Δύο φίλοι 38 ετών, που την «έβγαζαν δύσκολα», έβαλαν ένα στοίχημα στις 10 Σεπτεμβρίου 2008.Ο Αντώνης προέτρεψε τον Τάσο να γράψει ένα οποιοδήποτε κείμενο τουλάχιστον μιας σελίδας μέσα σε δέκα ημέρες. Αν ο Τάσος του το έστελνε μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 2008, ο Αντώνης θα τον κέρναγε 10 μπύρες στην πλατεία Μαβίλη που συχνάζανε και μάλιστα, αν ο Τάσος κατάφερνε να το στείλει νωρίτερα από τη δέκατη ημέρα, θα κέρδιζε για κάθε ημέρα μια επιπλέον μπύρα.. Ο Τάσος δηλαδή αν έγραφε κάτι και το έστελνε την πρώτη μέρα θα κέρδιζε 20 μπύρες. Σε περίπτωση όμως που ο Τάσος ξεπερνούσε την προθεσμία των 10 ημερών, θα κέρναγε αυτός 10 μπύρες και μία επιπλέον για κάθε μέρα που θα καθυστερούσε. Η οικονομική διάσταση του στοιχήματος ήταν δηλαδή για τον Αντώνη (20μπύρες Χ 4 Ευρώ =80 Ευρώ) και για τον Τάσο (10μπύρες Χ 4 Ευρώ =40 Ευρώ+ ν.4).
Βέβαια ο Τάσος ήξερε πώς δεν υπήρχε οικονομική διάσταση του στοιχήματος γιατί και ποτέ να μην έστελνε στον Αντώνη κάποιο κείμενο ο τελευταίος ήταν τέτοιος φίλος του που ποτέ δεν θα απαιτούσε από αυτόν να του πληρώνει εσαεί τις μπύρες στην πλατεία Μαβίλη. Απλώς ο Αντώνης ήξερε ότι ο Τάσος κατά περιόδους υπαινισσόταν ή και έλεγε πώς θέλει να γίνει συγγραφέας χωρίς όμως, πλην κάποιων εφηβικών εξάρσεων, να γράφει οτιδήποτε. Επειδή η πίστη του Αντώνη στον φίλο του υπήρχε, αλλά ο Τάσος ήθελε να γίνει συγγραφέας χωρίς να γράφει τίποτα, περιμένοντας απλώς ενδόμυχα την κατάλληλη στιγμή, ο Αντώνης σκέφτηκε παρορμητικά με το στοίχημα να δώσει έμφαση στο ότι πάντα η κατάλληλη στιγμή, αν έχεις πραγματική ανάγκη να εκφραστείς, είναι τώρα.
Λίγα λεπτά αργότερα και ενώ ο Τάσος βρισκόταν ακόμα με τον Αντώνη είχε ήδη σκεφτεί τι θα έγραφε. Τον ταλαιπωρούσε βέβαια πώς θα το έγραφε. Συνήθως όμως δεν έγραφε γιατί, αν και τα πάντα μπορούσαν να γίνουν ιστορίες, πελαγοδρομούσε να ξεκινήσει από κάπου.
Μεσολάβησαν κάποιες ημέρες. Επειδή, όπως ο Αντώνης έτσι και ο Τάσος την «έβγαζε δύσκολα», είχε τρεξίματα, εκκρεμότητες, εύκολα μπορούσε να σταθεί σε αυτά και να μην αναπτύξει ποτέ στο χαρτί την ιδέα που του είχε έρθει στο κεφάλι. Πάντως τριβέλιζε στο μυαλό του η ανάπτυξη της. Θα ήταν μια ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου ή έπρεπε να συνδυαστεί με τα αδρόνια και τα λεπτόνια, στοιχειώδη σωματίδια, παρμένα από ένα μεγάλο επιστημονικό πείραμα φυσικής που γινόταν εκείνες τις ημέρες και στο οποίο είχε δοθεί μεγάλη έκταση από τα Μ.Μ.Ε. ;
Το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008, ο Τάσος αρκετά κουρασμένος έπεσε να κοιμηθεί στο σπίτι της κοπέλας του που έλειπε εκείνες τις ημέρες εκτός Αθηνών. Σε διπλανό σπίτι έμενε η γιαγιά της κοπέλας του με το σκυλί της. Ήταν πάντα διακριτική και δεν τους ενοχλούσε χωρίς λόγο. Εκείνο το βράδυ, βαθιά χαράματα, νόμισε ότι το σκυλί της πέθαινε και του χτύπησε το κουδούνι για να ζητήσει το σταθερό τηλέφωνο της κόρης της, της Ελένης, γιατί η τελευταία δεν απαντούσε στο κινητό της. Της το έδωσε, ρώτησε δύο πράγματα για το σκύλο και ξαναέπεσε να κοιμηθεί. Πέντε λεπτά αργότερα όμως σκέφτηκε πως η γιαγιά δεν ήρθε να ζητήσει το τηλέφωνο της κόρης της, απλώς ήθελε να μοιραστεί την αγωνία της με τον μοναδικό άνθρωπο που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή κοντά της. Ξανασηκώθηκε, και αφού είδε ότι το σπίτι της γιαγιάς είχε φως, χτύπησε την πόρτα. Χωρίς να γνωρίζει ιδιαίτερα από ζώα, κατάλαβε ότι ο σκύλος δεν είχε κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό γιατί ήταν ζωηρός στην συμπεριφορά του. Αφού μίλησαν λίγο καληνύχτισε τη γιαγιά και πήγε να κοιμηθεί αλλά δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Το πρωί, το πρώτο που σκέφτηκε, πριν φτιάξει καν καφέ, ήταν να γράψει επειγόντως την ιστορία που του είχε έρθει στο μυαλό όταν είχαν βρεθεί με τον Αντώνη. Πηγαίνοντας να φέρει μολύβι και χαρτί είδε από το παράθυρο τη γιαγιά με την Ελένη και τις χαιρέτησε. Η Ελένη είχε κλείσει ραντεβού στο κτηνίατρο σε μια ώρα. Τον πήρε τηλέφωνο και του ζήτησε να έρθει στο σπίτι για καφέ. Κάθισαν και άρχισαν να μιλάνε. Είπαν διάφορα, αλλά ο Τάσος στάθηκε σε μια ιστορία της Ελένης για το πώς άρχισε το τσιγάρο. Ενδόμυχα σκέφτηκε πώς αυτή ήταν πολύ καλύτερη ιστορία από αυτή που ήθελε να γράψει. Αφορούσε όμως άμεσα τη ζωή μιας άλλης. Ίσως ποτέ η Ελένη να μην ήθελε να χρησιμοποιήσει ο Τάσος την ιστορία της για να γράψει μια ιστορία, όσο και αν ο Τάσος κατάφερνε έντεχνα να αλλοιώσει κάποια πραγματικά περιστατικά.
Έτσι όταν έφυγε η Ελένη, ο Τάσος ξαναγύρισε στην αρχική ιδέα του. Άρχισε να γράφει την ιστορία που τριβέλιζε στο μυαλό του μέρες. Μέσα σε λίγες ώρες και με λιγότερα σβησίματα από όσα περίμενε, είχε τελειώσει. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2008 την έστειλε στον Αντώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου