e.e.cummings: Η αγωνία του Καλλιτέχνη (με «Κ»
κεφαλαίο)
Παραλλαγές πάνω στο δικαίως διάσημο παλαιό ελληνικό θέμα
«Γνώθι σαυτόν». Ο Βασίλης Κιμούλης μεταφράζει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του
ποιητή e.e.cummings, στο Vanity Fair, Απρίλιος 1927
Τριών ειδών καλλιτέχνες φαίνεται ότι υπάρχουν σήμερα στην
Αμερική. Πρώτα, έχουμε τους
υπερ-πετυχημένους καλλιτέχνες, στους οποίους συγκαταλέγονται δύο εξίσου
υποκριτικές ομάδες: οι «εμπορικοί» καλλιτέχνες οι οποίοι κατασκευάζουν
ζωγραφιές σχεδόν αμύθητης αξίας στην υπηρεσία της διαφήμισης και οι
«πορτρετίστες της μόδας» που λαμβάνουν υπέρογκα ποσά προκειμένου να παραστήσουν
πλούσια τα ελέη κακάσχημα πλουσίων γυναικών. Ελάχιστοι, φυσικά, καταφέρνουν
να ανέλθουν στα ύψη της εμπορικής ή της μοδάτης τέχνης. Έπειτα, έχουμε μυριάδες ακαδημαϊκούς – απαθείς, βαρετοί, τετριμμένοι, ο
πιο μεγαλόπνοος στόχος τους είναι να κάνουν κάτι που να «είναι ολόιδιο» με κάτι
άλλο και ικανοποιούνται ιδιαιτέρως στο μέτρο που τους απονέμεται το ακίνδυνο
αυτό προνόμιο. Και τέλος, υπάρχει και το είδος που ορθώς ορίζεται ως
Καλλιτέχνης (με «Κ» κεφαλαίο) και το οποίο διαφέρει ριζικά από τον
υπερ-πετυχημένο και τον ακαδημαϊκό τύπο. Αφενός, αυτός ο Καλλιτέχνης σου
ουδεμία σχέση έχει με την επιτυχία, καθώς
ύψιστο καθήκον του δεν είναι να διαιωνίσει τον κεκοσμημένο λαιμό της Κας
Απαυτούλας ούτε να καταπολεμήσει την πιτυρίδα. Αφετέρου, καμία ομοιότητα
δεν φέρει με τον ατάραχο ακαδημαϊκό – γιατί ο Καλλιτέχνης σου δεν είναι
ατάραχος˙ είναι βουτηγμένος στην αγωνία.
Οι περισσότεροι άνθρωποι απλώς
αποδέχονται την αγωνία του Καλλιτέχνη όπως αποδέχονται την εξέλιξη. Οι
υπόλοιποι οδηγούνται στην υπόθεση ότι σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών συν
«ταπεραμέντο» –ή μια έφεση προς την αγωνία– είναι ό,τι χρειάζεται για να γίνει
κανείς Καλλιτέχνης. Με άλλα λόγια, Καλλιτέχνης θεωρείται ένας τύπος
ακομπλεξάριστου ακαδημαϊκού˙ ένας μη-εμπορικός, αντισυμβατικός ζωγράφος που,
αντί να παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, πάσχει από την τάση του να φέρει τα
πάνω κάτω και την ακραία ευαισθησία του απέναντι στην αδικία. Μπορεί αυτό να
είναι αλήθεια; Αν όχι, τι κάνει κάποιον Καλλιτέχνη και σε τι συνίσταται η
αγωνία του Καλλιτέχνη;
Ας υποθέσουμε, ευγενικέ αναγνώστη,
ότι εσύ κι εγώ έχουμε αποφασίσει να γίνουμε Καλλιτέχνες. Φυσικά, μια τέτοια απόφαση δεν υπονοεί αναγκαστικά κάποια καλλιτεχνική
προδιάθεση από τη μεριά μας. Ακριβώς το αντίθετο. Μπορεί εσύ πάντα να θαύμαζες
κρυφά τον καημένο τον θείο Χένρι, που ενώ ξαφνικά μια μέρα απείλησε να γίνει
Καλλιτέχνης με «Κ» κεφαλαίο, απ’ το πολύ ποτό κατέληξε άθελά του στην κάσα – με
πεζό «κ»˙ είτε στην περίπτωσή μου, κάποιος για τον οποίο έτρεφα μια ιδιαίτερη
αντιπάθεια, μπορεί να πασπάτευε τις παιδικές μου μπούκλες και να προφήτευε πως
όταν μεγαλώσω θα γίνω διευθυντής τραπέζης˙ είτε πάλι μπορεί κι οι δυο μας στο
παρελθόν να είχαμε αποφασίσει να γίνουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από Καλλιτέχνες,
και στην πράξη να μην γίναμε απολύτως τίποτα, ούτως ή άλλως. Με λίγα λόγια,
ένας άνθρωπος μπορεί να αποφασίσει να γίνει Καλλιτέχνης για αμέτρητους λόγους
βαρύνουσας ψυχολογικής σημασίας˙ αυτό
που μας ενδιαφέρει όμως είναι τα αποτελέσματα, όχι οι αιτίες της απόφασής μας
να γίνουμε Καλλιτέχνες.
Πώς προχωράμε λοιπόν, έχοντας πάρει
τούτη την κοσμοϊστορική απόφαση; Προφανώς πρέπει να πάμε στη Σχολή Καλών
Τεχνών. Δεν θα πρέπει, επιπλέον, να σπουδάσουμε την Τέχνη, όπως κανείς γίνεται
ηλεκτρολόγος ή υδραυλικός; Βέβαια, άλλο πράγμα η Τέχνη κι άλλο τα ηλεκτρολογικά
ή τα υδραυλικά, με την έννοια ότι καθένας μπορεί να γίνει ηλεκτρολόγος ή
υδραυλικός, ενώ μόνο οι άνθρωποι με ταπεραμέντο μπορούν να γίνουν Καλλιτέχνες. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που
ακόμη κι όσοι έχουν ταπεραμέντο πρέπει να μάθουν προτού γίνουν Καλλιτέχνες κι
αυτά είναι τα μυστικά που αποκαλύπτονται στη Σχολή Καλών Τεχνών (πώς να
ζωγραφίζεις σωστά ένα τοπίο, πώς να φτιάχνεις ένα πιστό πορτρέτο, ποια χρώματα
να αναμιγνύεις μεταξύ τους, κλπ.). Μόνο όταν ένας άνθρωπος με ταπεραμέντο
φτάσει να ελέγχει απόλυτα αυτές τις ανεκτίμητες πληροφορίες, μπορεί να αρχίσει
να δημιουργεί με την αξία του. Εάν εσύ κι εγώ, αναγνώστη, δεν αφομοιώσουμε
αυτές τις βασικές αρχές, ποτέ δεν θα γίνουμε Καλλιτέχνες, όσο ταπεραμέντο κι αν
διαθέτουμε. Μπορεί να πασχίζω ξανά και ξανά να ζωγραφίσω το όρος Μόναντνοκ στο
βάθος του ορίζοντα κι εσύ να πασχίζεις ξανά και ξανά να φτιάξεις το πορτρέτο
της θείας Λούσυ τόσο ζωντανό σαν να πετιέται η μύτη της έξω απ’ το έργο, αλλά
μάταια, γιατί κανείς απ’ τους δυο μας δεν σκαμπάζει από τους αιώνιους νόμους
της χρωματικής αξίας και της προοπτικής. Εμπρός, λοιπόν, το γρηγορότερο για τη
Σχολή Καλών Τεχνών.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών θα μάθουμε
ό,τι μπορεί κανείς να μάθει περί Τέχνης (κι ακόμη παραπάνω) από τον καταξιωμένο
κο Ω, που χρημάτισε μαθητής του μεγάλου κου Ψ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κος
Ω ζωγραφίζει ακριβώς όπως ο μεγάλος Ψ. Κάθε άλλο. Κατά πρώτον, ο κος Ω δεν θα
ήταν σε θέση και να προσπαθούσε. Κατά δεύτερον, ο κος Ω ανέπτυξε το προσωπικό
του πρωτότυπο στυλ, όπως οφείλει να κάνει κάθε Καλλιτέχνης που σέβεται τον
τίτλο του. Πάρε για παράδειγμα, τον ίδιο τον μεγάλο Ψ. Σπούδασε κατά καιρούς
στους Χ, Φ και Υ, και δεν κατόρθωσε να ελέγξει πλέρια τις τεράστιες προσωπικές
δυνάμεις του παρά μόνο λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του. Επιπλέον, οι Χ, Φ και
Υ, προτού γίνουν οι διάσημοι δάσκαλοι που υπήρξαν, μαθήτευσαν ταπεινά στους Τ,
Σ και Ρ, οι οποίοι τους δίδαξαν την τεχνική των κολοσσιαίων μεγαλοφυιών Π και
Ο, εκ των οποίων ο πρώτος ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Ξ, ενώ ο δεύτερος ξεπέρασε
ακόμη και τον δάσκαλό του Ν. Επομένως, η δήλωσή μας πως στη Σχολή Καλών Τεχνών
σπουδάζουμε με τον κο Ω είναι κατάφωρα εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, δεν
σπουδάζουμε καθόλου με τον κο Ω. Στην πραγματικότητα, σπουδάζουμε μέσω του κου
Ω με τον μεγάλο Ψ και μέσω αυτού με τους επιφανείς Χ, Φ και Υ, και μέσω αυτών
με τους ένδοξους Τ, Σ και Ρ, και μέσω αυτών με τους πανίσχυρους Π και Ο, με και
μέσω αυτών με εκείνους τους αχαλίνωτες γίγαντες της Νέας Αναγέννησης, τους Ξ
και Ν. Μοιάζει υπερβολικά θαυμάσιο για να
’ναι αληθινό, έτσι δεν είναι;
Χάρη σε όλες αυτές τις μεγαλειώδεις
τεχνικές, και η δική μας τεχνική βελτιώνεται σε εντυπωσιακό βαθμό. Το όρος
Μόναντνοκ και η μύτη της θείας Λούσυ δεν μας φοβίζουν πια. Το πρώτο, αρκούν
δυο-τρεις έμπειρες πινελιές μου για να υποχωρήσει υπάκουα κατά πέντε μίλια στην
υποκειμενική ματιά του παρατηρητή. Η δεύτερη, με μερικές φωτισμένες μολυβιές
σου, ξεπετάγεται ανάγλυφη. Ο κος Ω λάμπει από ικανοποίηση κι εμείς αποφοιτούμε summa cum laude από τη Σχολή Καλών
Τεχνών. Εάν εσύ κι εγώ δεν είχαμε ταπεραμέντο, τώρα πια θα καταντούσαμε σαν
τους συνήθεις βαρετούς ακαδημαϊκούς. Επειδή όμως διαθέτουμε ταπεραμέντο,
περιφρονούμε τις κάθε λογής ακαδημαϊκούρες για να ριχτούμε με τα μούτρα στον
κόσμο, πρόθυμοι να υποφέρουμε – πρόθυμοι, μέσ’ από την αγωνία, να γίνουμε
Καλλιτέχνες και «Κ» κεφαλαίο. Το επόμενο
πρόβλημά μας τώρα είναι να βρεθεί η απαραίτητη αγωνία. Πού θα την βρούμε,
ευγενικέ αναγνώστη;
Και απαντάς: Η αγωνία έγκειται στο
γεγονός ότι δεν έχουμε καμιά πιθανότητα να αναγνωριστεί η Τέχνη μας – παρόλο
που η Αμερική όλο για Τέχνη μιλάει και οι Αμερικανοί εκατομμυριούχοι αγοράζουν
κάθε χρόνο περισσότερη Τέχνη απ’ ό,τι όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα μαζί – επειδή για τους Πετρελαιολιγάρχες μας, τους
Φιστικοπρίγκιπες, τους Σαπουνοσουλτάνους και τους άλλους Μέδικους, «αυθεντική
σαλονάτη» Τέχνη είναι η ξένη Τέχνη. Και η πιο «αυθεντική σαλονάτη» Τέχνη,
αυτή που φέρνει και τα περισσότερα δολάρια, είναι νεκρή και εισαγόμενη˙ αλλά
(κι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαβολική εκλέπτυνση της αγωνίας) μερικοί πιο
ευέλικτοι Αμερικανοί πολυεκατομμυριούχοι αρχίζουν να αγοράζουν έργα ζωντανών
Ευρωπαίων ζωγράφων. Ένας Τσιχλοβασιλιάς,
για παράδειγμα, που παλαιότερα δεν του άρεσε κανείς πέρα απ’ τον Ρέμπραντ και
τον Βελάσκεθ, μπορεί να την πατήσει με κάνα δυο Σκεγκονζάκ ή με έναν Ματίς,
έναν Πικάσο, ακόμη και με κάνα Ντερέν. Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί πάτρωνες
της Τέχνης (ή πιο σωστά, οι ειδήμονες που επιλέγουν για τους πάτρωνες και οι
γκαλερί που κάνουν τις αγοραπωλησίες για λογαριασμό τους) μποϊκοτάρουν την Art américain. Όχι μόνο παρατηρείται
μια παντελής έλλειψη επιθυμίας να γευτούν το
εγχώριο προϊόν, αλλά κι από τη στιγμή
που κάποιος Καλλιτέχνης κρίνεται ένοχος καταγωγής από την πλουσιότερη χώρα του
κόσμου, οφείλει να διαλέξει μεταξύ της πνευματικής εκπόρνευσης και της
σωματικής ασιτίας. Τι τερατώδης αδικία!
Περίμενε όμως λίγο, αναγνώστη. Είναι
ανόητο εκ μέρους όλων αυτών των πλούσιων συμπατριωτών μας να περιβάλλονται από
πίνακες που πιθανότατα δεν μπορούν να εκτιμήσουν ούτε να τους χαρούν
πραγματικά. Ωστόσο κι εμείς τι κάναμε για να αξίζουμε την εκτίμηση των
σύγχρονων Μέδικων ειδικότερα ή (πράγμα απείρως σημαντικότερο) της ανθρωπότητας
γενικότερα; Θα μου πεις ότι αποφασίσαμε, για τον έναν ή άλλο λόγο, να γίνουμε
Καλλιτέχνες˙ πως σπουδάσαμε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου μάθαμε ό,τι μπορεί
κανείς να μάθει για την Τέχνη (κι ακόμη παραπάνω) μέσω του κου Ω˙ πως έχοντας
θριαμβεύσει στη χρωματική αξία και την προοπτική σε βαθμό που οι πλαγιές του
Μόναντνοκ οπισθοχώρησαν και τα ρουθούνια της θείας Λούσυ στάθηκαν σούζα,
αριστεύσαμε στη Σχολή Καλών Τεχνών˙ πως, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, θα
έπρεπε να μας ενθαρρύνουν να σταθούμε στα πόδια μας και να δημιουργήσουμε, αντί
να μας κολλάνε στον τοίχο οι ξένοι ανταγωνιστές.
Καλά όλα αυτά, αλλά φαντάσου έναν
πίνακα που αγοράστηκε για ένα ξεροκόμματο και είναι το έργο (ή καλύτερα, το
παιχνίδι) κάποιου αγράμματου χωριάτη ο οποίος δεν έχει ιδέα από αξία και
προοπτική. Πώς θα αξιολογούσες αυτό το ανώνυμο πραματάκι; Είναι ωραίο; Ναι, θα
πεις, χωρίς αμφιβολία είναι ωραίο. Είναι Τέχνη; Πρόκειται για πρωτόγονη,
ενστικτώδη ή απολίτιστη Τέχνη, απαντάς. Ως «απολίτιστη», η Τέχνη αυτού του
ανώνυμου ζωγράφου είναι απείρως κατώτερη από την πολιτισμένη Τέχνη ζωγράφων
όπως εμείς οι δυο, έτσι δεν είναι; Τώρα, ενίστασαι: Η πρωτόγονη Τέχνη δεν
μπορεί να κριθεί με τα ίδια στάνταρ όπως η πολιτισμένη Τέχνη. Μα για πες μου,
εσύ που έχεις αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών, πώς είναι δυνατό να μην
νιώθεις παρά περιφρόνηση για μια τέτοια παιδιάστικη μουντζούρα; Ενίστασαι και
πάλι: Αυτό το πρωτόγονο σχέδιο διαθέτει
έναν εγγενή ρυθμό, μια δική του ζωή, επομένως είναι Τέχνη.
Σωστά, ευγενικέ αναγνώστη! Είναι Τέχνη επειδή είναι ζωντανό. Κι
αυτό αποδεικνύει ότι αν πράγματι θέλουμε, εσύ κι εγώ, να δημιουργήσουμε κάτι
της προκοπής, μόνο με το σήμερα πρέπει να δημιουργήσουμε, κι ας πάνε όλες οι
Σχολές Καλών Τεχνών και οι Μέδικοι να κρεμαστούν με το σκοινί του χτες. Και μας
καταδεικνύει ότι ήταν μεγάλο λάθος μας να προσπαθούμε να διδαχθούμε την Τέχνη,
αφού ό,τι είναι πραγματικά αληθινό στην Τέχνη δεν διδάσκεται. Αντίθετα, ο Καλλιτέχνης δεν κάνει τίποτα
άλλο παρά να ξεμαθαίνει ό,τι έμαθε, προκειμένου να μάθει τον εαυτό του˙ και η
αγωνία του Καλλιτέχνη δεν πηγάζει από την αποτυχία του κόσμου να τον ανακαλύψει
και να αναγνωρίσει την αξία του, αλλά από τον προσωπικό του αγώνα να
ανακαλύψει, να εκτιμήσει και τελικά, να εκφράσει τον εαυτό του. Κοίταξε μέσα
σου, αναγνώστη, γιατί αν υπάρχει καθόλου Τέχνη, μονάχα εκεί θα τη βρεις.
Σ’ αυτό το σημείο, διαμαρτύρεσαι
έντονα: Μα πες ότι ακολουθώ αυτή την παράξενη συμβουλή σου, κι ας υποθέσουμε
ότι ψάχνω μέσα μου κι ότι τελικά δεν βρίσκω την Τέχνη. Τι γίνεται τότε; Μήπως
θα πεις ότι θα πρέπει να εγκαταλείψω για πάντα την ελπίδα μου να γίνω
Καλλιτέχνης;
Φυσικά! Τέχνη δεν είναι κάτι που είτε αποκτάς είτε όχι, αλλά κάτι που είτε δεν
είσαι είτε είσαι. Κι αν η εξαντλητική μελέτη του εαυτού σου αποτύχει να φέρει
στο φως αυτό το κάτι, να είσαι βέβαιος πως όση προσπάθεια κι αν καταβάλλεις,
ακαδημαϊκή ή άλλη, δεν πρόκειται να το βάλεις στη ζωή σου. Αν όμως, ευγενικέ
αναγνώστη, είσαι αυτό το κάτι, τότε καμιά προκατάληψη ή παρεξήγηση δεν είναι
ικανή να σε εμποδίσει να γίνεις Καλλιτέχνης. Βέβαια, δεν πρόκειται να
γνωρίσεις την «επιτυχία», αλλά θα γευτείς κάτι που είναι χίλιες φορές πιο γλυκό
από την «επιτυχία». Και στο τέλος, όταν κι ο τελευταίος Βελάσκεθ θα έχει
πουληθεί στον πιο τρανό Βουτυροβαρόνο απ’ όλους, εσύ θα έχεις καταλάβει πως δεν
σημαίνει τίποτα «να γίνεις Καλλιτέχνης»˙ ενώ
να είσαι ζωντανός και να γίνεις ο εαυτός σου, σημαίνει τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου