KAINOTOPIO

KAINOTOPIO

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Ζαν Μποντριγιάρ-επιδημικές παθολογίες


Ένα κείμενο του Ζαν Μποντριγιάρ, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Libération στο φύλλο με ημερομηνία 1/6/1987. Ο ίδιος αναρωτιόταν αν το AIDS, οι ηλεκτρονικές επιθέσεις, η τρομοκρατία αποτελούν «επιδημίες ή προφυλάξεις». Για τον Μποντριγιάρ, η τρομοκρατία, οι ηλεκτρονικοί ιοί, οι βιολογικές λοιμώξεις είναι επιδημικές παθολογίες που βάλλουν ένα υπερ-προστατευτικό σύστημα που έχει ενσωματώσει τα πάντα.

AIDS, ψηφιακοί ιοί, τρομοκρατία… Η επιδημική ασθένεια εμφανίζεται όταν ένα σώμα, σύστημα ή δίκτυο αποβάλλει όλα τα αρνητικά στοιχεία του και γίνεται ένας συνδυασμός από απλά στοιχεία. Υπό αυτή την έννοια, η επιδημικότητα μοιάζει πολύ με το «φράκταλ» και «το ψηφιακό». Aυτό οφείλεται στο ότι οι υπολογιστές και οι ηλεκτρονικές συσκευές αποτελούν πλέον αφαιρέσεις / εικονικές μηχανές / μη-σώματα, όπου οι ιοί οργιάζουν ανεξέλεγκτα (είναι πολύ πιο ευάλωτα συστήματα από τις παραδοσιακές μηχανικές συσκευές).
Οφείλεται στο ότι το ίδιο το σώμα έχει γίνει ένα μη-σώμα, μια ηλεκτρονική, ψηφιακή μηχανή η οποία κατακτάται από τον ιό.
Η τωρινή παθολογία του σώματος βρίσκεται πλέον πέρα από τις δυνάμεις της συμβατικής ιατρικής. Επηρεάζει το σώμα όχι σαν φόρμα αλλά σαν φόρμουλα. Το σώμα που βάλλεται από καρκίνο είναι ένα σώμα που έχει πέσει θύμα αναστάτωσης της γενετικής του φόρμουλας. Το σώμα που νοσεί από AIDS είναι ένα σώμα με ζημίες και βλάβες στο ανοσοποιητικό του σύστημα· στο σύστημα ελέγχου και αντισωμάτων του.
Αυτές οι νέες παθολογίες είναι οι ασθένειες που βάλλουν ένα κωδικοποιημένο σώμα, πρό-τυπο. Είναι ασθένειες του κώδικα και του προ-τύπου.
Το ανθρώπινο ον, ιδωμένο ως ηλεκτρονική κυβερνο-μηχανή, μετατρέπεται σε ιδανικό οικοδεσπότη για ιούς και επιδημικές ασθένειες, με τον ίδιο τρόπο που οι υπολογιστές παρέχουν ένα ιδανικό περιβάλλον για τους ηλεκτρονικούς ιούς.
Εδώ και πάλι, δεν υπάρχει αποτελεσματική αποτροπή ή θεραπεία. Η μετάσταση προσβάλει ολόκληρο το δίκτυο, «εικονικά». Οι αντιστάσεις των απο-συμβολοποιημένων ηλεκτρονικών γλωσσών είναι εξίσου αναποτελεσματικές ενάντια στους ιούς όπως και οι αντιστάσεις ενός απο-συμβολοποιημένου σώματος. Τα παραδοσιακά μηχανικά ατυχήματα και οι βλάβες αντιμετωπίζονται και επισκευάζονται, αλλά η ξαφνική κατάρρευση/ανωμαλία /«προδοσία» των αντι-σωμάτων (δεν μιλώ για κάποια προσχεδιασμένη παραβίαση των λειτουργιών τους) δεν θεραπεύονται.
Η επιδημία είναι μια παθολογία των κλειστών κυκλωμάτων, των ενσωματωμένων κυκλωμάτων, των ανεμπόδιστων ενώσεων, των αλυσιδωτών αντιδράσεων. Υπό μια ευρεία, μεταφορική έννοια, είναι μια παθολογία της αιμομιξίας.
Αυτός που ζει με το όμοιο θα πεθάνει από το όμοιο. Αυτή η αδυνατότητα ανταλλαγής, αμοιβαιότητας, εναλλαγής προκαλεί εκείνη την άλλη, αόρατη, διαβολική, φευγαλαία αλλαγή, προκαλεί τον απόλυτο «Άλλο», τον ιό, που κατασκευάζεται από απλά στοιχεία που αναπαράγονται στο άπειρο.
Βρισκόμαστε σε μια αιμομικτική κοινωνία. Το γεγονός ότι το AIDS χτύπησε πρώτα τις κοινότητες των ομοφυλοφίλων και των χρηστών ναρκωτικών έχει να κάνει με αυτή την, τρόπον τινά, αιμομικτικότητα των ομάδων που λειτουργούν ως κλειστά κυκλώματα.
Στο παρελθόν, η αιμοφιλία χτυπούσε τις οικογένειες με μακρά ιστορία γαμήλιων ενώσεων μεταξύ ομόαιμων με μακρές σχέσεις ενδογαμίας. H παράξενη ασθένεια που για καιρό χτυπούσε τα κυπαρίσσια ήταν ένα είδος ιού και εν τέλει αποδόθηκε στη μείωση των διακυμάσεων της θερμοκρασίας ανάμεσα σε καλοκαίρι και χειμώνα, στο αξεδιάλυτο μπέρδεμα των εποχών. Και εκεί, πάλι, «χτύπησε» το φάντασμα του όμοιου-εαυτού. Σε κάθε καταναγκαστική εξομοίωση, σε κάθε εκτομή των διαφορών, σε κάθε περίπτωση που τα πράγματα συνομιλούν μόνο με την ίδια τους την εικόνα ή συμπλέκονται με τον ίδιο τους τον κώδικα, υπάρχει ο κίνδυνος της αιμομικτικής επιδημίας μιας διαβολικής αντιστροφής, η οποία αναστατώνει τον θαυμάσιο μηχανισμό.
Σε άλλες περιπτώσεις, παίρνει τη μορφή της αναγέννησης της Αρχής (principle) του Κακού (δεν υπάρχει κάποια ηθική διάσταση ή ενοχή εδώ: η Αρχή του Κακού είναι απλά συνώνυμη με την Aρχή της αναστρεψιμότητας και την Αρχή της κυκλικής αναστροφής). Σε συστήματα που κινούνται προς την απόλυτη θετικότητα -και ακολούθως την απο-συμβολοποίηση- το Κακό απλά αντιστοιχεί, σε όλες τις εκδοχές του, με τον θεμελιώδη κανόνα της αναστρεψιμότητας.
Η αδιάκοπη παραγωγή θετικότητας προκαλεί μια τρομακτική συνέπεια: αν η αρνητικότητα γεννά την κρίση και την κριτική, η απόλυτη θετικότητα, από τη δικιά της μεριά, γεννά την καταστροφή, εξαιτίας της ανικανότητάς της να φιλτράρει την κρίση.
Κάθε δομή, σύστημα ή κοινωνικό σώμα που ξεριζώνει τα αρνητικά, κριτικά στοιχεία του, διατρέχει τον κίνδυνο μιας καταστροφής από την ολοκληρωτική ενδόρρηξη και αντιστροφή, όπως ακριβώς κάθε βιολογικό σώμα  που κυνηγά και εξολοθρεύει όλα τα μικρόβια, τους βακίλους και τα παράσιτά του -όλους τους βιολογικούς εχθρούς του- διατρέχει τον κίνδυνο καρκίνου ή με άλλα λόγια τον κίνδυνο μιας θετικότητας που καταβροχθίζει τα ίδια του τα κύτταρα. Αυτό το σώμα διατρέχει τον κίνδυνο να το καταβροχθίσουν τα ίδια του τα αντισώματα, τα οποία πια δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν.
Το AIDS και ο καρκίνος θα πρέπει να γίνουν τα πρωτό-τυπα για τη μοντέρνα παθολογία και για κάθε θανάσιμη επιδημία. Όταν το σώμα εκτίθεται σε τεχνητές προσθέσεις και παράλληλα σε γενετικές φαντασιώσεις, τα αμυντικά του συστήματα αποδιοργανώνονται, η βιολογική λογική του καταστρέφεται. Αυτό το σώμα-φράκταλ, καταδικασμένο να αντικρύσει την εξωτερική λειτουργία του να πολλαπλασιάζεται, είναι την ίδια στιγμή καταδικασμένο σε έναν ασταμάτητο εσωτερικό διχασμό των ίδιων του των κυττάρων. Προκαλείται μετάσταση: Οι εσωτερικές, βιολογικές μεταστάσεις είναι κατα κάποιον τρόπο συμμετρικές με τις εξωτερικές μεταστάσεις, τις προσθήκες, τα δίκτυα, τις συνδέσεις.
Σε έναν υπερ-προστατευμένο χώρο, το σώμα χάνει όλες τους τις άμυνες. Γνωρίζουμε ότι στους θαλάμους εγχειρήσεων, υπάρχει ένα τέτοιο επίπεδο προφύλαξης ώστε κανένα μικρόβιο ή βακτήριο δεν μπορεί να επιβιώσει. Τώρα, είναι ακριβώς εκεί, σε αυτόν τον απόλυτα αψεγάδιαστο χώρο που βλέπουμε μυστήριες, ανώμαλες, επιδημικές ασθένειες να ξεπροβάλλουν. Γιατί οι ιοί πολλαπλασιάζονται όταν τους δίνεται χώρος. Γιατί όσο υπήρχαν μικρόβια, δεν υπήρχαν ιοί. Σε έναν κόσμο που έχει αποκαθαρθεί από όλες τις παλιές του μολύνσεις, σε έναν «ιδεατό» κλινικό κόσμο, εκεί ξετυλίγεται μια ακαθόριστη και αδιάλλακτη παθολογία, μια παθολογία που γεννιέται από την ίδια την απολύμανση.
Μια παθολογία τρίτου τύπου. Ακριβώς όπως στεκόμαστε ενάντια στη νέα μορφή βίας που βάλλει τις κοινωνίες μας -μια βία που γεννιέται από το παράδοξο μιας ανεκτικής και ειρηνικής κοινωνίας- έτσι και εμείς είμαστε ενάντια στις νέες ασθένειες, ασθένειες που πλήττουν σώματα υπερπροστατευμένα από τεχνητές ασπίδες -φαρμακευτικές και ηλεκτρονικές ασπίδες. Σώματα που είναι, ως αποτέλεσμα, ευπαθή και ευάλωτα σε κάθε ιό, σε κάθε «αντιστροφή», σε απροσδόκητες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Μια παθολογία που δεν βασίζεται πλέον σε ατυχήματα ή στην ανομία, αλλά σε «ανωμαλίες».
Το ίδιο συμβαίνει και  με το κοινωνικό σώμα, όπου οι ίδιες αιτίες προκαλούν τις ίδιες διαστροφές, τις ίδιες απροσδόκητες δυσλειτουργίες και ένα ολόκληρο φάσμα από ανωμαλίες και τρομοκρατίες, που μπορούν να συγκριθούν με τη γεννετική διαταραχή των κυττάρων -ένα φαινόμενο που προκαλείται, ομοίως, από την υπερ-προστασία και την υπερ-κωδικοποίηση.
Το κοινωνικό σύστημα, όπως και το βιολογικό σώμα, χάνει τις φυσικές, συμβολικές του άμυνες, σε άμεση αναλογία με την αυξημένη τεχνολογική ενίσχυση των τεχνητών προσθηκών. Και δεν θα είναι εύκολο για την ιατρική να αντιμετωπίσει αυτή την εντελώς νέα παθολογία, από τη στιγμή που είναι και η ίδια κομμάτι αυτού του υπερ-προστατευτικού συστήματος προφυλακτικού ζήλου προς το σώμα. Όπως, προφανώς και δεν υπάρχει πολιτική λύση στο πρόβλημα της τρομοκρατίας, έτσι δεν φαίνεται προς το παρόν να υπάρχει κάποια βιολογική λύση στο πρόβλημα του AIDS ή του καρκίνου. Και, μάλιστα, για τον ίδιο λόγο: Αυτά είναι «ανώμαλα» συμπτώματα· ένας βασικός τύπος βίας και βασικοί τύποι ασθένειας που ξεπροβάλλουν από τα βάθη του ίδιου του συστήματος και αντιδρούν με τη βία τους ή την επιδημικότητά τους στον πολιτικό υπερ-έλεγχο του κοινωνικού σώματος και στον βιολογικό υπερ-έλεγχο του φυσικού σώματος.
Ωστόσο, αυτή η νέα μορφή επιδημικότητας είναι διφορούμενη.
Το AIDS είναι ένα παράδειγμα. Το AIDS ευνοεί ένα επιχείρημα υπέρ μιας νέας σεξουαλικής απαγόρευσης. Αλλά δεν πρόκειται πλέον για μια ηθική απαγόρευση: είναι μια λειτουργική απαγόρευση της κυκλοφορίας του sex. Αυτό παραβιάζει όλες τις εντολές του μοντερνισμού. Το sex, όπως το χρήμα και η πληροφορία, πρέπει να κυκλοφορούν χωρίς περιορισμούς. Όλα πρέπει να είναι ρευστά και η επιτάχυνση είναι αναπόφευκτη. Το να περιορίζεις τη σεξουαλικότητα στη βάση του κινδύνου εξάπλωσης μιας επιδημίας είναι το ίδιο παράλογο με το να περιορίζεις το διεθνές εμπόριο στη βάση ότι ενισχύει την καρκινική ενδυνάμωση του δολαρίου. Κανένας δεν θα φανταζόταν κάτι τέτοιο. Και όμως, τώρα, με ένα χτύπημα, με το AIDS: η διακοπή του sex. Μια αντίφαση στο σύστημα; Ίσως, αυτή η διακοπή να έχει έναν αινιγματικό σκοπό. Θα μπορούσε να συνδέεται και να συγκρούεται με τον εξίσου αινιγματικό σκοπό της σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Η αυθόρμητη αυτορρύθμιση των συστημάτων είναι ευρέως διαδεδομένη. Γνωρίζουμε με ποιον τρόπο, τα συστήματα προκαλούν μόνα τους ατυχήματα, με ποιον τρόπο επιβραδύνουν τη λειτουργία τους ώστε να επιβιώσουν σε μια βάση λειτουργίας που αντικρούει τις διακυρηγμένες αρχές τους. Όλες οι κοινωνίες επιβιώνουν παραβιάζοντας το ίδιο τους το αξιακό σύστημα: πρέπει να έχουν ένα τέτοιο σύστημα, αλλά επίσης πρέπει να το απαρνηθούν και να λειτουργήσουν παραβιάζοντάς το.
Τώρα, ζούμε μέσα σε ένα σύστημα με τουλάχιστον δύο διακυρηγμένες αρχές: την αρχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης και την αρχή της επικοινωνίας και της πληροφορίας. Αλλά μοιάζει λες και το ανθρώπινο είδος παρήγαγε, μέσα από την απειλή του AIDS, ένα αντίδοτο στην αρχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης· και μέσω του καρκίνου -που είναι μια διαταραχή του γενετικού κώδικα και επομένως μια παθολογία της πληροφορίας- μια αντίσταση στην παντοδύναμη αρχή του κυβερνο-ελέγχου. Κι αν αυτό είναι μια απόρριψη των υποχρεωτικών ροών σπέρματος, sex, σημάτων και λέξεων, μια απόρριψη της καταναγκαστικής επικοινωνίας, της προγραμματισμένης πληροφορίας, της ανεμπόδιστης σεξουαλικής ένωσης; Κι αν όλο αυτό είναι μια αντίσταση στην έκρηξη ροών, κυκλωμάτων και δικτύων -μέσω μιας νέας θανάσιμης παθολογίας, που εν τέλει μας προστατεύει από κάτι ακόμα πιο σοβαρό;
Με το AIDS και τον καρκίνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πληρώνουμε το αντίτιμο για το ίδιο μας το σύστημα: εξορκίζουμε τη ρηχή επιδημικότητα του μέσα από τον θάνατο. Κανείς δεν μπορεί να πει εκ των προτέρων πόσο αποτελεσματικός θα είναι αυτός ο εξορκισμός, αλλά πρέπει να ρωτήσουμε: Τι -ποια ακόμα χειρότερη συνέπεια (την απόλυτη ηγεμονία του γενετικού κώδικα;)- αποτρέπει ο καρκίνος; Τι -ποια ακόμα χειρότερη συνέπεια (μια επιδημία σεξουαλικότητας, μια ολοκληρωτική σεξουαλική ελευθερία;)- αποτρέπει το AIDS;
Το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι ίδιο: παρακάμπτοντας τους δραματισμούς, πρέπει να αναρωτηθούμε από τι μας προστατεύουν. Μήπως η απόδραση που παρέχουν, μας προφυλάττει από ένα μεγαλύτερο Κακό (μια ορθολογική αποβλάκωση, μια κανονιστική κοινωνικότητα, μια καθολικά αποδεκτή οργάνωση); Μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την τρομοκρατία: Δεν μας προστατεύει η αντιδραστική της, καθαρτική βία της από μια επιδημία συναίνεσης, από μια αυξανόμενη πολιτική λευχαιμία, από την αμέλεια, από την αόρατη διαφάνεια του Κράτους;
Όλα είναι αμφίσημα και όλα μπορούν να αντιστραφούν. Στο κάτω κάτω, η νεύρωση είναι που προστατεύει τον άνθρωπο από την τρέλα. Υπό αυτή την έννοια, το AIDS, δεν είναι μια τιμωρία που έρχεται από ψηλά. Θα μπορούσε να είναι μια αμυντική, συναισθηματική αντίδραση του ανθρώπινου είδους ενάντια στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής σεξουαλικής ελευθερίας, ενάντια στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής απώλειας της ταυτότητας μέσα στον πολλαπλασιασμό και στην επιτάχυνση των δικτύων ροής.
Το γεγονός ότι το AIDS, η τρομοκρατία, η οικονομική κατάρρευση και οι ηλεκτρονικοί ιοί δεν αφορούν μόνο την αστυνομία, την ιατρική, την επιστήμη και τους ειδικούς, αλλά κινούν ολόκληρη τη συλλογική φαντασία, οφείλεται στο ότι δεν πρόκειται απλά για επεισοδιακά συμβάντα ενός παράλογου κόσμου. Ενσαρκώνουν ολόκληρη τη λογική του συστήματός μας και είναι, τρόπον τινά, τα σημεία όπου αυτή η λογική αποκρυσταλλώνεται. Η δύναμή τους είναι μια ακτονοβόλα δύναμη και η επίδρασή τους στη φαντασία, είναι επιδημική.
Είναι φαινόμενα έμφυτα που συνδέονται μεταξύ τους. Ακολουθούν το ίδιο πρωτόκολλο επιδημικότητας και προκαλούν μια μόλυνση πολύ μεγαλύτερη από τη μεμονωμένη επίδρασή τους. Για παράδειγμα, μια τρομοκρατική πράξη αρκεί ώστε να μας αναγκάσει να επανεξετάσουμε όλη την πολιτική σφαίρα υπό το πρίσμα της τρομοκρατίας. Το AIDS, παρότι σε χαμηλό, στατιστικά, επιπεδο, μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε όλο το φάσμα των ασθενειών και των σωμάτων υπό το πρίσμα της επιδημικότητάς του και υπό το πρίσμα της ανοσολογικής ανεπάρκειας. Ένας απειροελάχιστος ιός που πλήττει τις Τράπεζες Μνήμης του Πενταγώνου ή πλημμυρίζει ολόκληρα δίκτυα με χριστουγεννιάτικες ευχές είναι αρκετός για να κλονίσει την αξιοπιστία των ηλεκτρονικών συστημάτων και μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε όλα τα μέχρι τωρα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη διείσδυση, την υπολογισμένη παραπληροφόρηση, το ρίσκο και την αβεβαιότητα. Κάτι το οποίο, αντικειμενικά μιλώντας, έχει και μια διασκεδαστική πλευρά.
Αυτό είναι το πλεονέκτημα των ακραίων φαινομένων και της καταστροφής, καθώς όλες αυτές οι επιδημικές μορφές ανήκουν ξεκάθαρα στην τάξη της καταστροφής (όχι υπό ηθική έννοια, αλλά σαν μια ανώμαλη τροπή των πραγμάτων). Η μυστική δύναμη της καταστροφής βρίσκεται στην ανεμπόδιστη συσχέτιση όλων αυτών των σύγχρονων διαδικασιών -και επίσης στη σχέση όλων αυτών των εκκεντρικών φαινομένων με την επιφανειακότητα ολόκληρου του συστήματος. Όλα τα ακραία φαινόμενα είναι συνεκτικά μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι συνεκτικά με ολόκληρο το σύστημα.
Αυτό συνεπάγεται ότι είναι ανώφελο να προστρέξουμε στην ορθολογικότητα του συστήματος για να βρούμε τις λύσεις και τη θεραπεία στα καρκινώματα. Είναι αυταπάτη το να πιστεύουμε ότι τα ακραία φαινόμενα μπορούν να εκλείψουν. Αντίθετα, θα γίνονται όλο και πιο ακραία όσο τα συστήματά μας γίνονται όλο και πιο εκλεπτυσμένα. Και αυτό είναι ευτυχές, καθώς πρόκειται για την πλέον σύγχρονη θεραπεία, την ομοιοπαθητική θεραπεία αυτών των συστημάτων. Το να αντιπαραθέτουμε το Καλό απέναντι στο Κακό δεν είναι πια μια αποτελεσματική στρατηγική. Στα διαφανή -ομοιοστατικά ή ομοιορευστά- συστήματα η μόνη εναπομείνασα στρατηγική είναι η αντιπαράθεση του Κακού ενάντια στο Κακό: η στρατηγική του μεγαλύτερου Κακού. Η μόνη δυνατή στρατηγική είναι μια θανάσιμη στρατηγική. Και δεν πρόκειται ούτε καν για ζήτημα επιλογής: το βλέπουμε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Υπάρχει, μια ομοιοπαθητική επιδημικότητα στο AIDS, στην κατάρρευση των χρηματιστηριακών αγορών, στους ιούς υπολογιστών κ.λπ. Τα χρηματοπιστωτικά κραχ, η τρομοκρατία, οι ιοί των υπολογιστών, το χρέος κλπ. είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου -αυτό που φαίνεται. Τα άλλα εννέα δέκατα είναι βυθισμένα σε μια εικονικότητα.
Η ολοκληρωτική καταστροφή θα ερχόταν αν όλες οι πληροφορίες ήταν ορατές σε μια κατάσταση πλήρους διαφάνειας -μια κατάσταση που τις συνέπειές της ευτυχώς δεν τις αντικρύζουμε, εξαιτίας του ηλεκτρονικού ιού. Το ότι δεν θα φτάσουμε στο οριστικό τέλος κάθε πληροφορίας και κάθε επικοινωνίας, το χρωστάμε σε αυτόν τον ιό. Kάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με τον θάνατο.
Ως μέρος αυτού του καρκινώματος, ως κομμάτι αυτής της θανάσιμης διαφάνειας, ο ιός λειτουργεί και σαν συναγερμός. Λειτουργεί μάλλον σαν την επιτάχυνση ενός υγρού σώματος: παράγει αναστάτωση και ανωμαλίες που επιβραδύνουν ή ανακόπτουν την πορεία του υγρού. Το χάος λειτουργεί σαν όριο αυτού που διαφορετικά θα οδηγούνταν στο απόλυτο χάος. Έτσι λοιπόν, τα ακραία φαινόμενα, με τη συγκαλυμμένη τους αναρχία, λειτουργούν ως προφύλαξη-δια-του-χάους, ενάντια στην ολοκληρωτική επιβολή της τάξης και της διαφάνειας. Αυτή η καταστροφή, αυτή η πραγματική καταστροφή, χάρη σε αυτά τα ακραία φαινόμενα παραμένει εικονική. Αν υλοποιούνταν θα σήμαινε το τέλος.
Και πράγματι, παρά την ύπαρξή τους, σήμερα ήδη βλέπουμε την αρχή του τέλους μια συγκεκριμένης διανοητικής λειτουργίας. Παρόμοια, στην περίπτωση της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ήδη βλέπουμε την αρχή του τέλους ενός συγκεκριμένου είδους απόλαυσης (jouissance). Αν οδηγούμασταν στην πλήρη, σεξουαλική ελευθερία, τότε θα οδηγούμασταν στην κατάργηση του ίδιου του sex μέσα σε μια έκρηξη α-σεξουαλικότητας. Το ίδιο ισχύει και με το χρηματιστήριο και με το εμπόριο. Η κερδοσκοπία ως ένα ακραίο φαινόμενο, σαν αποσταθεροποιητικός παράγοντας, σταματά την καθολική χειραφέτηση του πραγματικού ελεύθερου εμπορίου. Παριστάνει την άμεση, υπερ-κυκλοφορία των αξιών, διαφθείρει το οικονομικό μοντέλο αλλά διαφθείρει και την καταστροφή που θα προκαλούσε η πλήρως ελεύθερη ανταλλαγή -αυτή η καθολική απελευθέρωση του εμπορίου είναι η πραγματική στιγμή καταστροφής της αξίας (value).
Ενόψει αυτής της απειλής παντελούς έλλειψης βαρύτητας -μιας αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι / μιας καθολικής ελευθερίας / μιας σειράς από διαδικασίες που θα μας έριχναν στο κενό- αυτοί οι ξαφνικοί ανεμοστρόβιλοι που αποκαλούμε καταστροφές είναι που συγκρατούν την πραγματική καταστροφή. Αυτές οι ανωμαλίες, αυτά τα ακραία φαινόμενα, ξαναφτιάχνουν ζώνες βαρύτητας και έντασης που αποτρέπουν τον πλήρη διασκορπισμό. Θα μπορούσαμε να τις δούμε ως διαδικασίες κατά τις οποίες οι κοινωνίες μας αποβάλλουν το «καταραμένο κομμάτι» τους, όπως εκείνες οι φυλές που απέβαλλαν τον πλεονάζοντα πληθυσμό τους με αυτοκτονικές πτώσεις στον ωκεανό -μια ομοιοπαθητική αυτοκτονία κάποιων μελών τους που διατηρούσε την ομοιοστατική ισορροπία του συνόλου.
Η καταστροφή, λοιπόν, αποκαλύπτεται ως μια καλομελετημένη στρατηγική του είδους. Ή -προτιμότερο- οι ιοί μας, τα ακραία φαινόμενα -πολύ πραγματικά και εντοπισμένα- μοιάζουν να μας επιτρέπουν να διατηρούμε αλώβητη την ενέργεια μιας εικονικής καταστροφής, που είναι και η μηχανή που σέρνει όλες τις άλλες διαδικασίες μας -στην οικονομία, στην πολιτική, στις τέχνες και στην ιστορία. Άλλωστε και η ενέργεια η ίδια, δεν είναι και αυτή μια μορφή καταστροφής;

Mετάφραση: Νίκος Βράντσης


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Βλάντιμιρ Σαφάτλε: «Η οικονομική κατάρρευση της Βραζιλίας δεν θα μοιραστεί εξίσου σε όλους»


Συνέντευξη με τον καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, Βλάντιμιρ Σαφάτλε
Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Γκιβίσης
Πώς ερμηνεύεις τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού από τον Μπολσονάρο; Πώς συνδέεται με τις ακραίες αντιλήψεις του, τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, και το φασιστικό του υπόβαθρο;

Η κρατική πολιτική της Βραζιλίας συνίσταται στην απλή άρνηση της πανδημίας, που την αντιμετωπίζει σαν μια υστερία, και την βλέπει σαν να είναι ένα οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Ζαΐρ Μπολσονάρο επιδιώκει να καταστρέψει τις απόπειρες περιορισμού της πανδημίας που έγιναν από τους κυβερνήτες, με ένα μοντέλο που δεν διαφέρει από αυτό που βλέπουμε στις ΗΠΑ με τον Τραμπ, μόνο που είναι πιο βάρβαρο. Αν θυμηθούμε ότι η Βραζιλία είναι ένα παγκόσμιο εργαστήριο αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν την πολιτική μέσα στο πλαίσιο της λογικής της διάσωσης της οικονομίας, παρά τους θανάτους που υπήρξαν, και εξακολουθούν να υπάρχουν, από την πανδημία, αποτρέποντας, με κάθε κόστος, την εμφάνιση ενός πιο παρεμβατικού και αναδιανεμητικού οικονομικού παραδείγματος ως αποτέλεσμα της συλλογικής κινητοποίησης ενάντια στον ιό. Ωστόσο, υπάρχουν περισσότερα στοιχεία στην περίπτωση της Βραζιλίας. Ως μια χώρα με μήτρα βασισμένη στους σκλάβους, το βραζιλιάνικο κράτος συνέχιζε να διαιρεί τα θύματα σε δύο τύπους: στους «ανθρώπους», δηλαδή, εκείνους που θα πεθάνουν με πένθος, επικήδειους και δημόσια τελετή, και στα «πράγματα», δηλαδή αυτούς που θα πεθάνουν χωρίς πένθος και θλίψη, αυτοί θα είναι απλώς ένας αριθμός. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε η κυβέρνηση τους ανθρώπους στις φαβέλες. Το βραζιλιάνικο κράτος ήταν πάντα ο υπεύθυνος ενός αδήλωτου εμφυλίου πολέμου ενάντια στα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Από τους 65.000 βίαιους θανάτους που γίνονται κάθε χρόνο στη Βραζιλία, οι 40.000 γίνονται από την αστυνομία. Αυτοί οι θάνατοι δεν υπολογίζονται, ή μάλλον, είναι απλώς ένα νούμερο. Τώρα η κυβέρνηση εφαρμόζει αυτή τη λογική σε ολόκληρη την κοινωνία, συμπεριλαμβανόμενης της απόκρυψης των πτωμάτων και των ψεμάτων για τον αριθμό των νεκρών, οδηγώντας στην κατάρρευση της κάθε τρυφερότητας και της γενικευμένης αλληλεγγύης που θα μπορούσε να προκύψει από αυτήν την κατάσταση. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ανιχνεύσουμε και την σαφή φασιστική μήτρα μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, δηλαδή, την λατρεία της συλλογικής αυτοκτονίας ως έκφραση του «θάρρους». Σήμερα στη Βραζιλία έχουμε ανθρώπους που διαδηλώνουν ενάντια στην επιβολή των περιοριστικών μέτρων, που βγαίνουν στους δρόμους χορεύοντας με φέρετρα, σαν να θέλουν να χλευάσουν τους θανάτους και τον πόνο. Βλέπουμε διαδηλωτές που μιλούν για το «θάρρος» τους να βγουν στο δρόμο, να εργαστούν και να αντιμετωπίσουν τον ιό. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν, βαθιά, το ρίσκο που αναλαμβάνουν. Σαν να ήταν σε μια τελετουργία αυτοθυσίας.
Μόνο η ακροδεξιά είναι οργανωμένη πολιτικά
Πόσο εύκολο θα είναι για την κυβέρνηση Μπολσονάρο να επιβιώσει μετά την πανδημία;

Υπάρχουν πολλά πιθανά σενάρια, αλλά είναι σαφές ότι ο Μπολσονάρο δύσκολα θα χάσει την υποστήριξη του, σχεδόν, 30% του πληθυσμού που είναι στο πλευρό του, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί. Αντιθέτως, πιστεύω ότι αυτό το τμήμα του πληθυσμού τείνει να εμβαθύνει περαιτέρω τους μηχανισμούς ταύτισής του με την εξουσία. Ακόμα κι αν χάσει την υποστήριξή του στην Εθνοσυνέλευση και στον Τύπο, η λογική του Μπολσονάρο είναι να ενισχύσει όλο και περισσότερο το πνεύμα των υποστηρικτών του, μέχρι να τον εγκαταλείψουν οι στρατιωτικές ομάδες. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί με το άλλο 70%. Όσον αφορά την βραζιλιάνικη πολιτική, σήμερα είναι μια πολιτική στην οποία η μόνη πραγματικά οργανωμένη ομάδα, με το κατάλληλο όνομα και με ιδεολογική σαφήνεια, είναι το 30% της ακροδεξιάς. Το άλλο είναι ένα ασαφές νεφέλωμα, του οποίου το μόνο σαφές σχέδιο είναι η αντίδραση, δηλαδή η παρεμπόδιση της υλοποίησης του ακροδεξιού σχεδίου. Η βραζιλιάνικη Αριστερά έχει πεθάνει, απέτυχε να εμφανιστεί ως ένας παράγοντας ικανός να προσφέρει έναν ριζικά διαφορετικό κυβερνητικό ορίζοντα από αυτόν που έχουμε.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της πολύπλευρης κρίσης που υπάρχει σήμερα στη Βραζιλία;

Για δεκατρία χρόνια η χώρα ήταν ένα εργαστήριο για τον αριστερό λαϊκισμό. Παρά την επίτευξη ορισμένων σημαντικών αποτελεσμάτων, αυτή η πολιτική στρατηγική δεν ήταν σε θέση να αλλάξει δομικά την πραγματικότητα της Βραζιλίας. Βασίστηκε σε ένα σύστημα ετερόκλητων συνασπισμών και συμβιβασμών, που δεν ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που ξέρετε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, αυτό κατέληξε να δημιουργήσει μια παράλυση που έκανε την κυβέρνηση την τέχνη της διαχείρισης των αδράνειας. Μια τέτοια αδράνεια προκάλεσε μια λαϊκή απογοήτευση που εξερράγη το 2013, για να μην επιστρέψει ποτέ στο φυσιολογικό. Έχει καταστεί μια ρητή αντιθεσμική επιθυμία. Ωστόσο, μόνο η ακροδεξιά κατάφερε να κινητοποιηθεί και να εκμεταλλευτεί αυτήν την επιθυμία, προτείνοντας μια συντηρητική και εθνική επανάσταση. Ή, αν θέλετε, προτείνοντας μια προληπτική αντεπανάσταση προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια απογοήτευση που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την εμφάνιση μιας πιο ριζοσπαστικής εναλλακτικής αριστεράς.
Μακάβρια πολιτική
Είναι προφανές ότι η πανδημία έχει εμβαθύνει, και αναδείξει, τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν στη Βραζιλία. Να πούμε περισσότερα πάνω σε αυτό; Πως συνδέεται η σημερινή κατάσταση με τις πολιτικές των τελευταίων χρόνων;

Η Βραζιλία είναι μια από τις πιο άνισες χώρες στον κόσμο. Οι δημοσιονομικές πολιτικές μας είναι άδικες, και οι ταξικές διαφορές είναι τεράστιες και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Τα δεκατρία χρόνια αριστερής κυβέρνησης επανέφεραν το επίπεδο ανισότητας, σύμφωνα με τον δείκτη
GINI, (σημ: μετρά τον βαθμό στον οποίο η κατανομή των εσόδων και των καταναλωτικών δαπανών μεταξύ ατόμων ή νοικοκυριών σε μια οικονομία αποκλίνει από μια απόλυτα ισότιμη κατανομή), στο επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του ‘60. Η πραγματική πρόκληση της βραζιλιάνικης πολιτικής είναι η οικοδόμηση μιας ριζικά ισότιμης κοινωνίας. Ωστόσο, ο ιός είναι δημοκρατικός και σκοτώνει ανθρώπους όλων των τάξεων, ακόμα κι αν η ιατρική περίθαλψη δεν είναι η ίδια. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει χώρο για την ανάπτυξη ισχυρών πολιτικών κοινωνικής αλληλεγγύης, και για την ενίσχυση του καθολικού συστήματος δημόσιας υγείας που καταφέραμε να οικοδομήσουμε με μεγάλη προσπάθεια. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε να θάψουμε τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό που μας κυβερνά. Για αυτούς είναι καλύτερο να πεθάνουν 15.000 άνθρωποι, από το να δεχτούν έναν τέτοιο μετασχηματισμό.
Χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης είναι ότι ο Μπολσονάρο έχει χαρακτηρίσει την πανδημία ως μια υστερία που βλάπτει την οικονομία, και συνεχώς δείχνει ότι προτεραιότητά του είναι η αύξηση της κερδοφορίας του βραζιλιάνικου καπιταλισμού.

Θα έλεγα ότι η οικονομική κατάρρευση της Βραζιλίας είναι σίγουρη. Ωστόσο, αυτή η κατάρρευση δεν θα μοιραστεί εξίσου σε όλους. Το συγκεντρωτικό πλέγμα του βραζιλιάνικου καπιταλισμού τείνει να επιδεινωθεί, όπως και η μονοπωλιακή μήτρα του. Το πρώτο πράγμα που έκανε το κράτος όταν ξεκίνησε να μας πλήττει η πανδημία ήταν να δώσει δάνεια εκατομμυρίων σε τράπεζες και αεροπορικές εταιρείες, ενώ η εργατική τάξη είχε καταστραφεί και δεν είχε εγγυημένες θέσεις εργασίας. Έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ ενός ορισμένου οικονομικού θανάτου και του πιθανού φυσικού θανάτου χιλιάδων ανθρώπων, και λόγω μιας μακάβριας λογικής κατέληξαν να επιλέξουν τον πιθανό φυσικό θάνατο.



Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

New York Times -Ορχάν Παμούκ


Όπως επισημαίνει σε άρθρο γνώμης στους New York Times ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2006) Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας οι κρατούντες πάντα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο στις επιδημίες: καθυστερημένα και προσπαθώντας να αποκρύψουν την αλήθεια για την έκτασή τους. Οι άνθρωποι πάλι αντιδρούσαν με τη διασπορά φημών και ψευδών ειδήσεων, παρουσιάζοντας τις λοιμικές ασθένειες ως «ξένες», που εισήχθησαν στη χώρα με κακόβουλες προθέσεις. Η διαφορά είναι ότι παλιότερα τον φόβο φούντωνε η άγνοια –ελλείψει ραδιοφώνου, εφημερίδων, ηλεκτρονικού Τύπου κτλ – ενώ σήμερα τον τροφοδοτεί ο καταιγισμός πληροφοριών για όσα τεκταίνονται ανά την υφήλιο. Από την άλλη, όμως, η αναγνώριση ότι όλοι βιώνουμε μια παρόμοια αγωνία για τον αόρατο εχθρό μας βγάζει από τη μοναξιά μας και μας ωθεί στην ταπεινοφροσύνη και την αλληλεγγύη.

Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης

Ακολουθεί το άρθρο του Ορχάν Παμούκ μεταφρασμένο:

«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα αναφορικά με την τρίτη, όπως είναι γνωστή, πανδημία πανούκλας, μιας βουβωνικής πανώλης που σκότωσε το 1901 εκατομμύρια ανθρώπων στην Ασία, αλλά όχι πάρα πολλούς στην Ευρώπη. Το τελευταίο δίμηνο, φίλοι, συγγενείς, εκδότες και δημοσιογράφοι, που γνωρίζουν το αντικείμενο αυτού του μυθιστορήματος με τίτλο “Nights of Plague”, μου θέτουν ένα μπαράζ ερωτήσεων για τις πανδημίες.
Η περιέργειά τους εστιάζεται κυρίως σε ομοιότητες μεταξύ της τρέχουσας πανδημίας του κορωνοϊού και των ιστορικών επιδημιών πανώλης και χολέρας. Υπάρχει, όντως, μια αφθονία ομοιοτήτων. Σε όλη την ανθρώπινη και λογοτεχνική ιστορία, αυτό που κάνει τις πανδημίες να μοιάζουν δεν είναι απλώς η ομοιότητα μεταξύ μικροβίων και ιών, αλλά ότι οι αρχικές αντιδράσεις μας ήταν πάντα οι ίδιες.
Η αρχική αντίδραση στο ξέσπασμα μιας πανδημίας ήταν πάντα η άρνηση. Οι εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις πάντα αντιδρούσαν καθυστερημένα και παραποιούσαν τα στοιχεία και τους αριθμούς για να αρνηθούν την ύπαρξη της επιδημίας.
Στις πρώτες σελίδες του «Ημερολογίου της Χρονιάς της Πανούκλας (“Journal of the Plague Year”, 1722), του πιο διαφωτιστικού λογοτεχνικού έργου που γράφτηκε ποτέ για τη μετάδοση λοιμώξεων και την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Ντάνιελ Ντεφόε αναφέρει ότι το 1664 οι τοπικές Αρχές σε ορισμένες συνοικίες του Λονδίνου προσπάθησαν να εμφανίσουν τον αριθμό των θανάτων από την πανούκλα χαμηλότερο από εκείνον που προκάλεσαν άλλες, εφευρεθείσες ασθένειες.

Στους «Αραββωνιασμένους» (“The Betrothed”), ίσως τη ρεαλιστικότερη νουβέλα που γράφτηκε ποτέ για επιδημία πανώλης, ο Ιταλός συγγραφέας Αλεσάντρο Μαντσόνι περιγράφει και υποστηρίζει την οργή του πληθυσμού για την αντίδραση των Αρχών στην επιδημία του 1630 στο Μιλάνο. Παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις ο κυβερνήτης του Μιλάνου αγνοεί την απειλή που συνιστά η ασθένεια και ούτε καν ακυρώνει τις εορταστικές εκδηλώσεις για τα γενέθλια ενός πρίγκιπα της περιοχής. Ο Μαντσόνι έδειξε ότι η πανούκλα εξαπλώθηκε ταχύτατα επειδή ήταν ανεπαρκή τα περιοριστικά μέτρα που αποφασίστηκαν, η επιβολή τους ήταν χαλαρή και οι συμπολίτες του δεν τα έλαβαν υπόψη.
Μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής για την πανούκλα και τις μεταδοτικές ασθένειες εμφανίζει την απροσεξία, την ανικανότητα και τον εγωισμό των κρατούντων ως μοναδικό υποκινητή της οργής των μαζών. Αλλά οι καλύτεροι συγγραφείς, όπως ο Ντεφόε και ο Αλμπέρ Καμύ επέτρεψαν στους αναγνώστες τους να ρίξουν μια ματιά σε κάτι πέρα από την πολιτική που υποδαυλίζει το κύμα της λαϊκής οργής, κάτι που είναι εγγενές στην ανθρώπινη κατάσταση.
Το μυθιστόρημα του Ντεφόε μας δείχνει ότι πίσω από τις ατελείωτες διαμαρτυρίες και την απεριόριστη οργή υπάρχει επίσης ένας θυμός εναντίον της μοίρας, εναντίον μιας θεϊκής βούλησης που βλέπει, και ίσως μάλιστα ανέχεται, όλον αυτό το θάνατο και τον ανθρώπινο πόνο, και μια οργή ενάντια στους θεσμούς της οργανωμένης θρησκείας που δείχνουν αβέβαιοι ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Η έτερη καθολική και φαινομενικά αυτόβουλη αντίδραση της ανθρωπότητας στις πανδημίες ήταν πάντα η δημιουργία φημών και η διασπορά ψευδών πληροφοριών. Στη διάρκεια προηγούμενων πανδημιών, φήμες τροφοδοτήθηκαν κυρίως από την παραπληροφόρηση και την αδυναμία να δούμε την πληρέστερη εικόνα.
«Η ιστορία και η λογοτεχνία των επιδημιών μας δείχνουν ότι η ένταση του πόνου θα καθορίσει επίσης το βάθος της οργής και της πολιτικής δυσαρέσκειάς του»
Οι Ντεφόε και Μαντσόνι έγραψαν για ανθρώπους που κρατούσαν αποστάσεις μεταξύ τους, όταν συναντιόντουσαν στους δρόμους στη διάρκεια επιδημιών, αλλά και που ρωτούσαν ο ένας τον άλλον για νέα και ιστορίες από τις αντίστοιχες ιδιαίτερες πατρίδες και τις γειτονιές τους, ώστε να αποκτήσουν έτσι μια πληρέστερη εικόνα για τη νόσο. Μόνο μέσω αυτής της ευρύτερης οπτικής μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα ξεφύγουν από το θάνατο και θα βρουν ένα ασφαλές μέρος να καταφύγουν.
Σε έναν κόσμο χωρίς εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση ή Διαδίκτυο, η αναλφάβητη πλειοψηφία είχε μόνο τη φαντασία της για να μπορέσει να κατανοήσει που βρισκόταν ο κίνδυνος, τη σοβαρότητά του και την έκταση του μαρτυρίου που μπορούσε να προκαλέσει. Αυτή η εξάρτηση από τη φαντασία έδινε στο φόβο κάθε ατόμου τη δική του ατομική φωνή και του προσέδιδε μια λυρική ποιότητα - τοπική, πνευματική και μυθική.


Οι συνηθέστερες φήμες στη διάρκεια επιδημιών πανώλης αφορούσαν στο ποιος είχε φέρει την ασθένεια και από πού προήλθε. Γύρω στα μέσα Μαρτίου, όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο πανικός και ο φόβος στην Τουρκία, ο διευθυντής της τράπεζάς μου στο Τσιχανγκίρ, τη συνοικία μου στην Κωνσταντινούπολη, μου είπε με ύφος επαϊοντος ότι «αυτό το πράγμα» ήταν η οικονομική απάντηση της Κίνας στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
Όπως το ίδιο το Κακό, η πανούκλα απεικονιζόταν πάντα ως κάτι που είχε έρθει απ’ έξω. Είχε χτυπήσει νωρίτερα κάπου αλλού και δεν είχαν γίνει αρκετά για να αναχαιτιστεί. Στην περιγραφή του για την εξάπλωση του λοιμού στην Αθήνα, ο Θουκυδίδης άρχισε επισημαίνοντας ότι η επιδημία είχε ξεκινήσει πολύ μακριά, στην Αιθιοπία και την Αίγυπτο.
Η ασθένεια είναι ξένη, προέρχεται από έξω, τη φέρνουν με κακόβουλη πρόθεση. Οι φήμες για την υποτιθέμενη ταυτότητα των πρωτότυπων φορέων της είναι πάντα οι πιο διάχυτες και δημοφιλείς.
Στους «Αρραβωνιασμένους» ο Μαντσόνι περιέγραψε μια φιγούρα, που ήταν αναπόσπαστο εξάρτημα της λαϊκής φαντασίας κατά τη διάρκεια των επιδημιών πανούκλας από τον Μεσαίωνα: κάθε μέρα κυκλοφορούσε και μια φήμη για αυτήν την κακόβουλη, δαιμονική παρουσία, που κυκλοφορούσε στο σκοτάδι πασαλείβοντας πόμολα και βρύσες με μολυσμένο από την πανούκλα υγρό. Ή ίσως ένας κουρασμένος γέρος που είχε καθίσει για να ξεκουραστεί στο πάτωμα μέσα σε μια εκκλησία, κατηγορείτο από μια περαστική ότι είχε τρίψει το παλτό του τριγύρω για να μεταδώσει την ασθένεια. Και σύντομα μαζευόταν ένας όχλος για να τον λυντσάρει.
Αυτά τα απρόσμενα και ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα βίας, φημών, πανικού και ανταρσίας είναι συνηθισμένα σε περιγραφές επιδημιών πανώλης από την εποχή της Αναγέννησης. Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε κατηγορήσει τους Χριστιανούς για τη διάδοση της επιδημίας της ευλογιάς, του λοιμού των Αντωνίνων, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επειδή δεν μετείχαν στις τελετές εξιλασμού των θεών των Ρωμαίων. Και σε επόμενες επιδημίες οι Εβραίοι κατηγορούνταν ότι δηλητηρίαζαν τα πηγάδια τόσο στον Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στη χριστιανική Ευρώπη.
Η ιστορία και η λογοτεχνία των επιδημιών μας δείχνουν ότι η ένταση του πόνου, του φόβου του θανάτου, του μεταφυσικού φόβου και της αίσθησης του υπερφυσικού που βιώνει ο πληγείς πληθυσμός θα καθορίσει επίσης το βάθος της οργής και της πολιτικής δυσαρέσκειάς του.
Όπως και με αυτές τις παλιές πανδημίες πανώλης, οι αβάσιμες φήμες και κατηγορίες που βασίζονται στην εθνικιστική, θρησκευτική, εθνοτική και περιφερειακή ταυτότητα είχαν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού. Ρόλο έπαιξε επίσης και η τάση πολλαπλασιασμού των ψευδών από μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα λαϊκιστικά ακροδεξιά ΜΜΕ.
Αλλά σήμερα έχουμε πρόσβαση σε έναν δραματικά μεγαλύτερο όγκο αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με την πανδημία που βιώνουμε από ό, τι οι άνθρωποι σε οποιαδήποτε προηγούμενη πανδημία. Αυτό είναι επίσης που κάνει τόσο διαφορετικό τον ισχυρό και δικαιολογημένο φόβο που όλοι αισθανόμαστε σήμερα. Ο τρόμος μας τροφοδοτείται λιγότερο από φήμες και βασίζεται περισσότερο σε ακριβείς πληροφορίες.
Βλέποντας τις κόκκινες κουκκίδες στους χάρτες των χωρών μας και της υφηλίου να πολλαπλασιάζονται, συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει μέρος για να ξεφύγουμε. Δεν χρειαζόμαστε καν τη φαντασία μας για να αρχίσουμε να φοβόμαστε τα χειρότερα. Παρακολουθούμε βίντεο με κομβόι μεγάλων μαύρων φορτηγών του στρατού να μεταφέρουν πτώματα από μικρές ιταλικές πόλεις σε κοντινά νεκροταφεία σαν να παρακολουθούσαμε τις δικές μας κηδείες.
Ο τρόμος που νιώθουμε, ωστόσο, αποκλείει τη φαντασία και την ατομικότητα και αποκαλύπτει πόσο απροσδόκητα όμοιες είναι στην πραγματικότητα οι εύθραυστες ζωές μας και η κοινή μας ανθρώπινη ιδιότητα. Ο φόβος, όπως και η σκέψη του θανάτου, μας κάνει να νιώθουμε μόνοι, αλλά η αναγνώριση ότι όλοι βιώνουμε μια παρόμοια αγωνία μας βγάζει από τη μοναξιά μας.
Η γνώση ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, από την Ταϊλάνδη μέχρι τη Νέα Υόρκη, μοιράζεται τις ανησυχίες μας για το πώς και πού να χρησιμοποιήσουμε μια μάσκα προσώπου, τον ασφαλέστερο τρόπο απολύμανσης των τροφίμων που αγοράσαμε από το παντοπωλείο και για το αν πρέπει να αυτο-απομονωθούμε είναι μια σταθερή υπενθύμιση ότι δεν είμαστε μόνοι. Μας δημιουργεί μια αίσθηση αλληλεγγύης. Δεν ντρεπόμαστε πλέον για τον φόβο μας. Ανακαλύπτουμε μέσα σ’ αυτόν μια ταπεινοφροσύνη που ενθαρρύνει την αμοιβαία κατανόηση.
«Ο φόβος προκαλεί δύο διακριτές σε μένα»
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις εικόνες ανθρώπων που περιμένουν έξω από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του κόσμου, βλέπω ότι η υπόλοιπη ανθρωπότητα μοιράζεται τον τρόμο μου και δεν αισθάνομαι μόνος. Συν τω χρόνω νιώθω λιγότερη ντροπή για τον φόβο μου και ολοένα και περισσότερο τον αντιλαμβάνομαι ως μια απόλυτα εύλογη αντίδραση.. Μου θυμίζει αυτό το ρητό για τις πανδημίες, ότι όσοι φοβούνται ζουν περισσότερο.
Τελικά συνειδητοποιώ ότι ο φόβος προκαλεί δύο διακριτές σε μένα, και ίσως σε όλους μας, αντιδράσεις. Μερικές φορές με κάνει να αποτραβιέμαι στον εαυτό μου, προς τη μοναξιά και τη σιωπή. Όμως άλλες φορές με διδάσκει να είμαι ταπεινός και να δείχνω αλληλεγγύη.
Άρχισα για πρώτη φορά να ονειρεύομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα για επιδημία πριν από 30 χρόνια κι ακόμη και σ’ αυτό το αρχικό στάδιο εστίαζα στον φόβο του θανάτου. Το 1561, ο συγγραφέας Ogier Ghiselin de Busbecq - πρεσβευτής της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επί βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς - δραπέτευσε από την πανούκλα στην Κωνσταντινούπολη καταφεύγοντας στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο από τα Πριγκηπόννησα νοτιοανατολικά της Κωνσταντινούπολης στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Παρατήρησε τα ανεπαρκώς αυστηρά μέτρα καραντίνας που εφαρμόστηκαν στην Κωνσταντινούπολη καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Τούρκοι ήταν “μοιρολάτρες” επειδή ήταν Μουσουλμάνοι.
Περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα ακόμη κι ο σοφός Ντεφόε έγραψε στο μυθιστόρημά του για την επιδημία στο Λονδίνο ότι "Τούρκοι και Mωχαμετάνοι […] υποστήριζαν ιδέες περί πεπρωμένου κι ότι το τέλος κάθε ανθρώπου είναι προκαθορισμένο”. Το μυθιστόρημά μου για την επιδημία έμελλε να με βοηθήσει να στοχαστώ για την μουσουλμανική “μοιρολατρεία” στο πλαίσιο της εκκοσμίκευσης και του νεωτερισμού.
Μοιρολάτρες ή όχι, από ιστορικής απόψεως ήταν πάντα δυσκολότερο να πείσει κανείς Μουσουλμάνους να ανεχθούν τα μέτρα καραντίνας στη διάρκεια μιας πανδημίας απ’ ό,τι Χριστιανούς, ειδικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τις διαμαρτυρίες με εμπορικά κίνητρα που είχαν την τάση να ξεσηκώνουν κατά της καραντίνας καταστηματάρχες και επαρχιακοί πληθυσμοί όλων των θρησκευμάτων, ενέτειναν στις μουσουλμανικές κοινότητες θέματα αναφορικά με την γυναικεία σεμνότητα και την οικιακή ιδιωτικότητα. Οι μουσουλμανικές κοινότητες στις αρχές του 19ου αιώνα απαιτούσαν «Μουσουλμάνους γιατρούς», επειδή την εποχή εκείνη οι περισσότεροι γιατροί ήταν Χριστιανοί, ακόμη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από τη δεκαετία του 1850, καθώς τα ταξίδια με ατμόπλοια γίνονταν φθηνότερα, οι προσκυνητές που ταξίδευαν στα ιερά για τους Μουσουλμάνους εδάφη της Μέκκας και της Μεδίνας έγιναν οι πιο παραγωγικοί στην υφήλιο φορείς μολυσματικών ασθενειών. Στις αρχές του 20ού αιώνα, για να ελέγξουν τη ροή των προσκυνητών προς τη Μέκκα και τη Μεδίνα και πίσω στις χώρες τους, οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα από τα κορυφαία γραφεία καραντίνας στον κόσμο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Αυτές οι ιστορικές εξελίξεις ήταν υπεύθυνες για τη διάδοση όχι μόνο της στερεοτυπικής ιδέας της μουσουλμανικής “μοιρολατρίας”, αλλά και της προκατάληψης ότι αυτοί και οι άλλοι λαοί της Ασίας ήταν τόσο οι δημιουργοί όσο και οι μοναδικοί φορείς μεταδοτικών νοσημάτων.
«Θα πρέπει να ενστερνιστούμε και να καλλιεργήσουμε τα αισθήματα της ταπεινότητας»
Όταν στο τέλος του «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Ρασκόλνικοφ, ονειρεύεται μια επιδημία, μιλά μέσα στην ίδια λογοτεχνική παράδοση: “Ονειρεύτηκε ότι ολόκληρος ο κόσμος καταδικάστηκε σε μια φοβερή, νέα, παράξενη επιδημία που είχε έρθει στην Ευρώπη από τα βάθη της Ασίας. “
Σε χάρτες του 17ου και του 18ου αιώνα ο Δούναβης χάραζε τα πολιτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου θεωρείτο ότι ξεκινούσε ο κόσμος πέρα από τη Δύση. Αλλά το πολιτιστικό και ανθρωπολογικό σύνορο μεταξύ των δύο κόσμων σηματοδοτούσε η πανούκλα και το γεγονός ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κανείς απ’ αυτήν ήταν πολύ υψηλότερη ανατολικά του Δούναβη. Όλα αυτά ενίσχυαν όχι μόνο την ιδέα της έμφυτης μοιρολατρίας που τόσο συχνά αποδίδεται στους πολιτισμούς της Ανατολής και της Ασίας, αλλά και την προκατάληψη ότι οι πανούκλες και άλλες επιδημίες προέρχονταν πάντα από τις πιο σκοτεινές εσοχές της Ανατολής.
Ωστόσο, στη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας του κορωνοϊού η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε μια κοσμική προσέγγιση απαγορεύοντας τις κηδείες για όσους έχουν πεθάνει από την ασθένεια και λαμβάνοντας την ξεκάθαρη απόφαση να μένουν κλειστά τα τεμένη τις Παρασκευές, όταν συνήθως συγκεντρώνονταν οι πιστοί σε μεγάλες ομάδες για τις σημαντικότερες προσευχές της εβδομάδας. Οι Τούρκοι δεν αντιτάχθηκαν σε αυτά τα μέτρα. Όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος μας, κουβαλά επίσης σοφία και υπομονή.
Για να αναδυθεί ένας καλύτερος κόσμος μετά από αυτήν την πανδημία, θα πρέπει να ενστερνιστούμε και να καλλιεργήσουμε τα αισθήματα της ταπεινότητας και της αλληλεγγύης που γεννά αυτή η συγκυρία».

Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης



LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...