Οι περισσότεροι της γενιάς μου έχουν μεγαλώσει με τα
μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός), με τους μυθικούς «Τρεις σωματοφύλακες»,
με το συναφές με το προηγούμενο «Μετά 20 έτη» και βέβαια με τον « Κόμη Μοντεχρήστο» και τα υπόλοιπα βιβλία του
συγγραφέα.
Λίγοι ξέρουν πως τα περισσότερα μυθιστορήματα του ο
Αλέξανδρος Δουμάς τα έγραψε με τη βοήθεια ενός καθηγητή φιλολογίας του
Αυγούστου Μακέ. Αυτός ο φιλόλογος ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Γνώριζε την
ιστορία και είχε ιδέες. Ο Αλέξανδρος, που έως τότε είχε γράψει μόνο μερικές νουβέλες, ήθελε να βρίσκει ανθρώπους που να του προμηθεύουν θέματα
για ανάπτυξη. Έτσι, ο Μακέ προσκόμιζε το υλικό σε ακατέργαστη μορφή και
ο Αλέξανδρος Δουμάς το ανασκεύαζε, του έδινε μορφή, τόνο και ρυθμό.
Δημιουργήθηκε έτσι μία εξαιρετική συνεργασία, αν και το όνομα του Μακέ δεν
εμφανίστηκε ποτέ σε κάποιο έργο, μολονότι αργότερα ο Αλέξανδρος
Δουμάς παραδέχτηκε τη συνεργασία τους.
Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν όμως την συναρπαστική ιστορία
του στρατηγού Τομάς (Θωμάς) Αλεξάντρ (Αλέξανδρος) Ντυμά, πατέρα του συγγραφέα
Αλέξανδρου Δουμά (πατρός).
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στο
Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 μία από τις πρώτες τους ενέργειες ήταν να ξηλώσουν
το άγαλμα ενός θρυλικού στρατηγού, του Τομάς Αλεξάντρ Ντυμά (1762-1806). Όχι επειδή ανήκε στα επιφανέστερα τέκνα της
Γαλλίας, αλλά επειδή ήταν μιγάς. Το άγαλμα αυτό, που είχε στηθεί το 1906,
στην επέτειο των 100 χρόνων από το θάνατο του στρατηγού (το όνομά του είναι
χαραγμένο στη νότια πλευρά της Αψίδας του Θριάμβου) και δεν ξαναστήθηκε έκτοτε.
Η
ιστορία του Τομάς Αλεξάντρ Ντυμά (ή Αλέξ Ντυμά, όπως προτιμούσε να τον
αποκαλούν) παρέμεινε σχεδόν άγνωστη τόσο στη Γαλλία όσο και στον υπόλοιπο
κόσμο. Την έφερε στο διεθνές προσκήνιο, το 2012, όχι ένας Γάλλος, αλλά ένας
Αμερικανός: ο Τομ Ράις, συγγραφέας και δημοσιογράφος των «New York Times», του «New Yorker»
και της «Wall Street Journal»,
ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός με το βιβλίο του Furher - Χ. Memoirs of a Former Neo-Nazi (παρουσιάστηκε στο «Βήμα» στις 10/11/1996).
Η
βιογραφία του Ράις «The Black Count. Glory, Revolution,
Betrayal, and the Real Count of Monte Cristo» (Ο
Μαύρος Κόμης. Η
δόξα, η επανάσταση, η προδοσία και ο πραγματικός Κόμης Μοντεχρήστος) φέρνει
στο προσκήνιο τη συναρπαστική ιστορία ενός ξεχασμένου στρατηγού, που γίνεται
ακόμη συναρπαστικότερη επειδή, πρώτον ο στρατηγός ήταν πατέρας ενός από τους
λαοφιλέστερους παγκοσμίως μυθιστοριογράφους, του Αλεξάνδρου Δουμά πατρός, και
δεύτερον γιατί υπήρξε το πρότυπο δύο
εμβληματικών χαρακτήρων της παγκόσμιας πεζογραφίας: του Ντ' Αρτανιάν των Τριών
σωματοφυλάκων και - κυρίως - του Εντμόντ Νταντές, κεντρικού
ήρωα στον Κόμη Μοντεχρήστο.
Η
ζωή του Ντυμά είναι τόσο μυθιστορηματική όσο σχεδόν και τα πεζογραφήματα του
γιου του. Ο στρατηγός γεννήθηκε στον Άγιο Δομίνικο. Ο πατέρας του ήταν γάλλος
ευγενής και η μητέρα του μιγάδα που πέθανε από δυσεντερία όταν εκείνος ήταν 12
ετών. Στα 18 του ο πατέρας του τον πήρε μαζί του στο Παρίσι και φρόντισε να
αποκτήσει υψηλού επιπέδου μόρφωση.
Ο
Ντυμά εντάχθηκε στις τάξεις του Στρατού, διακρίθηκε στους πολέμους της Γαλλικής
Επανάστασης, έγινε στρατηγός στα 31 του και κατόπιν υπηρέτησε υπό τον
Ναπολέοντα. Είχε, λένε, λεπτά σαν γυναικεία δάχτυλα αλλά ηράκλεια δύναμη.
Υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του και οι Αυστριακοί τον αποκαλούσαν
Μαύρο Διάβολο. Αλλά στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο έπεσε σε
δυσμένεια όταν άσκησε οξεία κριτική στον Βοναπάρτη. «Δεν
άρεσε στον Ναπολέοντα να του αντιπαρατίθενται και ο Δουμάς ήταν από εκείνους
που δεν δίσταζαν να πουν ανοιχτά τι σκέφτονται» λέει
ο Ράις. Τον ανάγκασε λοιπόν να επιστρέψει το 1799 στο Παρίσι.
Το
πλοίο του Ντυμά, ωστόσο, επιστρέφοντας αναγκάστηκε εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας
να πιάσει στο λιμάνι του Τάραντα στη Σικελία. Εκεί τον συνέλαβαν κατ' εντολήν
του Φερδινάνδου, βασιλιά της Νεαπόλεως, τον έριξαν σε ένα υπόγειο κελί επί δύο
χρόνια και τον βασάνισαν. Επιστρέφοντας στο Παρίσι ήταν ημιπαράλυτος. Πέθανε το
1806 από καρκίνο του στομάχου, όταν ο γιος του, ο διάσημος αργότερα Αλέξανδρος
Δουμάς πατήρ, ήταν τεσσάρων ετών, αφήνοντας την οικογένεια του χωρίς πόρους.
Ο στρατηγός ωστόσο έγραψε το ιστορικό της
αιχμαλωσίας του, που το αξιοποίησε αργότερα ο γιος του για να περιγράψει τις
συνθήκες της φυλάκισης του Εντμόντ Νταντές στον Κόμη Μοντεχρήστο, όπως και για
να αξιοποιήσει πεζογραφικά τον τρόπο που πολεμούσε και χειριζόταν το ξίφος και
να μας δώσει τις ανεπανάληπτες σκηνές των ξιφομαχιών στους Τρεις σωματοφύλακες, τονίζει ο Ράις, που προχωρεί και σε μια άλλη,
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «Ο μυθιστοριογράφος πήρε μια όντως σπάνια εκδίκηση
από τον Ναπολέοντα. Χρησιμοποίησε τη ζωή του πατέρα του για να δημιουργήσει
έναν από τους πλέον θαυμαστούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
Η
περίπτωση όμως του μιγάδoς
στρατηγού σηματοδοτεί και άλλα: πρώτον,
ένας μιγάς είχε το θάρρος να αντιπαρατεθεί στον Ναπολέοντα σε μια περίοδο που η
δουλεία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Δεύτερον, ο μιγάς αυτός έφθασε στο
αξίωμα του στρατηγού 200 χρόνια προτού συμβεί το ίδιο στις ΗΠΑ (όταν έγινε
στρατηγός ένας μαύρος, ο Κόλιν Πάουελ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου