Όπως επισημαίνει σε άρθρο γνώμης στους New York Times ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2006) Τούρκος
συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας οι
κρατούντες πάντα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο στις επιδημίες: καθυστερημένα
και προσπαθώντας να αποκρύψουν την αλήθεια για την έκτασή τους. Οι άνθρωποι
πάλι αντιδρούσαν με τη διασπορά φημών και ψευδών ειδήσεων, παρουσιάζοντας τις
λοιμικές ασθένειες ως «ξένες», που εισήχθησαν στη χώρα με κακόβουλες προθέσεις.
Η διαφορά είναι ότι παλιότερα τον φόβο φούντωνε η άγνοια –ελλείψει ραδιοφώνου,
εφημερίδων, ηλεκτρονικού Τύπου κτλ – ενώ σήμερα τον τροφοδοτεί ο καταιγισμός
πληροφοριών για όσα τεκταίνονται ανά την υφήλιο. Από την άλλη, όμως, η
αναγνώριση ότι όλοι βιώνουμε μια παρόμοια αγωνία για τον αόρατο εχθρό μας
βγάζει από τη μοναξιά μας και μας ωθεί στην ταπεινοφροσύνη και την αλληλεγγύη.
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Ακολουθεί το άρθρο του Ορχάν Παμούκ μεταφρασμένο:
«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα αναφορικά με
την τρίτη, όπως είναι γνωστή, πανδημία πανούκλας, μιας βουβωνικής πανώλης που
σκότωσε το 1901 εκατομμύρια ανθρώπων στην Ασία, αλλά όχι πάρα πολλούς στην
Ευρώπη. Το τελευταίο δίμηνο, φίλοι, συγγενείς, εκδότες και δημοσιογράφοι, που
γνωρίζουν το αντικείμενο αυτού του μυθιστορήματος με τίτλο “Nights of Plague”, μου θέτουν ένα μπαράζ ερωτήσεων για τις πανδημίες.
Η περιέργειά τους εστιάζεται κυρίως σε ομοιότητες μεταξύ της τρέχουσας
πανδημίας του κορωνοϊού και των ιστορικών επιδημιών πανώλης και χολέρας.
Υπάρχει, όντως, μια αφθονία ομοιοτήτων. Σε όλη την ανθρώπινη και λογοτεχνική
ιστορία, αυτό που κάνει τις πανδημίες να μοιάζουν δεν είναι απλώς η ομοιότητα
μεταξύ μικροβίων και ιών, αλλά ότι οι αρχικές αντιδράσεις μας ήταν πάντα οι
ίδιες.
Η αρχική αντίδραση στο ξέσπασμα μιας πανδημίας ήταν πάντα η άρνηση. Οι
εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις πάντα αντιδρούσαν καθυστερημένα και
παραποιούσαν τα στοιχεία και τους αριθμούς για να αρνηθούν την ύπαρξη της
επιδημίας.
Στις πρώτες σελίδες του «Ημερολογίου της Χρονιάς της Πανούκλας (“Journal of the Plague Year”, 1722), του πιο διαφωτιστικού λογοτεχνικού έργου που
γράφτηκε ποτέ για τη μετάδοση λοιμώξεων και την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο
Ντάνιελ Ντεφόε αναφέρει ότι το 1664 οι τοπικές Αρχές σε ορισμένες συνοικίες του
Λονδίνου προσπάθησαν να εμφανίσουν τον αριθμό των θανάτων από την πανούκλα
χαμηλότερο από εκείνον που προκάλεσαν άλλες, εφευρεθείσες ασθένειες.
Στους «Αραββωνιασμένους» (“The Betrothed”), ίσως τη ρεαλιστικότερη νουβέλα που γράφτηκε ποτέ για
επιδημία πανώλης, ο Ιταλός συγγραφέας Αλεσάντρο Μαντσόνι περιγράφει και
υποστηρίζει την οργή του πληθυσμού για την αντίδραση των Αρχών στην επιδημία
του 1630 στο Μιλάνο. Παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις ο κυβερνήτης του
Μιλάνου αγνοεί την απειλή που συνιστά η ασθένεια και ούτε καν ακυρώνει τις
εορταστικές εκδηλώσεις για τα γενέθλια ενός πρίγκιπα της περιοχής. Ο Μαντσόνι έδειξε
ότι η πανούκλα εξαπλώθηκε ταχύτατα επειδή ήταν ανεπαρκή τα περιοριστικά μέτρα
που αποφασίστηκαν, η επιβολή τους ήταν χαλαρή και οι συμπολίτες του δεν τα
έλαβαν υπόψη.
Μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής για την πανούκλα και τις
μεταδοτικές ασθένειες εμφανίζει την απροσεξία, την ανικανότητα και τον εγωισμό
των κρατούντων ως μοναδικό υποκινητή της οργής των μαζών. Αλλά οι καλύτεροι συγγραφείς, όπως ο Ντεφόε και ο Αλμπέρ Καμύ επέτρεψαν
στους αναγνώστες τους να ρίξουν μια ματιά σε κάτι πέρα από την πολιτική που
υποδαυλίζει το κύμα της λαϊκής οργής, κάτι που είναι εγγενές στην ανθρώπινη
κατάσταση.
Το μυθιστόρημα του Ντεφόε μας δείχνει ότι πίσω από τις ατελείωτες
διαμαρτυρίες και την απεριόριστη οργή υπάρχει επίσης ένας θυμός εναντίον της
μοίρας, εναντίον μιας θεϊκής βούλησης που βλέπει, και ίσως μάλιστα ανέχεται,
όλον αυτό το θάνατο και τον ανθρώπινο πόνο, και μια οργή ενάντια στους θεσμούς της
οργανωμένης θρησκείας που δείχνουν αβέβαιοι ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής
τους.
Η έτερη καθολική και φαινομενικά αυτόβουλη αντίδραση της ανθρωπότητας στις
πανδημίες ήταν πάντα η δημιουργία φημών και η διασπορά ψευδών πληροφοριών. Στη
διάρκεια προηγούμενων πανδημιών, φήμες τροφοδοτήθηκαν κυρίως από την
παραπληροφόρηση και την αδυναμία να δούμε την πληρέστερη εικόνα.
«Η ιστορία και η λογοτεχνία των επιδημιών μας δείχνουν ότι η ένταση του
πόνου θα καθορίσει επίσης το βάθος της οργής και της πολιτικής δυσαρέσκειάς
του»
Οι Ντεφόε και Μαντσόνι έγραψαν για ανθρώπους που κρατούσαν αποστάσεις
μεταξύ τους, όταν συναντιόντουσαν στους δρόμους στη διάρκεια επιδημιών, αλλά
και που ρωτούσαν ο ένας τον άλλον για νέα και ιστορίες από τις αντίστοιχες
ιδιαίτερες πατρίδες και τις γειτονιές τους, ώστε να αποκτήσουν έτσι μια
πληρέστερη εικόνα για τη νόσο. Μόνο μέσω αυτής της ευρύτερης οπτικής μπορούσαν
να ελπίζουν ότι θα ξεφύγουν από το θάνατο και θα βρουν ένα ασφαλές μέρος να
καταφύγουν.
Σε έναν κόσμο χωρίς εφημερίδες,
ραδιόφωνο, τηλεόραση ή Διαδίκτυο, η αναλφάβητη πλειοψηφία είχε μόνο τη φαντασία
της για να μπορέσει να κατανοήσει που βρισκόταν ο κίνδυνος, τη σοβαρότητά του
και την έκταση του μαρτυρίου που μπορούσε να προκαλέσει. Αυτή η εξάρτηση από τη
φαντασία έδινε στο φόβο κάθε ατόμου τη δική του ατομική φωνή και του προσέδιδε
μια λυρική ποιότητα - τοπική, πνευματική και μυθική.
Οι συνηθέστερες φήμες στη διάρκεια επιδημιών πανώλης αφορούσαν στο ποιος
είχε φέρει την ασθένεια και από πού προήλθε. Γύρω στα μέσα Μαρτίου, όταν άρχισε
να εξαπλώνεται ο πανικός και ο φόβος στην Τουρκία, ο διευθυντής της τράπεζάς
μου στο Τσιχανγκίρ, τη συνοικία μου στην Κωνσταντινούπολη, μου είπε με ύφος
επαϊοντος ότι «αυτό το πράγμα» ήταν η οικονομική απάντηση της Κίνας στις ΗΠΑ
και τον υπόλοιπο κόσμο.
Όπως το ίδιο το Κακό, η πανούκλα απεικονιζόταν πάντα ως κάτι που είχε έρθει
απ’ έξω. Είχε χτυπήσει νωρίτερα κάπου αλλού και δεν είχαν γίνει αρκετά για να
αναχαιτιστεί. Στην περιγραφή του για την εξάπλωση του λοιμού στην Αθήνα, ο
Θουκυδίδης άρχισε επισημαίνοντας ότι η επιδημία είχε ξεκινήσει πολύ μακριά,
στην Αιθιοπία και την Αίγυπτο.
Η ασθένεια είναι ξένη, προέρχεται από έξω, τη φέρνουν με κακόβουλη πρόθεση.
Οι φήμες για την υποτιθέμενη ταυτότητα των πρωτότυπων φορέων της είναι πάντα οι
πιο διάχυτες και δημοφιλείς.
Στους «Αρραβωνιασμένους» ο Μαντσόνι περιέγραψε μια φιγούρα, που ήταν
αναπόσπαστο εξάρτημα της λαϊκής φαντασίας κατά τη διάρκεια των επιδημιών
πανούκλας από τον Μεσαίωνα: κάθε μέρα κυκλοφορούσε και μια φήμη για αυτήν την
κακόβουλη, δαιμονική παρουσία, που κυκλοφορούσε στο σκοτάδι πασαλείβοντας
πόμολα και βρύσες με μολυσμένο από την πανούκλα υγρό. Ή ίσως ένας κουρασμένος
γέρος που είχε καθίσει για να ξεκουραστεί στο πάτωμα μέσα σε μια εκκλησία,
κατηγορείτο από μια περαστική ότι είχε τρίψει το παλτό του τριγύρω για να
μεταδώσει την ασθένεια. Και σύντομα μαζευόταν ένας όχλος για να τον λυντσάρει.
Αυτά τα απρόσμενα και ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα βίας, φημών, πανικού και
ανταρσίας είναι συνηθισμένα σε περιγραφές επιδημιών πανώλης από την εποχή της
Αναγέννησης. Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε κατηγορήσει τους Χριστιανούς για τη διάδοση
της επιδημίας της ευλογιάς, του λοιμού των Αντωνίνων, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,
επειδή δεν μετείχαν στις τελετές εξιλασμού των θεών των Ρωμαίων. Και σε
επόμενες επιδημίες οι Εβραίοι κατηγορούνταν ότι δηλητηρίαζαν τα πηγάδια τόσο
στον Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στη χριστιανική Ευρώπη.
Η ιστορία και η λογοτεχνία των
επιδημιών μας δείχνουν ότι η ένταση του πόνου, του φόβου του θανάτου, του
μεταφυσικού φόβου και της αίσθησης του υπερφυσικού που βιώνει ο πληγείς
πληθυσμός θα καθορίσει επίσης το βάθος της οργής και της πολιτικής δυσαρέσκειάς
του.
Όπως και με αυτές τις παλιές πανδημίες πανώλης, οι αβάσιμες φήμες και
κατηγορίες που βασίζονται στην εθνικιστική, θρησκευτική, εθνοτική και
περιφερειακή ταυτότητα είχαν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο
εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού. Ρόλο
έπαιξε επίσης και η τάση πολλαπλασιασμού των ψευδών από μέσα κοινωνικής
δικτύωσης και τα λαϊκιστικά ακροδεξιά ΜΜΕ.
Αλλά σήμερα έχουμε πρόσβαση σε έναν δραματικά μεγαλύτερο όγκο αξιόπιστων
πληροφοριών σχετικά με την πανδημία που βιώνουμε από ό, τι οι άνθρωποι σε
οποιαδήποτε προηγούμενη πανδημία. Αυτό είναι επίσης που κάνει τόσο διαφορετικό
τον ισχυρό και δικαιολογημένο φόβο που όλοι αισθανόμαστε σήμερα. Ο τρόμος μας
τροφοδοτείται λιγότερο από φήμες και βασίζεται περισσότερο σε ακριβείς
πληροφορίες.
Βλέποντας τις κόκκινες κουκκίδες στους χάρτες των χωρών μας και της υφηλίου
να πολλαπλασιάζονται, συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει μέρος για να ξεφύγουμε.
Δεν χρειαζόμαστε καν τη φαντασία μας για να αρχίσουμε να φοβόμαστε τα
χειρότερα. Παρακολουθούμε βίντεο με κομβόι μεγάλων μαύρων φορτηγών του στρατού
να μεταφέρουν πτώματα από μικρές ιταλικές πόλεις σε κοντινά νεκροταφεία σαν να
παρακολουθούσαμε τις δικές μας κηδείες.
Ο τρόμος που νιώθουμε, ωστόσο,
αποκλείει τη φαντασία και την ατομικότητα και αποκαλύπτει πόσο απροσδόκητα
όμοιες είναι στην πραγματικότητα οι εύθραυστες ζωές μας και η κοινή μας
ανθρώπινη ιδιότητα. Ο φόβος, όπως και η σκέψη του θανάτου, μας κάνει να
νιώθουμε μόνοι, αλλά η αναγνώριση ότι όλοι βιώνουμε μια παρόμοια αγωνία μας
βγάζει από τη μοναξιά μας.
Η γνώση ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, από την Ταϊλάνδη μέχρι τη Νέα Υόρκη,
μοιράζεται τις ανησυχίες μας για το πώς και πού να χρησιμοποιήσουμε μια μάσκα
προσώπου, τον ασφαλέστερο τρόπο απολύμανσης των τροφίμων που αγοράσαμε από το
παντοπωλείο και για το αν πρέπει να αυτο-απομονωθούμε είναι μια σταθερή
υπενθύμιση ότι δεν είμαστε μόνοι. Μας δημιουργεί μια αίσθηση αλληλεγγύης. Δεν
ντρεπόμαστε πλέον για τον φόβο μας. Ανακαλύπτουμε μέσα σ’ αυτόν μια
ταπεινοφροσύνη που ενθαρρύνει την αμοιβαία κατανόηση.
«Ο φόβος προκαλεί δύο διακριτές σε μένα»
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τις εικόνες ανθρώπων που περιμένουν έξω από
τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του κόσμου, βλέπω ότι η υπόλοιπη ανθρωπότητα
μοιράζεται τον τρόμο μου και δεν αισθάνομαι μόνος. Συν τω χρόνω νιώθω λιγότερη ντροπή
για τον φόβο μου και ολοένα και περισσότερο τον αντιλαμβάνομαι ως μια απόλυτα
εύλογη αντίδραση.. Μου θυμίζει αυτό το ρητό για τις πανδημίες, ότι όσοι
φοβούνται ζουν περισσότερο.
Τελικά συνειδητοποιώ ότι ο
φόβος προκαλεί δύο διακριτές σε μένα, και ίσως σε όλους μας, αντιδράσεις.
Μερικές φορές με κάνει να αποτραβιέμαι στον εαυτό μου, προς τη μοναξιά και τη
σιωπή. Όμως άλλες φορές με διδάσκει να είμαι ταπεινός και να δείχνω αλληλεγγύη.
Άρχισα για πρώτη φορά να ονειρεύομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα για επιδημία
πριν από 30 χρόνια κι ακόμη και σ’ αυτό το αρχικό στάδιο εστίαζα στον φόβο του
θανάτου. Το 1561, ο συγγραφέας Ogier Ghiselin de Busbecq - πρεσβευτής της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία επί βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς -
δραπέτευσε από την πανούκλα στην Κωνσταντινούπολη καταφεύγοντας στην Πρίγκηπο,
το μεγαλύτερο από τα Πριγκηπόννησα νοτιοανατολικά της Κωνσταντινούπολης στη
Θάλασσα του Μαρμαρά. Παρατήρησε τα ανεπαρκώς αυστηρά μέτρα καραντίνας που
εφαρμόστηκαν στην Κωνσταντινούπολη καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Τούρκοι
ήταν “μοιρολάτρες” επειδή ήταν Μουσουλμάνοι.
Περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα ακόμη κι ο σοφός Ντεφόε έγραψε στο
μυθιστόρημά του για την επιδημία στο Λονδίνο ότι "Τούρκοι και Mωχαμετάνοι […] υποστήριζαν ιδέες περί πεπρωμένου κι ότι
το τέλος κάθε ανθρώπου είναι προκαθορισμένο”. Το μυθιστόρημά μου για την επιδημία έμελλε να με βοηθήσει να στοχαστώ
για την μουσουλμανική “μοιρολατρεία” στο πλαίσιο της εκκοσμίκευσης και του
νεωτερισμού.
Μοιρολάτρες ή όχι, από
ιστορικής απόψεως ήταν πάντα δυσκολότερο να πείσει κανείς Μουσουλμάνους να
ανεχθούν τα μέτρα καραντίνας στη διάρκεια μιας πανδημίας απ’ ό,τι Χριστιανούς,
ειδικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τις διαμαρτυρίες με εμπορικά κίνητρα που
είχαν την τάση να ξεσηκώνουν κατά της καραντίνας καταστηματάρχες και επαρχιακοί
πληθυσμοί όλων των θρησκευμάτων, ενέτειναν στις μουσουλμανικές κοινότητες
θέματα αναφορικά με την γυναικεία σεμνότητα και την οικιακή ιδιωτικότητα. Οι
μουσουλμανικές κοινότητες στις αρχές του 19ου αιώνα απαιτούσαν «Μουσουλμάνους
γιατρούς», επειδή την εποχή εκείνη οι περισσότεροι γιατροί ήταν Χριστιανοί,
ακόμη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από τη δεκαετία του 1850, καθώς
τα ταξίδια με ατμόπλοια γίνονταν φθηνότερα, οι προσκυνητές που ταξίδευαν στα
ιερά για τους Μουσουλμάνους εδάφη της Μέκκας και της Μεδίνας έγιναν οι πιο
παραγωγικοί στην υφήλιο φορείς μολυσματικών ασθενειών. Στις αρχές του 20ού
αιώνα, για να ελέγξουν τη ροή των προσκυνητών προς τη Μέκκα και τη Μεδίνα και
πίσω στις χώρες τους, οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα από τα κορυφαία γραφεία
καραντίνας στον κόσμο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Αυτές οι ιστορικές εξελίξεις
ήταν υπεύθυνες για τη διάδοση όχι μόνο της στερεοτυπικής ιδέας της
μουσουλμανικής “μοιρολατρίας”, αλλά και της προκατάληψης ότι αυτοί και οι άλλοι
λαοί της Ασίας ήταν τόσο οι δημιουργοί όσο και οι μοναδικοί φορείς μεταδοτικών
νοσημάτων.
«Θα πρέπει να ενστερνιστούμε και να καλλιεργήσουμε τα αισθήματα της
ταπεινότητας»
Όταν στο τέλος του «Έγκλημα και
Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος,
Ρασκόλνικοφ, ονειρεύεται μια επιδημία, μιλά μέσα στην ίδια λογοτεχνική
παράδοση: “Ονειρεύτηκε ότι ολόκληρος ο κόσμος καταδικάστηκε σε μια φοβερή, νέα,
παράξενη επιδημία που είχε έρθει στην Ευρώπη από τα βάθη της Ασίας. “
Σε χάρτες του 17ου και του 18ου
αιώνα ο Δούναβης χάραζε τα πολιτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου
θεωρείτο ότι ξεκινούσε ο κόσμος πέρα από τη Δύση. Αλλά το πολιτιστικό και
ανθρωπολογικό σύνορο μεταξύ των δύο κόσμων σηματοδοτούσε η πανούκλα και το
γεγονός ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κανείς απ’ αυτήν ήταν πολύ υψηλότερη
ανατολικά του Δούναβη. Όλα αυτά ενίσχυαν όχι μόνο την ιδέα της έμφυτης
μοιρολατρίας που τόσο συχνά αποδίδεται στους πολιτισμούς της Ανατολής και της
Ασίας, αλλά και την προκατάληψη ότι οι πανούκλες και άλλες επιδημίες
προέρχονταν πάντα από τις πιο σκοτεινές εσοχές της Ανατολής.
Ωστόσο, στη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας του κορωνοϊού η τουρκική
κυβέρνηση υιοθέτησε μια κοσμική προσέγγιση απαγορεύοντας τις κηδείες για όσους
έχουν πεθάνει από την ασθένεια και λαμβάνοντας την ξεκάθαρη απόφαση να μένουν
κλειστά τα τεμένη τις Παρασκευές, όταν συνήθως συγκεντρώνονταν οι πιστοί σε
μεγάλες ομάδες για τις σημαντικότερες προσευχές της εβδομάδας. Οι Τούρκοι δεν
αντιτάχθηκαν σε αυτά τα μέτρα. Όσο μεγάλος κι αν είναι ο φόβος μας, κουβαλά
επίσης σοφία και υπομονή.
Για να αναδυθεί ένας καλύτερος κόσμος μετά από αυτήν την πανδημία, θα
πρέπει να ενστερνιστούμε και να καλλιεργήσουμε τα αισθήματα της ταπεινότητας
και της αλληλεγγύης που γεννά αυτή η συγκυρία».
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου