Ο κοσμήτορας του Πανεπιστημίου του
Σίδνεϊ και καθηγητής Ελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών Βρασίδας Καραλής
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ. ΕΤΣΙ ΕΙΧΕ
ΑΠΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟ ΣΙΔΝΕΪ, χρόνια πριν, ο Μανόλης Λάσκαρης και μόλις τώρα ανακάλυψα
τι εννοούσε. Μια πόλη γεμάτη νέους που θεωρούν πως όσοι έχουν περάσει τα 30 δεν
πρέπει να ζουν σε αυτόν τον πλανήτη, έρημη, σιωπηλή και σχεδόν εγκαταλελειμμένη.
Το πανεπιστήμιο όπου εργάζομαι για περίπου τριάντα χρόνια είναι χωρίς φοιτητές,
οι βιβλιοθήκες κλειστές, τα μπαράκια σφραγισμένα, οι αίθουσες αφώτιστες και
κλειδωμένες.
Βγήκα προχτές από την απομόνωση μετά από
σχεδόν τρεις εβδομάδες, να πάω στο φαρμακείο, και πέρασα από το κεντρικό
γοτθικό κτίριο που με κοιτούσε αγέλαστο και κατάκλειστο. Δεν υπήρχε κίνηση
πουθενά και το οξφορδιανό κτίσμα έστεκε άδειο, χωρίς τον φοιτητόκοσμο που
γέμιζε τον χώρο με τη βουή και την ανεμελιά του.
Ξαφνιάστηκα. Για πρώτη φορά γύρω μου πουλιά
περπατούσαν, δεν πετούσαν, χωρίς φόβο, και καθώς ύψωσα τα μάτια μου είδα
αμέτρητα χαριτωμένα πόσουμ να πηδάνε από δέντρο σε δέντρο. Κουκαμπάρες, μάινες
και καρακάξες ούρλιαζαν με αγαλλίαση, χωρίς καμιά ανθρώπινη φωνή να απαντάει. Η
φύση επέβαλε την κυριαρχία της και πάλι. Παράδοξη γαλήνη και ακινησία είχαν
κατακτήσει τον χώρο. Καθώς περπατούσα προς το σπίτι, στον δρόμο πρόσεξα αφημένα
στο πεζοδρόμιο DVD με παλιές ταινίες. «Get over loneliness with movies» έλεγε ένα χειρόγραφο σημείωμα.
Άπλωσα το χέρι μου να διαλέξω και να πάρω μερικά, όταν μια δυνατή φωνή
ακούστηκε πίσω μου: «Don't touch them; they might be contaminated». Γύρισα, αλλά δεν είδα
κανέναν. Πόσο σκοτάδι βγάζει αυτή η σιωπή, σκέφτηκα, αλλά ίσως η σκέψη να μην
ήταν δική μου.
Θυμήθηκα μια παλιά ταινία, τον
«Τελευταίο άνθρωπο στη γη» με τον Βίνσεντ Πράις. Σε μια Ρώμη νεκρή, σαν πίνακα
του Piranesi, χωρίς ανθρώπους, κίνηση
και θόρυβο. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα με ενοχλούσε τόσο πολύ η έλλειψη
θορύβων, ήχων και φωνών. Και όμως, μετά από δύο εβδομάδες η σιωπή έχει μπει
στον νου μου τόσο πολύ, ώστε κάθε φορά που γυρνάω σπίτι δεν ανοίγω την
τηλεόραση πλέον. Δεν αντέχω τις επίπλαστες φωνές των παρουσιαστών, όλη την
ψεύτικη ένταση, το βεβιασμένο και ανούσιο αστείο. Μόνο στο ραδιόφωνο ακούω
μουσική, προκλασική πάντα, της σχολής Mάνχαϊμ, Στάμιτς, Ρίχτερ και Μπεκ, ύστερα Γιόχαν
Σεμπάστιαν Μπαχ και μερικές φορές τα κονσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ, ιδιαίτερα
τον αριθμό 23, για τον θάνατο του πατέρα του, αυτό που ηχογράφησε η Μαρία
Γιουντίνα και αποτελείωσε τον Στάλιν.
Όταν βγαίνω να αγοράσω φαγητό, τα
παιδιά που κάνουν κατ' οίκον διανομή μου λένε: «Αφήστε, κύριε, να σας τα φέρουμε
εμείς. Χρειαζόμαστε τη δουλειά». Πώς να αφήσεις ένα κοινωνικό πρόβλημα να γίνει
σκηνή θεατρική της δικής σου ευπορίας; Προχτές, και εννοώ την Τρίτη, 7
Απριλίου, στις δύο και μισή το μεσημέρι συνάντησα έναν φοιτητή μου στο σούπερ
μάρκετ. «Μήπως μπορείτε να μου αγοράσετε τον καφέ, γιατί δεν έχω δουλέψει για
δύο εβδομάδες και δεν βγαίνω;». Αγοράζω τον καφέ και μου λέει: «Μην έρχεστε
πολύ κοντά όμως. Θα σας πειράξει να απολυμάνω τον καφέ που αγοράσατε;». Αυτό
είναι αυθεντικός Αλμπέρ Καμί, του απαντώ. Γίναμε χαρακτήρες της φαντασίας του.
Παράλογοι και αναπόφευκτοι.
Κάποιες φορές τηλεφωνούν φίλοι ή
καλούν στον κομπιούτερ και αρχίζουμε να μιλάμε, αν και είναι φανερό ότι
συζητάμε πλέον με δυσκολία. Η ανόητη φλυαρία που διατηρούσε τις ανθρώπινες
σχέσεις ζωντανές μέχρι και πριν από τρεις εβδομάδες έχει εξαφανιστεί σχεδόν.
Ανακαλύπτω ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει λιγομίλητοι, διακριτικοί και αποφεύγουν
να συζητούν όσο παλιά. Φόβος θανάτου, μου έλεγε ένας συνάδελφος. Δεν
φανταζόμουνα ποτέ ότι εγώ, ένας μαρξιστής, θα ένιωθα φόβο θανάτου, συμπλήρωνε.
Στο μεταξύ, τα δύσκολα της ζωής
συνεχίζονται. Μία φορά την εβδομάδα πηγαίνω τον φίλο μου Ρόμπερτ στο νοσοκομείο
για να κάνει χημειοθεραπεία. Τον φέρνω σπίτι και μετά σιωπή. Δεν συζητάμε.
Νιώθει ζάλη, ναυτία και εξάντληση. Φαντάσου να έχεις λευχαιμία σε μια εποχή
πανδημίας, όταν οι άνθρωποι φοβούνται να φταρνιστούν ή να βήξουν. Από την άλλη,
πρέπει κι εγώ να απολυμαίνομαι συνέχεια. Το ανοσοποιητικό του σύστημα έχει
καταρρεύσει σχεδόν. Η δική μου υγεία ίσως να είναι μοιραία για έναν ευπαθή και
ευάλωτο άρρωστο. «Αγόρασες αντισηπτικά;» με ρωτάει. «Ναι» απαντάω. «Γάντια;»
«Ναι». «Μάσκες;» «Ναι». «Χαρτιά τουαλέτας;» «Τι παθαίνετε εσείς οι Αγγλοσάξονες
με τα χαρτιά τουαλέτας» απορώ και εξίσταμαι.
Την Τετάρτη είχε βρέξει και μια παχιά
ομίχλη είχε καλύψει το νοσοκομείο. Και καθώς περίμενα, έβλεπα σειρές ανθρώπων
να μπαίνουν και να βγαίνουν στην ομίχλη, φορώντας πολύχρωμες μάσκες, μπλε
πλαστικές φόρμες και κίτρινα γάντια: «Θεέ μου» μονολόγησα, «καθαρός
Αγγελόπουλος». «Πάνε να κάνουν εξετάσεις για τον ιό στο υπόγειο» μου ψιθύρισε
μια νοσοκόμα.
Κάποια στιγμή δεν ξέρω πώς μου έρχεται, αλλά,
να, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το ελέγξω, χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω,
μια προσευχή βγαίνει από τον νου μου, που την ακούει μόνο το έσω ους και
κανένας άλλος. Δεν ήξερα ότι μπορούσα να προσεύχομαι ακόμα. Αλλά τόσος θόρυβος
γύρω, τόση ταραχή, δεν έχουμε καιρό να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να
αναλογιστούμε τι θέλουμε, τι κάνουμε, τι πραγματικά ζητάμε. Διάβασα ένα βιβλίο
του Ρότζερ Σκρούτον πρόσφατα που έλεγε ότι δεν μπορούμε να διδάξουμε πλέον τη
νέα γενιά Μπαχ γιατί υπάρχει πολύς θόρυβος στο μυαλό τους. Σωστό. Η απομόνωση
δημιουργεί τη θουκυδίδεια αθυμία, μια γενικευμένη παράλυση των δημιουργικών
ορμών, μια παραίτηση από την ένταση των ενθουσιασμών και των αναζητήσεων.
Στο μεταξύ, το ασυνείδητο δουλεύει
ακαταπαύστως. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, καθώς περπατούσα την έρημη αγαπημένη
πολιτεία, θυμόμουνα στίχους παλιούς από τα ακριτικά τραγούδια που μαθαίναμε στο
πανεπιστήμιο: «Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,/ συχάσατε, καθίσατε
κι εγώ σας αφηγιέμαι./ Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,/ που εκεί
συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,/ παρά πενήντα κι εκατό και
πάλι φόβον έχουν,/ κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος». Τι στίχος κι
αυτός! Συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν ‒ αυτή η κατάσταση στο
κέντρο μιας πόλης τεσσάρων εκατομμυρίων, με όλες τις τεχνολογικές ανέσεις και
τις διευκολύνσεις της νεωτερικότητας. Μόνοι και μοναχικοί, μπορεί να έχουν
πληθυντικό αυτές οι λέξεις;
Η μοναξιά καθενός έχει τις δικές της
φωνές και εικόνες. Η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου άδεια. Η λεωφόρος Παραμάτα
νεκρή. Μόνο λεωφορεία περνάνε πλέον, χωρίς επιβάτες, με τους οδηγούς πίσω από
ένα προστατευτικό πλαστικό παραβάν. Χτες έκλεισε επ' αόριστον και το κεντρικό
βιβλιοπωλείο στο Γκλιμπ. Περνάω απέξω και σαν ζόμπι προσπαθώ να μυρίσω τα
τυπωμένα βιβλία στις κλειδωμένες βιτρίνες. «You are sick, Vras, really sick» μου έλεγε ένας φίλος
και αυτό το αφήνω αμετάφραστο.
Τον καιρό της απομόνωσης στο Σίδνεϊ ακούω Μπαχ
και ρεμπέτικα του Πειραιά, διαβάζω Βοκάκιο και Σολωμό, βλέπω Μπέργκμαν και
ταινίες τρόμου και σκέφτομαι τι θα μείνει όταν τελειώσουν όλα αυτά τα έκτακτα
μέτρα. Θα μπορέσω και πάλι να προσευχηθώ; Θα θυμηθώ και πάλι ξεχασμένους
στίχους; Θα νοσταλγήσω τις τετριμμένες ρουτίνες της καθημερινότητάς μου; Τον
καιρό της σιωπής ο νους ανασύρει από τη λήθη σωστικές λεπτομέρειες, τα λόγια
που κάποιος κάποτε είπε, κόλλησαν στο μυαλό μας, αλλά ανεβαίνουν στη γλώσσα
όταν όλοι οι θόρυβοι έχουν σταματήσει. Όλα, βέβαια, δοκιμάζουν την ικανότητά
μας να μένουμε ακίνητοι, τη δυνατότητά μας να εκτιμούμε την ακινησία σε εποχές
που όλα τρέχουν, ρέουν και δεν γαληνεύουν.
ΛΟΙΠΟΝ, ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ το Σίδνεϊ ήσυχο
και αθόρυβο. Θέλω την τρέλα και τη βλακεία της νιότης, τους τσακωμούς με τους
προϊσταμένους μου πρόσωπο με πρόσωπο, τις συνωμοσιολογίες της ελληνικής
παροικίας, την ανθρώπινη μυρωδιά, την υπερκινητικότητα, την παράνοια. Οι
Αγγλοσάξονες φοβούνται τη σιωπή. Κατηγορούν εμάς, τους Μεσογειακούς, ότι μιλάμε
πολύ. Αλλά μετά από τόσα χρόνια ανάμεσά τους ξέρουν ότι ξέρω πως αυτό δεν
αληθεύει. Όπως έλεγε ο
Patrick White: «Εverybody talks but nothing is said». Φοβάμαι ωστόσο τις
γενικεύσεις: καθένας μας δρα και αντιδρά κατά το φυσικό του, τις παρακρούσεις
του και κατά το δοκούν.
Εμένα μου δόθηκε μία μοναδική ευκαιρία να
μετουσιώσω τον χρόνο σε καιρό: σιώπησα, συλλογίστηκα, πήρα μια βαθιά ανάσα.
Ενός εστί χρεία και τυρβάζοντας περί πολλά έχασα την ψυχή μου, που έλεγε και ο
Σεφέρης. Να δούμε τι τελικά θα αναδυθεί από αυτές τις σαράντα μέρες στη
μητρόπολη της μοναξιάς στο Σίδνεϊ, που όλοι νομίζουν μια πόλη τρέλας και
ηδονισμού, αλλά είναι ένας τόπος ψυχομνησίας, που καταβροχθίζεται από βαθιά
τραγικότητα, αλλά ακόμα δεν έχει βρει τον ρυθμοποιό της. Έπρεπε να σταματήσουν
ο κρότος και ο ορυμαγδός για να μπορέσω να δω τον ταπεινό αγώνα τόσων ανθρώπων
να δώσουν ρυθμό και ταχύτητα στην οντολογική φιλία που έχτισε μια τέτοια μεγάλη
πόλη, το καταφύγιο τόσων αποσυνάγωγων. Η απομόνωση έγινε μεγεθυντικός φακός
αυτού που έχουμε και δεν εκτιμούμε.
Αλλά ο παράδοξος στίχος επιστρέφει
αδυσώπητος: «εδώ συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν». Θλίβομαι,
κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι τη διεγερτική και τραυματική ευφορία του
πολυάνθρωπου χάους, που θα μας συναντήσει εκκωφαντική και πάλι, όταν αυτοί οι
στοχασμοί ξεχαστούν, όταν ο ιός αποσυρθεί σε κάποια απόμακρη αγορά εξωτικών
εδεσμάτων, περιμένοντας και προετοιμάζοντας την επόμενη εμφάνισή του. Μέχρι
τότε, βυθισμένοι στους εσωτερικούς μας χώρους, ίσως μάθουμε να διακρίνουμε τα
πράγματα από τις σκιές τους, που θα είναι και το μέγιστο μάθημα αυτής της
ευκαταστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου