Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Πέπλος» του Μίλαν Κούντερα, Εστία (2005), επισημαίνεται εύστοχα η πρωτοκαθεδρία
των μεγάλων εθνών, που επιβάλουν με την κυρίαρχη γλώσσα τους, ευκολότερα τους σπουδαίους
συγγραφείς τους. Είναι εμφανώς πιο δύσκολο να επιβληθεί σε διεθνή κλίμακα ένας συγγραφέας
από μια μικρή χώρα, που μιλιέται μια γλώσσα από μερικά μόνο εκατομμύρια
ανθρώπων. Η ανεπανόρθωτη αυτή ανισότητα μπορεί να έχει λίγο αμβλυνθεί στις μέρες
μας, καθώς μεταφράζονται πολλοί περισσότεροι συγγραφείς, από μικρές χώρες, που
γράφουν στην εθνική τους γλώσσα, αλλά δε παύει γενικά να ισχύει. Η αρχή του
κειμένου με τη συνθήκη του Μονάχου είναι πια πνευματώδης διαπίστωση για την διαπραγματευτική
ικανότητα μικρών εθνών, τραγικά επίκαιρη στις μέρες μας με τις συριζέικες
διαπραγματεύσεις.
Το όνομα του Μονάχου έγινε
σύμβολο της συνθηκολόγησης με τον Χίτλερ. Ας γίνω όμως περισσότερο
συγκεκριμένος: στο Μόναχο, το φθινόπωρο του 1938, οι τέσσερις μεγάλοι, η
Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, διαπραγματεύθηκαν τις τύχες
μιας μικρής χώρας στην οποία αρνήθηκαν ακόμα και το δικαίωμα του λόγου. Σ’ ένα δωμάτιο παραδίπλα οι δύο Τσέχοι
διπλωμάτες περίμεναν όλη νύχτα, για να τους οδηγήσουν το πρωί, μέσα από ατελείωτους
διαδρόμους, σε μια αίθουσα που ο Τσάμπερλαιν και ο Νταλαντιέ, κουρασμένοι,
μπλαζέ, και μες στα χασμουρητά, τους ανακοίνωσαν τη θανατική καταδίκη.
«Μια μακρινή χώρα για την οποία
ξέρουμε ελάχιστα (a far away country of which we know little).
Ήταν σωστά τα περίφημα λόγια με τα οποία
θέλησε ο Τσάμπερλαιν να δικαιολογήσει τη θυσία της Τσεχοσλοβακίας. Στην Ευρώπη απ’ τη μια είναι οι μεγάλες
χώρες κι απ’ την άλλη οι μικρές. Είναι τα έθνη που έχουν στρογγυλοκαθίσει στις
αίθουσες διαπραγματεύσεων και τα έθνη που περιμένουν όλη νύχτα στον προθάλαμο.
Τα μικρά έθνη δεν τα ξεχωρίζει από
τα μεγάλα το ποσοτικό κριτήριο του αριθμού των μελών τους, είναι κάτι πολύ
βαθύτερο: η ύπαρξη τους δεν αποτελεί για
τα ίδια αυτονόητη βεβαιότητα, αλλά πάντα ένα ερώτημα, ένα στοίχημα, ένα ρίσκο.
Βρίσκονται σε άμυνα απέναντι στην Ιστορία, αυτήν τη δύναμη που τα προσπερνά,
που δεν τα παίρνει υπόψη της, που δεν τα αντιλαμβάνεται καν. («Μόνο αν
αντισταθούμε στην Ιστορία εν γένει μπορούμε να αντισταθούμε και στη σημερινή
Ιστορία» έγραψε ο Γκομπρόβιτς.)
Οι Πολωνοί είναι εξίσου πολυάριθμοι
με τους Ισπανούς. Αλλά η Ισπανία είναι μια γηραιά δύναμη που η ύπαρξη της δεν
απειλήθηκε ποτέ, ενώ η Ιστορία έμαθε τους Πολωνούς τι θα πει να μην υπάρχεις. Στερημένοι το κράτος τους, έζησαν
περισσότερο από έναν αιώνα στον προθάλαμο του θανάτου. « Η Πολωνία δεν χάθηκε
ακόμα» είναι ο συγκλονιστικός πρώτος στίχος του εθνικού τους ύμνου, και εδώ
και 50 περίπου χρόνια ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς, σε μια επιστολή του προς τον
Τσέσλαβ Μίλος, έγραψε μια φράση που δεν θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό ενός Ισπάνου:
«Αν υπάρχει ακόμα η γλώσσα μας, έπειτα από 100 χρόνια…».
Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε
ότι οι ισλανδικές σάγκες είχαν γραφτεί στα αγγλικά. Τα ονόματα των ηρώων τους
θα μας ήταν σήμερα εξίσου οικεία με το όνομα του Τριστάνου ή του Δον Κιχώτη. Ο
μοναδικός αισθητικός χαρακτήρας τους, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ χρονικού και
μυθοπλασίας, θα είχε προκαλέσει τη γέννηση πλήθους θεωριών. Θα τσακωνόμασταν
για να αποφασίσουμε αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι τα πρώτα ευρωπαϊκά
μυθιστορήματα. Σεν εννοώ πως τις ξεχάσαμε, έπειτα από αιώνων αδιαφορία, οι
σάγκες έγιναν αντικείμενο μελέτης στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Ανήκουν όμως
στην «αρχαιολογία της φιλολογίας», δεν επηρεάζουν τη ζωντανή λογοτεχνία.
Οι Γάλλοι δεν έχουν συνηθίσει
να ξεχωρίζουν το έθνος από το κράτος, κι έτσι ακούω συχνά να χαρακτηρίζουν τον Κάφκα
Τσέχο συγγραφέα (από το 1918 ήταν όντως Τσεχοσλοβάκος πολίτης). Φυσικά πρόκειται
για ανοησία. Ο Κάφκα, πρέπει να το υπενθυμίσω, έγραφε μόνο στα γερμανικά και
θεωρούσε τον εαυτό του, χωρία καμία αμφιβολία, Γερμανό συγγραφέα. Ας φανταστούμε
προς στιγμήν πως είχε γράψει τα βιβλία του στα Τσέχικα. Ποιος θα τα ήξερε
σήμερα; Ο Μαξ Μπρόντ, ώσπου να
κατορθώσει να επιβάλλει τον Κάφκα στην παγκόσμια συνείδηση, χρειάστηκε να
καταβάλλει γιγαντιαίες προσπάθειες, επί είκοσι χρόνια και με την υποστήριξη των
μεγαλύτερων Γερμανών συγγραφέων! Ακόμα κι αν ένας εκδότης της Πράγας
κατόρθωνε να εκδώσει τα βιβλία του υποθετικού Τσέχου Κάφκα, κανένας από τους συμπατριώτες
του( δηλαδή κανένας Τσέχος) δεν θα είχε τα απαραίτητο κύρος για να κάνει γνωστά
στον κόσμο αυτά τα αλλόκοτα κείμενα, που θα ήταν γραμμένα στη γλώσσα μια
μακρινής χώρας of which we know little.
Όχι, πιστέψτε, κανένας δεν θα τον ήξερε τον Κάφκα σήμερα αν ήταν Τσέχος,
κανένας.
Το Φερντυντούρκε του Γκομπρόβιτς εκδόθηκε στα
πολωνικά το 1938. Χρειάστηκε να περιμένει δεκαπέντε χρόνια ώσπου να το διαβάσει
τελικά ένας Γάλλος εκδότης και να το απορρίψει. Και χρειάστηκαν πολλά ακόμα
χρόνια ώσπου να μπορέσουν οι Γάλλοι να το βρουν στα βιβλιοπωλεία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου