, ο Schmidt ζήτησε επίσης περισσότερη τηλεϋγεία,
περισσότερο 5G, περισσότερο ψηφιακό εμπόριο και την
υπόλοιπη προϋπάρχουσα λίστα επιθυμιών. Όλα στο όνομα της καταπολέμησης του ιού.
Το πιο εντυπωσιακό του σχόλιο, ωστόσο, ήταν το εξής: «Το
όφελος αυτών των εταιρειών, που μας αρέσει να κακολογούμε, από την άποψη της
ικανότητας επικοινωνίας, της ικανότητας αντιμετώπισης της υγείας, της
ικανότητας λήψης πληροφοριών, είναι βαθύ. Σκεφτείτε πώς θα ήταν η ζωή σας στην
Αμερική χωρίς την Amazon.» Πρόσθεσε
ότι οι άνθρωποι πρέπει «να είναι λίγο ευγνώμονες που αυτές οι εταιρείες πήραν
το κεφάλαιο, πραγματοποίησαν την επένδυση, έχτισαν τα εργαλεία που
χρησιμοποιούμε τώρα, και μας έχουν βοηθήσει πραγματικά».
Αυτό αποτελεί
υπενθύμιση ότι, μέχρι πολύ πρόσφατα, η δημόσια αντίσταση εναντίον αυτών των
εταιρειών αυξανόταν. Οι προεδρικοί υποψήφιοι συζητούσαν ανοιχτά τη
διάσπαση των μεγάλων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Η Amazon αναγκάστηκε να αποσύρει τα σχέδιά της για
έδρα στη Νέα Υόρκη λόγω της έντονης τοπικής αντιπολίτευσης. Το έργο Sidewalk Labs της Google βρισκόταν σε αιώνια κρίση, και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της Googleαρνούνταν να κατασκευάσουν
τεχνολογία παρακολούθησης με στρατιωτικές εφαρμογές.
Εν ολίγοις, η δημοκρατία – η άβολη συμμετοχή του κοινού στο σχεδιασμό
κρίσιμων θεσμών και δημόσιων χώρων – αποδεικνυόταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στο
όραμα που προωθούσε ο Schmidt, πρώτα από τη θέση του στην κορυφή της Google και της Alphabet και στη συνέχεια ως πρόεδρος των δύο
ισχυρών συμβουλίων του Κογκρέσου και του Υπουργείου Άμυνας. Όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα της NSCAI, αυτή η άβολη άσκηση εξουσίας από μέλη του
κοινού πληθυσμού και από εργαζομένους μέσα σε αυτές τις μεγάλες εταιρείες, από
τη σκοπιά που βλέπουν το πράγμα άνδρες όπως ο Schmidt και ο διευθύνων σύμβουλος της Amazon Jeff Bezos, επιβράδυνε εξωφρενικά την κούρσα
εξοπλισμών τεχνητής νοημοσύνης, κρατώντας στόλους από πιθανώς θανατηφόρα
αυτοκίνητα και φορτηγά χωρίς οδηγό μακριά από τους δρόμους, προστατεύοντας τα
ιδιωτικά δεδομένα υγείας από το να μετατραπούν σε όπλο που θα χρησιμοποιούν οι
εργοδότες εναντίον των εργαζομένων, αποτρέποντας την κάλυψη αστικών χώρων με
λογισμικό αναγνώρισης προσώπου και πολλά άλλα.
Τώρα, εν μέσω της σφαγής αυτής της συνεχιζόμενης πανδημίας, και του φόβου
και της αβεβαιότητας για το μέλλον που έχει φέρει, αυτές οι εταιρείες βλέπουν
καθαρά πως τώρα είναι η ώρα τους να σαρώσουν όλη αυτή τη δημοκρατική δέσμευση.
Να έχουν το ίδιο είδος δύναμης με τους Κινέζους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι
έχουν την πολυτέλεια να λειτουργούν χωρίς να παρεμποδίζονται από εισβολές είτε
εργατικών είτε πολιτικών δικαιωμάτων.
Όλα αυτά κινούνται πολύ γρήγορα. Η αυστραλιανή κυβέρνηση
έχει συνάψει
σύμβαση με την Amazon για να αποθηκεύει τα δεδομένα της
αμφιλεγόμενης εφαρμογής της για την παρακολούθηση των ασθενών με κορωνοϊό. Η
καναδική κυβέρνηση έχει συνάψει
σύμβαση με την Amazon για την παράδοση ιατρικού εξοπλισμού,
δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με το γιατί παρέκαμψε τη δημόσια ταχυδρομική
υπηρεσία. Και σε λίγες μόνο μέρες στις αρχές Μαΐου, η Alphabet ξεκίνησε μια νέα πρωτοβουλία Sidewalk Labs για την αναδιαμόρφωση της αστικής υποδομής
με 400 εκατομμύρια δολάρια σε αρχικό κεφάλαιο. Ο Josh Marcuse, εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Καινοτομίας
Άμυνας στο οποίο προεδρεύει ο Schmidt, ανακοίνωσε ότι έφυγε από αυτήν τη δουλειά
για να εργαστεί με πλήρη απασχόληση στην Google ως επικεφαλής στρατηγικής και καινοτομίας
για τον παγκόσμιο δημόσιο τομέα, πράγμα που σημαίνει ότι θα βοηθάει την Google να εξαργυρώσει μερικές από τις πολλές ευκαιρίες που αυτός και ο Σμιντ
δημιουργούσαν με το λόμπι τους.
Για να είμαι ξεκάθαρη, η τεχνολογία είναι σίγουρα ένα βασικό μέρος του
τρόπου με τον οποίο πρέπει να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία τους επόμενους
μήνες και χρόνια. Το ερώτημα είναι: η τεχνολογία αυτή θα υπόκειται στις αρχές
της δημοκρατίας και της δημόσιας εποπτείας; Ή θα ξεδιπλωθεί σε μια φρενίτιδα
κατάστασης εξαίρεσης, χωρίς να τεθούν κρίσιμα ερωτήματα που θα διαμορφώσουν τις
ζωές μας για τις επόμενες δεκαετίες; Ερωτήσεις όπως, για παράδειγμα: Αν πράγματι αντιλαμβανόμαστε πόσο κρίσιμη
είναι η ψηφιακή συνδεσιμότητα σε περιόδους κρίσης, θα πρέπει πραγματικά αυτά τα δίκτυα και τα δεδομένα μας να βρίσκονται
στα χέρια ιδιωτικών παικτών όπως η Google, η Amazon και η Apple; Εάν τα δημόσια ταμεία πληρώνουν τόσο
μεγάλο μέρος του κόστους αυτών, θα πρέπει το κοινό να έχει συμμετοχή στην
ιδιοκτησία και στον έλεγχό τους; Εάν το διαδίκτυο είναι απαραίτητο για τόσα
πολλά στη ζωή μας, όπως είναι σαφές ότι είναι, δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται
ως μια μη κερδοσκοπική δημόσια υπηρεσία;
Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ικανότητα
τηλεδιάσκεψης υπήρξε σωτηρία σε αυτήν την περίοδο λοκντάουν, υπάρχουν σοβαρές
συζητήσεις που πρέπει να γίνουν σχετικά με το αν οι πιο διαρκείς μέθοδοι
προστασίας μας είναι σαφώς πιο ανθρώπινες. Πάρτε την εκπαίδευση. Ο Schmidt έχει δίκιο ότι οι υπερπλήρεις τάξεις παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία,
τουλάχιστον έως ότου αποκτήσουμε εμβόλιο. Γιατί λοιπόν να μην προσλάβουμε
διπλάσιο αριθμό καθηγητών και να μειώσουμε το μέγεθος της τάξης στο μισό; Μήπως
να βεβαιωθούμε ότι κάθε σχολείο έχει νοσοκόμα;
Αυτό θα δημιουργούσε πολύ απαραίτητες θέσεις εργασίας σε
μια κρίση ανεργίας επιπέδου ύφεσης, και θα έδινε σε όλους στο μαθησιακό
περιβάλλον περισσότερο χώρο. Εάν τα κτήρια είναι υπερβολικά γεμάτα, μήπως να
χωρίζαμε την ημέρα σε βάρδιες και να κάναμε περισσότερη εκπαίδευση στο ύπαιθρο,
αντλώντας από την άφθονη έρευνα που δείχνει ότι ο χρόνος στη φύση αυξάνει την
ικανότητα των παιδιών να μαθαίνουν;
Η εισαγωγή τέτοιων αλλαγών θα ήταν δύσκολη, σίγουρα. Αλλά δεν πλησιάζουν
καν στο επίπεδο κινδύνου που έχει η εγκατάλειψη της δοκιμασμένης και αληθινής
τεχνολογίας των εκπαιδευμένων ανθρώπων που διδάσκουν τους νεότερους ανθρώπους
πρόσωπο με πρόσωπο, σε ομάδες όπου κατ’ αρχάς μαθαίνουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ
τους.
Μόλις έγινε γνωστή
η νέα συνεργασία της πολιτείας της Νέας Υόρκης με το Ίδρυμα Γκέιτς, ο Andy Pallotta, πρόεδρος του σωματείου δασκάλων New York State United Teachers,αντέδρασε
γρήγορα: «Αν θέλουμε να φανταστούμε ξανά την
εκπαίδευση, ας ξεκινήσουμε με την αντιμετώπιση της ανάγκης για κοινωνικούς
λειτουργούς, συμβούλους ψυχικής υγείας, σχολικούς νοσηλευτές, τον εμπλουτισμό
των μαθημάτων καλλιτεχνικών, προχωρημένα μαθήματα και μικρότερα μεγέθη τάξεων
σε σχολικές περιοχές σε ολόκληρη την πολιτεία», είπε. Ένας συνασπισμός ομάδων
γονέων επεσήμανε
επίσης ότι εάν πράγματι ζούσαν ένα «πείραμα στην εξ αποστάσεως μάθηση» (όπως το
έθεσε ο Schmidt), τότε τα αποτελέσματα ήταν βαθύτατα ανησυχητικά: «Δεδομένου ότι τα
σχολεία έκλεισαν στα μέσα Μαρτίου, η κατανόησή μας για τις βαθιές ελλείψεις της
διδασκαλίας από οθόνη έχει μόνο αυξηθεί.»
Επιπρόσθετα στις
προφανείς ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις εναντίον παιδιών που δεν έχουν
πρόσβαση στο διαδίκτυο και σε οικιακούς υπολογιστές (προβλήματα που οι
εταιρείες τεχνολογίας είναι πρόθυμες να πληρωθούν για να τα λύσουν με μαζική
αγορά ειδών τεχνολογίας), υπάρχουν μεγάλες ερωτήσεις σχετικά με το εάν η
απομακρυσμένη διδασκαλία μπορεί να εξυπηρετήσει πολλά παιδιά με αναπηρίες, όπως
απαιτείται από τονόμο. Και δεν υπάρχει τεχνολογική λύση στο πρόβλημα της μάθησης σε ένα οικιακό
περιβάλλον που είναι πολυπληθές ή / και κακοποιητικό.
Το ζήτημα δεν είναι εάν τα σχολεία πρέπει να αλλάξουν
ενόψει ενός εξαιρετικά μεταδοτικού ιού για τον οποίο δεν έχουμε ούτε θεραπεία
ούτε εμβόλιο. Όπως κάθε ίδρυμα όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε ομάδες, τα
σχολεία θα αλλάξουν. Το πρόβλημα, όπως πάντα σε αυτές τις στιγμές συλλογικού
σοκ, είναι η απουσία δημόσιου διαλόγου σχετικά με το πώς θα πρέπει να μοιάζουν
αυτές οι αλλαγές και ποιον θα πρέπει να ωφελήσουν. Ιδιωτικές εταιρείες
τεχνολογίας ή μαθητές;
Οι ίδιες ερωτήσεις
πρέπει να τεθούν για την υγεία. Η αποφυγή ιατρείων και νοσοκομείων κατά τη
διάρκεια πανδημίας έχει νόημα. Όμως η τηλε-υγεία χάνει πάρα πολλά πράγματα.
Επομένως, πρέπει να διεξαγάγουμε μια συζήτηση βασισμένη σε αποδείξεις και
στοιχεία σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δαπάνης σπάνιων
δημόσιων πόρων για την τηλε-υγεία – αντί για να τα δαπανήσουμε για καλύτερα
εκπαιδευμένους νοσηλευτές, εξοπλισμένους με όλο τον απαραίτητο προστατευτικό
εξοπλισμό, οι οποίοι να είναι σε θέση να πραγματοποιούν επισκέψεις στο σπίτι
για τη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενών εκεί. Και ίσως το πιο επείγον, πρέπει
να επιτύχουμε την ισορροπία μεταξύ των εφαρμογών παρακολούθησης ιών, οι οποίες
με την κατάλληλη προστασία απορρήτου έχουν κάποιο ρόλο να διαδραματίσουν, και
τις εκκλήσεις για ένα Κοινοτικό Σώμα Υγείας που θα έδινε δουλειά σε
εκατομμύρια Αμερικανούς όχι μόνο για να κάνουν εντοπισμό επαφών, αλλά για να
σιγουρέψουν ότι ο καθένας έχει τους υλικούς πόρους και την υποστήριξη που
χρειάζεται για να βρίσκεται με ασφάλεια σε καραντίνα.
Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε πραγματικές και
δύσκολες επιλογές μεταξύ του να επενδύσουμε σε ανθρώπους ή σε τεχνολογία. Επειδή η σκληρή αλήθεια είναι ότι, ως
έχει, είναι εξαιρετικά απίθανο να τα κάνουμε και τα δύο. Η άρνηση να μεταφερθεί
έστω και κάτι κοντινό στους αναγκαίους πόρους σε πολιτείες και πόλεις σε
διαδοχικές ομοσπονδιακές διασώσεις σημαίνει ότι η κρίση υγείας του κορωνοϊού
μετατρέπεται απότομα σε μια κατασκευασμένη κρίση λιτότητας. Δημόσια σχολεία,
πανεπιστήμια, νοσοκομεία και μεταφορές αντιμετωπίζουν υπαρξιακά ερωτήματα
σχετικά με το μέλλον τους. Αν οι εταιρείες τεχνολογίας κερδίσουν την άγρια
εκστρατεία τους για απομακρυσμένη διδασκαλία, τηλε-υγεία, 5G και οχήματα χωρίς οδηγό –το Screen New Deal τους– απλά δεν θα απομείνουν χρήματα για
επείγουσες δημόσιες προτεραιότητες, για να μη συζητήσουμε το Πράσινο New Deal που ο πλανήτης μας έχει επειγόντως ανάγκη.
Αντιθέτως: το τίμημα για όλα τα γυαλιστερά γκάτζετ θα είναι μαζικές
απολύσεις δασκάλων και κλείσιμο νοσοκομείων.
Η τεχνολογία μάς παρέχει ισχυρά εργαλεία, αλλά δεν είναι
όλες οι λύσεις τεχνολογικές. Και το πρόβλημα με την εξωτερική ανάθεση κεντρικών
αποφάσεων σχετικά με τον τρόπο «επαναπροσδιορισμού» (“reimagine”) των πολιτειών και των πόλεών μας σε ανθρώπους όπως ο Bill Gates και ο Eric Schmidt είναι ότι σε ολόκληρη τη ζωή τους υπερασπίζονται
την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα το οποίο η τεχνολογία να μη μπορεί να
διορθώσει.
Για αυτούς, και για πολλούς άλλους στη Silicon Valley, η πανδημία είναι μια χρυσή
ευκαιρία να πάρουν όχι μόνο την ευγνωμοσύνη, αλλά και το σεβασμό και τη δύναμη
που αισθάνονται ότι έχουν αδικαιολόγητα στερηθεί. Και ο Andrew Cuomo, βάζοντας τον πρώην πρόεδρο της Google επικεφαλής του σώματος που θα διαμορφώσει
την έξοδο της πολιτείας από το λοκντάουν, φαίνεται
να του έδωσε κάτι που μοιάζει πολύ με λευκή επιταγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου